Ο Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908)

Ο Μακεδονικός Αγώνας προέκυψε από την ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι βουλγαρικές βλέψεις για τη Μακεδονία, οι οποίες απροκάλυπτα εκδηλώθηκαν μετά τη εξέγερση του Ίλιντεν (20 Ιουλίου 1903). Η έκβαση των ελληνοβουλγαρικών συρράξεων της τετραετίας 1904-1908 που ακολούθησε, ήταν η σταθεροποίηση της ελληνικής παρουσίας στη Μακεδονία. Ένας Αγώνας, στον οποίο συμπαρατάχθηκαν, εκτός από τους εθελοντές από όλα τα μέρη της Ελλάδας, και οι ντόπιοι, ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι και βλαχόφωνοι, κάτοικοι της Μακεδονίας. Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς. Ο θάνατος του Μελά διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα. Αν και λίγοι γνώριζαν πως βρισκόταν στη Μακεδονία, όλοι τον έκλαψαν. Το τέλος του ήταν εκείνο που ο ίδιος στα γράμματα του άφηνε να διαφανεί. Είχε το νόημα της θυσίας, συντάραξε ολόκληρο το Έθνος και παρακίνησε πολλούς συναδέλφους του αξιωματικούς να βγουν με σώματα στη Μακεδονία, για να εκδικηθούν το θάνατό του. Ενώ ως τότε η υπόθεση της Μακεδονίας ήταν υπόθεση μικρού αριθμού Ελλήνων, από το θάνατο του Μελά γίνεται υπόθεση ολόκληρου του Ελληνισμού. Η θυσία του είχε πετύχει ό,τι καμία άλλη δύναμη δεν είχε κατορθώσει και έδειξε στον κόσμο ολόκληρο πως ο Ελληνισμός έξω από τα όρια του μικρού βασιλείου δεν είχε χαθεί.

Μακεδονικός Αγώνας
Σφραγίδα του Ελληνομακεδονικού Κομιτάτου

Σκοπός της στρατιωτικής δράσης

«Ως βαίνουσι τα πράγματα προβλέπω ότι ούτως ή άλλως θα καταλήξωμεν εις πλήρην αναρχίαν. Δεν πρέπει αυτή να εύρη τον Ελληνισμόν όντα ψυχορραγούντα». Οι επισημάνσεις αυτές του γενικού Προξένου της Θεσσαλονίκης, Λάμπρου Κορομηλά, διατυπωμένες το Μάιο του 1904 καταδείκνυαν με σαφήνεια τόσο την κρατούσα κατάσταση στη Μακεδονία την περίοδο αυτή όσο και το αβέβαιο μέλλον που προδικαζόταν για τον Ελληνισμό της περιοχής. Άλλωστε η απρόσκοπτη τρομοκρατική δραστηριότητα των βουλγαρικών «κομιτάτων» σχεδόν σε ολόκληρη την περιφέρεια του Προξενείου δεν άφηνε περιθώρια διαφορετικών εκτιμήσεων. Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντα του στο προξενείο, τόνισε σε έκθεση του στο Υπουργείο Εξωτερικών και την ανάγκη μιας ολοκληρωμένης στρατιωτικής απάντησης για την αντίκρουση της. Ο καθορισμός του «εναπομείναντος εθνικού εδάφους», ο υπολογισμός του αριθμού των εντοπίων που θα μπορούσαν να στρατολογηθούν, καθώς και ο εντοπισμός σημείων κατάλληλων για κρησφύγετα και κέντρα αποθήκευσης όπλων αναφέρονται ως πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση αυτή. Παράλληλα, φρόντισε να οργανώσει ο ίδιος αντάρτικα σώματα στη Μακεδονία ως τη μόνη λύση για την ανάσχεση της βουλγαρικής δραστηριότητας και την ενίσχυση του ηθικού των ελληνικών κοινοτήτων.

