Ο Μώλος είναι κωμόπολη στην περιοχή της Λοκρίδας του Νομού Φθιώτιδας της Στερεάς Ελλάδας σε υψόμετρο 36 μέτρων. Είναι κτισμένος στο κέντρο στενόμακρης πεδιάδας, η οποία εκτείνεται μεταξύ του Μαλιακού κόλπου και του όρους Καλλίδρομο. Από τις νότιες παρυφές του οικισμού διέρχεται ο αυτοκινητόδρομος Α1 (Ε75 / ΠΑΘΕ) μέσω του οποίου ο Μώλος απέχει 189 χιλιόμετρα από την Αθήνα και 27 χιλιόμετρα από τη Λαμία. Από τις βόρειες παρυφές της κωμόπολης διέρχεται η σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών-Θεσσαλονίκης (νέα χάραξη), ενώ στα βορειοανατολικά του Μώλου βρίσκεται και ο ομώνυμος σιδηροδρομικός σταθμό. Στο παραλιακό μέτωπο, περί τα δυόμισι χιλιόμετρα από το κέντρο του οικισμού, υπάρχει μεγάλη μαρίνα ελλιμενισμού αλιευτικών και άλλων σκαφών. Στα εύφορα εδάφη που περιβάλλουν τον Μώλο υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις με παντός είδους καλλιέργειες όπως: ελιάς, φιστικιάς, ροδακινιάς, αχλαδιάς, βάμβακος, βιομηχανικής ντομάτας, κηπευτικών κ.ά..Σε απόσταση περί τα 10 χιλιόμετρα δυτικά του Μώλου (μέσω της παλαιάς εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας, με κατεύθυνση προς Λαμία) βρίσκεται το περίφημο άγαλμα του Λεωνίδα, μνημείο ανάμνησης της θρυλικής Μάχης των Θερμοπυλών που διεξήχθη το 480 π.Χ. μεταξύ Ελλήνων και Περσών.

Το όνομα του Μώλου
Μώλος ή Μόλος; Πολλοί διερωτώνται εάν η σωστή γραφή του ονόματος του Μώλου είναι με «ω» ή με «ο» καθώς η λέξη «μόλος» (molo) που προέρχεται από την ιταλική γλώσσα, παραπέμπει σε αποβάθρα σε περιοχή κοντά σε θάλασσα – λιμάνι. Η μικρή απόσταση του Μώλου (ιδίως του παλαιού οικισμού) από τον Μαλιακό κόλπο θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το όνομα δόθηκε ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Υπάρχει, όμως και η άλλη άποψη. Εάν κάποιος ανατρέξει στο «Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης» του Ιωαν. Σταματάκου θα διαπιστώσει τα εξής: μώλος = μόχθος, κόπος, κακοπάθεια κυρίως εκ του πολέμου // εντεύθεν, πόλεμος, μάχη // αγών, πάλη // έρις, διαμάχη. Αναλογιζόμενος κανείς τον αριθμό των μαχών και, εν γένει, των πολεμικών επιχειρήσεων που έλαβαν χώρα στη συγκεκριμένη περιοχή ανά τους αιώνες, το βάρος πέφτει στη γραφή με «ω». Ο Μώλος, δηλαδή, δηλώνει την περιοχή στην οποία έχουν διεξαχθεί σημαντικότατες πολεμικές επιχειρήσεις με αποτέλεσμα ο τόπος να υποστεί πολλά δεινά. Εξάλλου η ευρύτερη περιοχή του Μώλου (από Θερμοπύλες έως τη διασταύρωση προς Κόμνηνα, Ρεγκίνι) αποτελούσε το προπύργιο της ελληνικής άμυνας από τους αρχαίους χρόνους, καθώς οποιοσδήποτε εισβολέας από βορρά θα μπορούσε μέσω του φαραγγιού του Βοάγριου ποταμού να έχει εύκολη πρόσβαση προς Θήβα, Ελευσίνα και, άρα, προς Αθήνα και Πελοπόννησο.
Ο Μώλος από ψηλά
Είχα πολλά χρόνια -πάνω από τέσσερις δεκαετίες- να δω το Μώλο από ψηλά, και τον τελευταίο καιρό που η συμπλήρωση του βίου όλο και πλησιάζει, με γέμιζε η επιθυμία να πάρω την ανηφοριά του χαλικόστρωτου δρόμου και να βγω στα ψηλώματα.
Όταν ήμουν παιδί κι είχα τη γρηγοράδα του λαγού στα πόδια, μου άρεσε θυμάμαι και εμένα και της παρέας μου, ν’ ανηφορίζουμε προς τους γύρω λόφους.
Με την αξιοσύνη του ζαρκαδιού κατακτούσαμε τις ράχες, και με την ελαφράδα του αετού κυριεύαμε τα υψώματα. Ο κατηφορικός δρόμος του κάμπου και της θάλασσας ούτε που μας άγγιζε. Φαίνεται πως η παιδική επιδεξιότητα αποζητούσε τα δυσκολότερα, για να ακονίζει τις δυνάμεις που κρατούσε μέσα της, ή και για να ζυγίζει ίσως τα επιτεύγματα των προσπαθειών της σε δυσβατότερους τόπους και σε δυσκολοπάτητοους χώρους.
