Ο ντομοβόι

Ο ντομοβόι κατοικούσε σε εκείνους τους χώρους και κυρίως στα αγροτόσπιτα και στα παραπλήσια αγροτικά κτίρια, όπου οι χωρικοί ένιωθαν πιο ασφαλείς. Το σπίτι αποτελούσε μια καλά προστατευμένη ζώνη. Αυτό φαινόταν από την προσεκτική επιλογή τοποθεσίας για τα θεμέλια του, όπου εναποθέτονταν στρατηγικά προσφορές, όπως ψωμί, κέρματα, μαλλί. Φαινόταν επίσης από τα ηλιακά σύμβολα που συχνά στόλιζαν την πρόσοψη του, από τους σταυρούς που στόλιζαν τις παραστάδες των πορτών, και από τις τσουκνίδες που κρεμιούνταν κοντά στα παράθυρα.

Ο ντομοβόι
Χωρικός στην ιερή γωνιά του σπιτιού του

Μεγαλύτερη ασφάλεια μέσα στην οικία εξασφαλιζόταν από τη γωνιά των εικόνων και, διαγωνίως απέναντι, από την εστία που συνδεόταν με την ιερή φωτιά και τη λατρεία των προγόνων. Εκεί κατοικούσε ο ντομοβόι, που οι πιο συχνές λαϊκές ονομασίες του ήταν «παππούς» και «κύριος». Ήταν ένα πνεύμα που είχε κοινά γνωρίσματα με τους οικιακούς θεούς της ρωμαϊκής μυθολογίας, τους Λαρήτες και τους Πενάτες. Εκτός από από την εστία, ο ντομοβόι κατοικούσε επίσης σε οριακές περιοχές μεταξύ του εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου, όπως το κατώφλι της εισόδου, στο κελάρι και στη σοφίτα.

Στην εμφάνιση ο ντομοβόι ήταν ανθρωπόμορφος ή ζωόμορφος. Λεγόταν ότι έμοιαζε με ένα νάνο γεροντάκο, ρυτιδιασμένο και γκριζομάλλη, με μπλεγμένες μπούκλες και απεριποίητη γενειάδα που έκρυβε το πρόσωπο του, εκτός από τα λαμπρά μάτια του, και είχε μαλακό τρίχωμα σε όλο το κορμί, ακόμα και στις παλάμες και στις πατούσες του. Η μαλλιαρότητα ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα των διαμονικών όντων γενικά και συνδέεται με την απεικόνιση των διαβόλων στις ιερές εικόνες. Ο ντομοβόι ντυνόταν όπως οι χωρικοί, αλλά συνήθως τριγυρνούσε ξυπόλητος. Μερικές φορές έπαιρνε τη μορφή γάτας ή σκύλου, βατράχου, ποντικού ή άλλου ζώου. Γενικά, όμως, παρέμενε άφαντος. Γινόταν αντιληπτός μόνο από τους ήχους των βημάτων του και των τρεχαλητών του.

Ο κύριος ρόλος του ντομοβόι ήταν και παραμένει, για όσους ακόμα πιστεύουν σε αυτόν, να φυλάει το σπίτι, την οικογένεια, την περιουσία και τα ζώα της αγροικίας, και να φροντίζει ιδιαίτερα τη γονιμότητα, την υγεία και την ευημερία τους. Τη νύχτα απασχολούνταν με διάφορες εργασίες στο αγροτόσπιτο και στα καταλύματα των ζώων. Εκεί ο ρόλος του ήταν άρηκτα συνδεδεμένος με τον ρόλο του ντομοβόι ή του «πνεύματος του αγρού». Φρόντιζε να είναι όλα καθαρά και συγυρισμένα και σε καλή κατάσταση. Έδειχνε ιδιαίτερη συμπάθεια στα άλογα και περιποιούνταν τα αγαπημένα του, τους έπλεκε τις ουρές και τις χαίτες, και γέμιζε το παχνί τους με άχυρα. Αντίθετα, βασάνιζε τα λιγότερα αγαπημένα του άλογα καβαλώντας τα μέχρι εξοντώσεως τη νύχτα. Για αυτόν τον λόγο, ο σπιτονοικοκύρης, όταν ήθελε να αγοράσει ένα ζώο προσπαθούσε να μάθει ποιο χρώμα προτιμούσε ο ντομοβόι.

Αν και δεν ήταν από τη φύση του κακός, ο ντομοβόι έκανε ζαβολιές, κυρίως τη νύχτα. Για να κερδίσουν την εύνοια του άφηναν, στα μέρη όπου σύχναζε, ένα μπολ με χυλό ή λίγο ψωμί και του κρεμούσαν ένα ζευγάρι σανδάλια στην αυλή.

Άλλο χρέος του ντομοβόι ήταν να διαβάζει το μέλλον και να προβλέπει τον κίνδυνο. Όταν κάποιο μέλος της οικογένειας ξυπνούσε στη μέση της νύχτας από άγγιγμα τριχωτού, κρύου και σκληρού χεριού, πιθανόν θα συνέβαινε κάποια συμφορά. Αν ο ντομοβόι μιμούνταν την εμφάνιση ή φορούσε τα ρούχα της κεφαλής της οικογένειας, ο θάνατος δεν θα αργούσε.

Συχνά λεγόταν ο ντομοβόι έμοιαζε στον προηγούμενο σπιτοκοικοκύρη που είχε πεθάνει. Διότι η παρουσία του ντομοβόι ήταν προγενέστερη της άμεσης οικογένειας. Ενσωμάτωνε την προγονική ψυχή και έτσι αποτελούσε κρίκο με τις προηγούμενες γενιές. Όταν η οικογένεια μετακόμιζε σε νέο σπίτι, πάντα τον προσκαλούσαν να τους συνοδεύεσει: «Ντομοβόι, ντομοβόι, μη μείνεις εδώ. Έλα με την οικογένεια μας». Αν στο νέο σπίτι το οικογενειακό πνεύμα συναντούσε έναν προηγούμενο ντομοβόι, που τον είχαν αφήσει πίσω οι ξένοι για κάποιο λόγο, ένθερμες μάχες άναβαν μεταξύ των δύο αντιπάλων. Υπήρχαν ακόμα και ξόρκια για να προστατεύσουν τον οικογενειακό ντομοβόι από το ντομοβόι των άλλων.

Αν και τον ανέφεραν οι πρώτες εκκλησιαστικές πηγές ως τον «καταραμένο δαίμονα, κάτοικο του σπιτιού», ο ντομοβόι ήταν ουσιαστικά διαφορετικό από τα άλλα ακάθαρτα πνεύματα. Έμενε αυτοδικαίως μέσα στο χώρο που θεωρούνταν από τους χωρικούς «δικός του» και η παρουσία του εκεί ήταν καλοδεχούμενη και όχι επίφοβη.