Οι στοχεύσεις της ένοπλης παρέμβασης στα μακεδονικά πράγματα καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τόσο το είδος της όσο και το γενικότερο χαρακτήρα της. Η ανάληψη στρατιωτικής δράσης από την ελληνική πλευρά δεν αποσκοπούσε στην απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον οθωμανικό ζυγό ούτε απέβλεπε στην κατοχή συγκεκριμένων εδαφών. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Μακεδονικός Αγώνας δεν οριοθετήθηκε από καθαρά στρατιωτικές επιδιώξεις και προτεραιότητες, όπως αυτές ισχύουν σε περιπτώσεις όπου ένα εθνικό κράτος συγκρούεται συνολικά με κάποιο άλλο. Αντιθέτως, ως κύριος στόχος παρουσιαζόταν η αναπτέρωση του ηθικού των χειμαζομένων ελληνικών κοινοτήτων, η ανακοπή της τρομοκρατικής δραστηριότητας των Βουλγάρων και γενικότερα η υπεράσπιση της ελληνικής παρουσίας στη Μακεδονία. Επρόκειτο δηλαδή για μια επιχείρηση μάλλον ψυχολογικού παρά στρατιωτικού χαρακτήρα, γεγονός που τονιζόταν με έμφαση από τους πλέον εμπνευσμένους οργανωτές της. Ήταν πρωταρχικά μια πολιτική επιχείρηση για τη διεκπεραίωση της οποίας χρησιμοποιήθηκε η ένοπλη βία.

Αυτή ακριβώς η ευρύτερη πολιτική διάσταση της χρήσεως της βίας στο Μακεδονικό Αγώνα υπαγορεύτηκε από την ιδιάζουσα κατάσταση που επικρατούσε στη Μακεδονία αναφορικά με τον προσδιορισμό της εθνικότητας των κατοίκων και τους λόγους για τους οποίους τα χωριά επέλεγαν τον Έξαρχο ή τον Πατριάρχη. Πράγματι, σε εκτεταμένα τμήματα του μακεδονικού χώρου και ιδιαιτέρως στην περιοχή που βρίσκεται βορείως της νοητής γραμμής που συνδέει την Καστοριά με τη Δράμα, η μικτή εθνολογική σύσταση του πληθυσμού και η ρευστότητα των κριτηρίων που χαρακτήριζαν την επιλογή εθνικής παρατάξεως καθιστούσαν δυσχερή την οριστική ένταξη ενός χωριού στο ένα ή στο άλλο εθνικό στρατόπεδο.

Επιπλέον, τα χωριά αυτά αντιμετώπιζαν πλήθος προβλημάτων τα οποία επέτειναν και μονιμοποιούσαν τη ρευστότητα των επιλογών. Η ενδημική παρουσία του ληστρικού φαινομένου σε πολλές περιοχές, η βουλγαρική τρομοκρατία και η ανάλογη συμπεριφορά του τουρκικού στρατού δημιούργησαν ένα κλίμα διάχυτης ανασφάλειας, δυσπιστίας και φόβου προς όλους, αναγορεύοντας συχνά την επιβίωση σε καθοριστικό κριτήριο της στάσης τους. Κατά συνέπεια η άσκηση της ένοπλης βίας ήταν ο μόνος δρόμος που θα οριστικοποιούσε την προσχώρηση των χωριών στα εθνικά στρατόπεδα.

Η αναγκαιότητα της ανάληψης τρομοκρατικής δραστηριότητας από την ελληνική πλευρά δεν υπαγορευόταν αποκλειστικά από τη δράση των Βουλγάρων αλλά και από τις πιέσεις των εντοπίων πατριαρχικών. Εγκαταλελειμμένοι και αβοήθητοι μέχρι το 1904, είχαν σχηματίσει την πεποίθηση ότι μόνο οι αθρόες δολοφονίες κομιτατζήδων και χωρικών θα διαφύλασσαν τα χωριά τους από μελλοντικές επιδρομές, ικανοποιώντας ταυτόχρονα τα συσσωρευμένα αισθήματα απόγνωσης και εκδίκησης.