Ακόμα μπορεί να ήταν η γοητεία του ύψους, όχι μόνο του εδαφικού, αλλά και του κάθε ύψους, κυρίως εκείνου που γεννιέται μέσα μας σαν ενδόμυχη επιθυμία για υπεροχή στο άμεσο σύνολο, αλλά και στο γενικότερο περιβάλλον.
Είχα, λοιπόν, καθώς έλεγα την επιθυμία να δω το Μώλο από ψηλά. Η παλιά εικόνα της γενικής άποψης, με τις ανεμοθύελλες της ζωής και τα ξεροβόρια του βίου, είχε από καιρό ξεθωριάσει στην κορνίζα τη μνήμης. Έτσι την ανασύνθεση του μεγάλου πίνακα είχε αναλάβει μια από καιρό απόφαση μετάβασης στα πέριξ ψηλώματα, απόφαση που λόγω της σωματικής αδυναμίας από τη συσσώρευση των χρόνων, όλο και αναβαλλόταν στον καιρό των εργασιακών διακοπών και τραβούσε ανεκπλήρωτα από καλοκαίρι σε καλοκαίρι.
Φέτος, στην καρδιά του Αυγούστου, παραμονή της Παναγίας έχω την χαρά και να ‘μαι ώρα πρωινή, με δυο-τρία καλάμια χρυσού ήλιου προς τη μεριά της ανατολής, από την κορυφή της Αγίας Κάρας, να αγναντεύω το Μώλο από ψηλά και να τον ζωγραφίζω με τις αδέξιες φράσεις του φτωχού λεξιλογίου μου. Πρέπει να ομολογήσω πως κόπιασα πολύ για να ανέβω στο ψήλωμα. Όμως έχω τη χαρά της εκπλήρωσης και τη χάρη του επιτεύγματος. Στον πλατύ ορίζοντα, από την ανατολή βαθιά μέχρι και τη δύση πέρα, απολαμβάνω το μαγευτικό τοπίο στα καλοκαιρινά χρώματα, αλλού χρυσαφιά όπου τα θερισμένα σταχοχώραφα, αλλού βαθυπράσινα όπου τα υβρίδια καλαμπόκια, τα βαμπάκια και τα φυστικόδεντρα, και αλλού γκρίζα προς το ανοιχτό πράσινο όπου τα ελαιόδεντρα που δεσπόζουν στο γενικό σύνολο.
Η μαύρη ευθεία του ασφαλτοστρωμένου διεθνή δρόμου χωρίζει το γενικό πίνακα στη μέση. Στην από κει μεριά, την προς τα κάτω είναι: το χωριό με τον κάμπο και τη θάλασσα. Στην από δω μεριά, την προς τα πάνω, τα λιγοστά ισιώματα με τους λόφους των ελαιών και τα τραγανοχώραφα.
Ο κύριος όγκος του χωριού ξεχωρίζει στο σύνολο της ζωγραφικής ακουαρέλας. Λευκές σύγχρονες οικοδομές με κόκκινες στέγες ξεπροβάλλουν μέσα σε πυκνές συστάδες πράσινου που συνθέτουν τα δέντρα των κοινοτικών δρόμων. Το ξινόδεντρα και τα καρποφόρα των κήπων, οι μουριές και οι συκιές στις αυλές και τα οικόπεδα.
Ο δρόμος προς την παραλία ορατός στην ευθεία του χάραξη, προσκαλεί για νοερή οδοιπορία προς την γαλανή και ήρεμη υγρή αγκαλιά του Μαλιακού κόλπου. Οι γνωστές και πανύψηλες λεύκες τον πλαισιώνουν και τον ισκιώνουν προστατευτικά από τις καυτές ακτίνες του αβάσταχτου ήλιου.
Το εκκλησάκι της Ευαγγελίστριας σιωπηλό στην απομόνωση του χαράζει και αυτό τη μικροσκοπική παρουσία του στην αριστερή άκρη της γενικής άποψης. Στην ανατολική γωνία, στην άλλη άκρη δηλαδή του πίνακα που ξανοίγεται μπροστά μου, η ματιά διακρίνει το χωριό Σκάρφεια. Έντονη σημειώνεται εδώ η παρουσία του Δορυφορικού Σταθμού Θερμοπυλών, που ονομάστηκε έτσι γιατί βρίσκεται στα ιστορικά στενά των ένδοξων Θερμοπυλών. Μια επιβλητική παρουσία σημαδεύει ο όγκος του όλου συστήματος, η λειτουργία του οποίου συμβάλλει αποφασιστικά στην πληροφόρηση των λαών και στη συνεργασία των ανθρώπων.
