Ο Μιχαήλ Δ’ πριν γίνει θαλαμηπόλος της αυτοκράτειρας Ζωής και στη συνέχεια αυτοκράτορας ήταν αργυραμοιβός. Όμως παρά την ταπεινή καταγωγή του αναδείχθηκε ικανός κυβερνήτης και σπουδαίος στρατηγός. Ήταν όμως επιληπτικός, πράγμα που τον ανάγκασε να αφήσει την διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας στον αδελφό του Ιωάννη τον Ορφανοτρόφο. Ο πανούργος αυτός ευνούχος κυβέρνησε την αυτοκρατορία με αποφασιστικότητα και χωρίς προσκόλληση σε μια κοινωνική τάξη.
Οι σπατάλες του αυτοκράτορα, οι πολεμικές και οι άλλες δαπάνες του Βυζαντινού Κράτους και η πλεονεξία του Ιωάννης Ορφανοτρόφου είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή βαριάς φορολογίας. Η ανελέητη αυτή οικονομική πολιτική του Μιχαήλ Δ’ παρακίνησε τους σλαβικούς πληθυσμούς της χερσονήσου του Αίμου σε εξέγερση. Ένας πρόσθετος λόγος για την εξέγερση των πληθυσμών αυτών (Σέρβων και Βουλγάρων) ήταν το γεγονός ότι η περιοχή αυτή ορίστηκε να καταβάλει τους φόρους σε χρήμα και όχι σε είδος.
Λίγο μετά τον θάνατο του Ρωμανού Γ’ επαναστάτησε η Σερβία, αναγκάστηκε όμως να συνθηκολογήσει το 1035/6. Στάλθηκαν τότε στην Κωνσταντινούπολη όμηροι επιφανείς Σέρβοι μεταξύ των οποίων ο Στέφανος Βοϊσθλάβος, τοπάρχης της Διοκλείας και της Στάμνου. Όμως ο Στέφανος κατά το έτος 1040 δραπέτευσε από την Κωνσταντινούπολη, επανήλθε στη χώρα του, ξαναπήρε την εξουσία και έδιωξε τον βυζαντινό διοικητή Θεόφιλο τον Ερωτικό.
Ο Μιχαήλ Δ’ έστειλε στρατό εναντίον του, ο οποίος παγιδεύτηκε στις δύσβατες ορεινές διαβάσεις και στα φαράγγια της περιοχής και αποδεκατίστηκε. Μάταια ο στρατηγός του Ραγούσης Κατακαλών ο Κλαζομενίτης επιχείρησε να συλλάβει αιχμάλωτο τον Βοϊσθλάβο.
Έτσι κατόρθωσε ο τολμηρός Σέρβος επαναστάτης να παραμείνει αήττητος. Το ζήτημα των βυζαντινοσερβικών σχέσεων επρόκειτο να λυθεί αργότερα μετά τον θάνατο του Στέφανου Βοϊσθλάβου.
Εκτός από τους Σέρβους εξεγέρθηκαν και οι Βούλγαροι, όταν βρήκαν ικανό αρχηγό. Αυτός ήταν ο Πέτρος Δελεάνος ή Δολιάνος , ο οποίος αφού δραπέτευσε από την Κωνσταντινούπολη γύρισε στην πατρίδα του. Εκεί αφού έπεισε τους συμπατριώτες του ότι ήταν εγγονός του Σαμουήλ, ανακηρύχθηκε από αυτούς βασιλιάς. Οργάνωσε ισχυρό στρατό με τον οποίο βάδισε κατά τον Μιχαήλ Δ’ που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη. Ο αυτοκράτορας περίτρομος εγκατέλειψε την πόλη και κατέφυγε στην πρωτεύουσα.
Εν τω μεταξύ οι στρατηγοί του Πέτρου Δελεάνου ή Δολιάνου κατάλαβαν την Δημητριάδα και νίκησαν τον αυτοκρατορικό θεματικό στρατό στην Θήβα. Τότε επαναστάτησαν και οι κάτοικοι της Νικόπολης (εκτός από τη Ναύπακτο) εξαιτίας της ληστρικής φορολογικής πολιτικής του Ορφανοτρόφου. Μετά τη φυγή του αυτοκράτορα, ο Δελεάνος δεν προχώρησε προς την Θεσσαλονίκη, γιατί προτίμησε να καταβάλει πρώτα κάθε άλλη εστία βυζαντινής αντίστασης και μετά να καταλάβει την πόλη.
Τα πράγματα άρχισαν να γίνονται εξαιρετικά επικίνδυνα για τους Βυζαντινούς όταν προσχώρησε στον Δελεάνο ο Πατρίκιος και στρατηγός Θεοδοσιουπόλεως Αλουσιάνος, ανινψιός του τσάρου Σαμουήλ, ο οποίος δραπέτευσε από την Κωνσταντινούπολη τον Σεπτέμβριο του 1040. Ο Δελεάνος τότε, επειδή φοβήθηκε μήπως οι Βούλγαροι αναγνωρίσουν μόνο τσάρο τον Αλουσιάνο και παραμερίσουν τον ίδιο, έσπευσε να τον δεχθεί ως συμβασιλέα. Ο Αλουσιάνος ανέλαβε στη συνέχεια να καταλάβει την Θεσσαλονίκη. Όμως μετά από εξαήμερη πολιορκία αποκρούστηκε από τους Θεσσαλονικείς. Δεκαπέντε χιλιάδες νεκροί έπεσαν στην πολιορκία και άλλοι τόσοι αιχμαλωτίστηκαν.
Η βουλγαρική επανάσταση κατέληξε σε αποτυχία γιατί γεννήθηκε αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ των αρχηγών της, που τελικά οδήγησε σε σύγκρουση στην οποία επικράτησε ο Αλουσιάνος. Κατά την έκφραση του Miller, ο Αλουσιάνος «με την κληρονομική δολιότητα της φυλής του προσεκάλεσε τον Δελεάνο εις δείπνο και ετύφλωσε τούτον, όντα οινοβαρή».
Στη συνέχεια ο Αλουσιάνος είτε γιατί υπήρξε πράγματι βυζαντινός πράκτορας, σύμφωνα με τους Κ. Παπαρρηγόπουλο και Δ. Ζακυθηνό, είτε γιατί φοβόταν τη βυζαντινή υπεροχή, σύμφωνα με τον Ιωάννη Καραγιαννόπουλο, συναντήθηκε στην Μοσυνόπολη με τον αυτοκράτορα στον οποίο παρέδωσε τον Δελεάνο και έλαβε ως αντάλλαγμα τον τίτλο του μαγίστρου.
Ο θριαμβευτής αυτοκράτορας, λίγο πριν τον θάνατό του και ενώ ήταν σοβαρά άρρωστος, προήλασε προς την Θεσσαλονίκη και από εκεί προς την Πρίλαπο επιδιώκοντας να εξουδετερώσει κάθε εστία της βουλγαρικής επανάστασης. Αφού ανάγκασε τον Ιβάτζη (που συνέχιζε την επανάσταση) να παραδοθεί και αφού τακτοποίησε τα βουλγαρικά πράγματα επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου τέλεσε θρίαμβο. Ο άρρωστος Μιχαήλ Δ’ προαισθανόμενος τον θάνατό του περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα και αποσύρθηκε στη μονή των Αγίων Αναργύρων που την είχε ιδρύσει ο ίδιος. Εκεί πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου του 1041, εξαιτίας της επιληψίας που τον κατέτρυχε.