Σε κάθε περίπτωση οι συγκρούσεις των ελληνικών σωμάτων με τους κομιτατζήδες δεν έπρεπε να αποτελούν το βασικό στρατηγικό στόχο. Η ίδια η ύπαρξη των σωμάτων και οι συνεχείς περιοδείες τους στα χωριά ήταν αποφασιστικότερης σημασίας από μια άκαιρη συμπλοκή, η οποία, αν προκαλούσε την επέμβαση του τουρκικού στρατού, ενδεχομένως να κατέληγε ακόμη και στη διάλυση του σώματος. Τα σώματα απέφευγαν τις συγκρούσεις και, δεδομένου ότι οι Βούλγαροι από ακόμη μεγαλύτερη απροθυμία για συμπλοκές, στις περισσότερες περιπτώσεις η τύχη μάλλον παρά η καταδίωξη έφερναν αντιμέτωπες τις αντιμαχόμενες ομάδες. Ο τουρκικός στρατός αποτελούσε για τα σώματα ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο, οποίος θα έπρεπε πάση θυσία να αποφεύγεται. Οι λόγοι ήταν πολλοί, όχι μόνο τακτικοί αλλά και ευρύτερης πολιτικής. Γεγονός παραμένει ότι τα αντάρτικα σώματα, κατάλληλα για ανταρτοπόλεμο και εκφοβιστικές επιχειρήσεις είχαν κάθε λόγο να αποφεύγουν τις μάχες με τον τουρκικό στρατό, οι οποίες σε τελική ανάλυση ευθύνονταν για τις ελληνικές απώλειες.

Η λίμνη των Γιαννιτσών

Αν και η ελληνική τακτική κατά τις επιθέσεις στα χωριά παρουσιαζόταν σχετικά τυποποιημένη, η αναγκαιότητα της διεξαγωγής του Αγώνα ακόμα και στα πιο δυσχερή από γεωγραφική άποψη σημεία της Μακεδονίας υπαγόρευε και την τροποποίηση της. Αναμφισβήτητα, το πλέον ιδιόμορφο πεδίο μάχης ήταν η λίμνη των Γιαννιτσών, η οποία αποτελούσε σημαντικό στρατηγικό σημείο για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής. Η ελώδης επιφάνεια και η πυκνή βλάστηση της την καθιστούσαν πρόσφορο ορμητήριο ανταρτικών ομάδων, κάτι που αρκετά νωρίς έγινε αντιληπτό από τη βουλγάρική οργάνωση. Κατά το 1905 και ιδίως το 1906 περιοχή αυτή έγινε το θέατρο ακόμη μιας πεισματώδους ελληνοβουλγαρικής αναμέτρησης. Αναγκασμένα να κινηθούν και να εγκατασταθούν σε ένα τόσο ιδιόμορφο χώρο, τα σώματα χρησιμοποιούσαν στις μετακινήσεις τους ελαφρά πλοιάρια, τις πλάβες, χωρητικότητας 2 έως 4 ανδρών. Για καταλύματα έφτιαχναν καλύβες από καλαμιές, κορμούς δέντρων και λάσπη, οι οποίες στηρίζονταν στο βυθό της λίμνης με πασσάλους. Γύρω από την καλύβα με τα ίδια υλικά κατασκεύαζαν αμυντικά αναχώματα. Η στενότητα των υδάτινων διόδων, το πλάτος των οποίων χωρούσε μόνο μία πλάβα, δεν επέτρεπε την ανάπτυξη «ευρέος μετώπου» κατά των καλυβιών και καθιστούσε την προσβολή τους ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη.