Παραμονή λοιπόν της γιορτής της Παναγίας, καθώς ονομάζουμε την Κοίμηση της Θεοτόκου στον τόπο μας, και ώρα ζεστού καλοκαιριάτικου πρωινού καθώς σημείωσα, και βρίσκομαι ήδη, μετά από προσπάθεια δυνατή, καθισμένος στο ψηλότερο εδαφικό μπαλκόνι της περιοχής, αγναντεύοντας τον περίγυρο. Κάτω από τις χρυσές ακτίνες, όλα ξετυλίγονται ορατά, και τίποτα δεν απομένει κρυπτόν υπό τον ήλιον. Ο Μαλιακός με το αντίπερα βουνό και τη Στυλίδα στους πρόποδες του, μου χαϊδεύουν την οπτική ρέμβη. Ο γαλάζιος ουρανός μου χαρίζει το δέος της απεραντοσύνης του και τα ανέμελα πουλιά που φτερώνουν στο διάστημα εμψυχώνουν τον θαυμασμό μου.
Η ιστορική Μενδενίτσα και ο γραφικός Καλλίδρομος, χωριά παλιά με λιγοστούς τώρα μόνιμους κατοίκους στην αγκαλιά τους, ετοιμάζουν τα πατροπαράδοτα πανηγύρια τους που ανοίγουν σήμερα το απόγευμα.
Από τον ίσκιο του δέντρου που με φιλοξενεί εδώ που στάθηκα και αγναντεύω, προσηλώνω τη ματιά στη γενέτειρα μου το Μώλο, και προσεδαφίζω τη σκέψη στον οικείο περίγυρο. Περιέρχομαι νοερά στους δρόμους και αποθαυμάζω την τεχνική πρόοδο που συντελέστηκε τα τελευταία χρόνια. Σύγχρονες οικοδομές με φωτεινά και άνετα δωμάτια και ανοιχτές βεράντες στον αέρα και στον ήλιο, από τη μα άκρη του χωριού μέχρι την άλλη. Ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός διευκολύνει το νοικοκυριό, και συμπληρώνει την άνεση και την ψυχαγωγία. Καλλιεργητικά μηχανήματα και παντός είδους τροχοφόρα μικρού και μεγάλου μεγέθους εξυπηρετούν τις εργασιακές μέριμνες και τις απολαυστικές μετακινήσεις των κοινωνικών αναγκών. Σύγχρονα σούπερ μάρκετ εξασφαλίζουν την επάρκεια των αγαθών, καθώς και ποικίλα καταστήματα για την προμήθεια των κατά μέρους ειδών. Ψησταριές και εστιατόρια, παραθαλάσσια και ορεινά φαγάδικα, παραδοσιακά καφενεία, μοντέρνες καφετέριες και διασκεδαστικά κέντρα συμπληρώνουν το γαστριμαργικό και διασκεδαστικό κύκλο επί καθημερινής βάσεως.
Ο Μώλος σήμερα σαν σύνολο προοδευτικής κωμόπολης, ζει και λειτουργεί με όλους του κανόνες και με όλες τις προδιαγραφές μιας σύγχρονης πόλης από πλευράς υλικής εξέλιξης και απολαυστικού βίου. Με έναν έντονο ανταγωνισμό στην εμφάνιση της υλικής υπεροχής, και με έναν εσωτερικά αγωνιώδη δρόμο για τη εξασφάλιση μιας πρώτης θέσης στο ψευδεπίπλαστο κοσμικό προσκήνιο της όποιας παράστασης. Ανθρώπινες αδυναμίες και λανθασμένες φυσικά εκτιμήσεις, πάνω σε πράγματα φρούδα, μάταια και πρόσκαιρα, απέχοντα κατά πολύ από τα θετικά εκείνα που θα έπρεπε να μας απασχολούν καθώς και από τα ηθικοπνευματικά, αυτά που θα έπρεπε σύψυχα να μας κατέχουν.
Δεκατέσσερις Αυγούστου του χίλια εννιακόσια ογδόντα εννιά, παραμονή της Παναγιάς, με τη χάρη της βοηθό, είδα το Μώλο από ψηλά, καθώς επίμονα το είχε επιθυμήσει και επίπονα αποφασίσει.
Δεκατέσσερις Αυγούστου, κοιτάζω αχόρταγα το Μώλο από ψηλά, και μου γεννιέται μέσα μου μία ακόμα επιθυμία, η στερνή. Προτού φύγω οριστικά από αυτόν τον μάταιο κόσμο, να μ’ αξιώσει η μεγάλη χάρη της Παναγίας Δέσποινας να δω το Μώλο ψηλά. Πνευματικά, πολιτιστικά, ηθικά, ανθρώπινα.
Είναι εύκολο, άμα οι άνθρωποι δώσουν τα χέρια, κι άμα οι κάτοικοι ενώσουν τις καρδιές τους για «τ’ ανέβασμα του τραγουδιού στ’ Αγιονόρος» όπως θα ‘λεγε κι ο Πάλαμας. Καμιά κορυφή, όσο και δύσκολη, δε μένει απάτητη, μπροστά στη κοινή απόφαση και στην καθολική θέληση.
Πηγή: Μώλος Θερμοπυλών, Τάκης Κολιαβάς-Μωλιοτάκης