Εκπαίδευση των ανταρτών

Στην προσπάθεια τους να αποφύγουν τις προδοσίες και τις συγκρούσεις με τον στρατό, οι άνδρες των σωμάτων υποχρεώθηκαν να τρόπους κινήσεως που παραδοσιακά χρησιμοποιούσαν οι τοπικοί ληστές. Συνήθισαν έτσι, όχι χωρίς δυσκολία, να πεζοπορούν πολλές ώρες υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες προκειμένου να βρουν ασφαλές μέρος για να καταλύσουν, να αλλάζουν συνεχώς τόπο διαμονής και κυρίως να κινούνται αποκλειστικά τη νύχτα, λαμβάνοντας εξαιρετικά μέτρα προφυλάξεως. Η νύχτα, ωστόσο, δεν ήταν κατάλληλη μόνο για πορείες αλλά και για διενέργεια επιθέσεων στα χωριά, καθώς μεγιστοποιούσε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και δυσχέραινε την καταδίωξη του στρατού.

Η όλη επιχείρηση της προσβολής των χωριών σπάνια διαρκούσε μεγάλο διάστημα. Ο κίνδυνος εμφανίσεως τουρκικών αποσπασμάτων ή βουλγάρικων ενισχύσεων επέβαλλε τη συντομότερη δυνατή αποχώρηση. Αρκετά συχνή ήταν και η συνεργασία των ομάδων μιας ευρύτερης περιοχής προκειμένου να προσβληθεί χωριό όπου βρισκόταν μεγάλος αριθμός κομιτατζήδων. Οι ακρότητες που σημειώνονταν σε ορισμένες επιθέσεις οφείλονταν σε αποφάσεις των αρχηγών των σωμάτων, παρά τις αντίθετες οδηγίες που έπαιρναν από τους οργανωτές του Αγώνα. Επιπλέον, τα περισσότερα ατοπήματα διεπράχθησαν κυρίως από συνεργαζόμενους ληστές και ιδιώτες οπλαρχηγούς, που δεν κατόρθωναν πάντοτε να εφαρμόζουν τον «πολιτικό» τρόπο δράσης που τους υποδεικνυόταν. Με δεδομένη όμως την απρόσκοπτη τρομοκρατική δράση της βουλγάρικης οργανώσεως επί σειρά ετών, η λογική των αντιποίνων ήταν αναπόφευκτη.

Στρατιώτες του Μακεδονικού Αγώνα

Ιδιαίτερα σημαντικό όμως για τη φύση και τους σκοπούς του ελληνικού Αγώνα ήταν το ζήτημα της συμμετοχής σ’ αυτόν των εντοπίων πατριαρχικών, καθώς η παρουσία τους στα ελληνικά σώματα θα αποτελούσε την πλέον πειστική απόδειξη του ελληνικού φρονήματος τους, ανατρέποντας την αντίθετη αντίληψη που προσπαθούσε να επιβάλλει στην Ευρώπη, όχι χωρίς επιτυχία, η βουλγαρική πλευρά. Πέρα από αυτούς τους εθνικούς λόγους, και καθαρά στρατιωτικές προτεραιότητες συνηγορούσαν προς την ίδια κατεύθυνση. Οι εντόπιοι, γνωρίζοντας άριστα τις περιοχές όπου δρούσαν, θα είχαν τη δυνατότητα ύστερα από αποτυχημένες συμπλοκές να αποσύρονται στις εστίες τους και να ανασυγκροτούνται σε ευθετότερο χρόνο. Από την άλλη μεριά, οι οπλαρχηγοί που προέρχονταν από την ελεύθερη Ελλάδα διέπρατταν σοβαρά λάθη τακτικής: παρέμεναν πολλές μέρες μέσα στα ίδια πατριαρχικά χωριά, με αποτέλεσμα να προδίδονται, να εμπλέκονται σε άσκοπες συγκρούσεις και να εκθέτουν παράλληλα και τα χωριά σε αντίποινα. Επεδείκνυαν βιασύνη στις επιχειρήσεις τους, δεν πραγματοποιούσαν συστηματικές κατοπτεύσεις του χώρου, ενώ η άγνοια του εντοπίου ιδιώματος και της τοπικής ψυχολογίας δημιουργούσε επιπρόσθετα προβλήματα.

Σχέδια δράσης του Μακεδονικού Αγώνα

Όμως η πιεστική ανάγκη για τη συγκρότηση σωμάτων οδήγησε σύντομα το Προξενείο Θεσσαλονίκης στη χρησιμοποίηση ανδρών και οπλαρχηγών από την Ελλάδα, καθώς και παλαιών ληστών για την επάνδρωση τους. Οι τελευταίοι αποτελούσαν το μοναδικό σώμα οπλοφόρων στη Μακεδονία, το οποίο συνδύαζε τη γνώση του τόπου με αυτήν της ανταρτικής ζωής. Η εκτίμηση του Κωνσταντίνου Μαζαράκη-Αινιάν ότι η κίνηση αυτή «ήτο σφάλμα», επιδή «επαγγελματίαι αντάρται και τινές ληστές … ήτο αδύνατο να προσαρμοσθώσι εις το έργο του εθνικού αποστόλου» δεν αναιρεί και την αναγκαιότητα της, τουλάχιστον κατά το αρχικό στάδιο του Αγώνα. Η «απροσάρμοστη» αυτή συμπεριφορά ληστών είχε αποτέλεσμα την απόρριψη από το Προξενείο Θεσσαλονίκης της χρησιμοποίησης τους ως αρχηγών ανταρτικών ομάδων. Τη σκυτάλη του Αγώνα θα έπαιρναν πλέον οι αξιωματικού του ελληνικού στρατού. Τα σώματα στο εξής αποτελούνταν από εντόπιους και άνδρες από το ελληνικό κράτος. Με τον τρόπο αυτό θα αξιοποιούνταν η πείρα των εντόπιων, θα επιβαλλόταν η πειθαρχία και, το κυριότερο, θα διεκπεραιωνόταν από την ηγεσία των αξιωματικών επιτυχώς το «πολιτικό σκέλος» του Αγώνα.

Όπως είναι φυσικό, η απουσία ενιαίας διευθύνσεως του Αγώνα καθιστούσε την εκπόνηση γενικότερων επιτελικών σχεδίων προβληματική και την πραγματοποίηση τους αμφίβολη. Ωστόσο, δεν έλειψαν τέτοιου είδους σχέδια, τα οποία αποσκοπούσαν σε μια πλησιέστερη έκφραση των ελληνικών στρατηγικών επιδιώξεων σε επί μέρους περιοχές ή και στο σύνολο της Μακεδονίας. Ήδη από το 1904 ο Πρόξενος Δημήτριος Καλλέργης πρότεινε στο Υπουργείο Εξωτερικών να επικεντρωθεί ο Αγώνας στο βιλαέτι του Μοναστηρίου, με τη δημιουργία σωμάτων από εντόπιους και Κρήτες. Αρκετά διαφορετικό, ως προς το εύρος του και τις προτεραιότητες που έθετε, ήταν το σχέδιο που εκπόνησε ο Νικόλαος Κοντογούρης, στις αρχές του 1905. Κατά τον Κοντογούρη ήταν ζωτικής σημασίας η εδραίωση της ελληνικής άμυνας κυρίως σε βορειότερες περιοχές, στο όρο Περιστέρι και κυρίως στο Μορίχοβο. Παρ’ ότι η άμεση εφαρμογή του σχεδίου αυτού θεωρήθηκε εξαιρετικά δύσκολη ακόμα και από το συντάκτη του, τα πλεονεκτήματα από την υλοποίηση του θα ήταν αναμφίβολα σημαντικά.

Το πληρέστερο, όμως, επιτελικό σχέδιο που εκπονήθηκε ήταν αυτό που επεξεργάστηκε ο Μαζαράκης, ασφαλώς σε στενή συνεργασία με τον Κορομηλά, στα τέλη του 1904 και αναφερόταν στο σύνολο της Μακεδονίας. Ως επίκεντρο της ελληνικής δράσεως οριζόταν η περιοχή που περικλειόταν από τους άξονες Καστοριάς-Βερμίου-Βέροιας, στο Νότο, και Αχρίδος-Μαριάνσκας-Μπέλες στο Βορρά, μέχρι τη Στρώμνιτσα και το Πετρίτσι. Για την αποτελεσματική κάλυψη του χώρου αυτού υπογραμμιζόταν η αναγκαιότητα του ελέγχου περιοχών όπως το Μορίχοβο και η Αλμωπία, στις οποίες θα εγκαθίσταντο τα τρία, και μεγαλύτερα, από τα δέκα σώματα που προέβλεπε το σχέδιο. Την άνοιξη του επόμενου έτους τα σώματα και οι αρχηγοί που αναφέρονταν στο σχέδιο του Μαζαράκη εισήλθαν στα Μακεδονικά εδάφη, επιτρέποντας έτσι τη υπόθεση ότι είχε γίνει αποδεκτό, έστω και διστακτικά, από την κυβέρνηση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τους γενικούς στρατηγικούς στόχους του.

Χρόνος και τρόπος δράσης

Η επισήμανση του Κορομηλά, ότι η μεγάλη κατανάλωση φυσιγγίων γινόταν κυρίως τους μήνες μετά τον Απρίλιο, υποδηλώνει και το διάστημα κατά το οποίο κορυφωνόταν η δράση των σωμάτων. Πράγματι, οι ελληνικές ομάδες δεν είχαν τη δυνατότητα να περνούν το χειμώνα μέσα στα χωριά, γεγονός που τις εξανάγκαζε να περιστέλλουν τις ενέργειες τους κατά τους χειμερινούς μήνες ή και να αποσύρονται στις ασφαλέστερες, ελληνόφωνες περιοχές στο Νότο. Εξάλλου αστάθμητοι παράγοντες, όπως βαριές απώλειες ύστερα από συγκρούσεις, συχνά επέσπευδαν την αναχώρηση τους. Για τους λόγους αυτούς φαίνεται ότι τέσσερις μήνες συνεχούς δράσης ήταν ένα όριο που λίγα σώματα κατόρθωσαν να υπερβούν.

Απολογισμός του Μακεδονικού Αγώνα

Τον Ιούλιο του 1908 ξέσπασε το κίνημα των Νεοτούρκων, ο Μακεδονικός Αγώνας έλαβε τέλος. Όλοι είχαν ελπίσει σε ένα καλύτερο ειρηνικό μέλλον με το Σύνταγμα. Η μεγάλη σημασία του Μακεδονικού Αγώνα για τον Ελληνισμό ήταν αδιαμφισβήτητη. Ο ιδιόμορφος αυτός Αγώνας άργησε να γίνει ευρύτερα γνωστός, γιατί από το χαρακτήρα του έπρεπε να μείνει κρυφός. Από το 1903 μέχρι το 1908 λίγοι ήταν εκείνοι που μπορούσαν να έχουν καθολική εποπτεία του Αγώνα που έκανε ο Ελληνισμός στη Μακεδονία για να σωθεί από τον κίνδυνο που τον απειλούσε. Στον Αγώνα αυτό η προσωπικότητα των αρχηγών έπαιξε κύριο ρόλο, γιατί ήταν Αγώνας επηρεασμού και επικρατήσεως ψυχών και όχι των όπλων. Η συμβολή των εθελοντών από την ελεύθερη Ελλάδα, ιδιαίτερα Κρητών, ήταν σημαντική, αλλά τίποτα δε θα είχε γίνει χωρίς τη θέληση και την αυτοθυσία τούτων των εντοπίων της Μακεδονίας.

Πηγή: https://www.ekdotikeathenon.gr/istopia-toy-ellhnikoy-ethnoys-p16.html

Πηγή: www.enet.gr

9 Σχόλια

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *