Ο Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912)

Ο Λορέντζος Μαβίλης (6 Σεπτεμβρίου 1860 – 28 Νοεμβρίου 1912) ήταν Επτανήσιος λυρικός ποιητής, και συνθέτης σκακιστικών προβλημάτων. Θεωρείται ο μεγαλύτερος σονετογράφος της Ελλάδας. Ο Λορέντζος Μαβίλης ήταν ένας γνήσιος ποιητής και ένας σεμνός, μετριόφρων και γενναίος χαρακτήρας που έκανε εντύπωση στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων.

Ο Λορέντζος Μαβίλης, ποιητής και στρατιώτης
Ο Λορέντζος Μαβίλης

Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε το 1860 στην Ιθάκη έχοντας όμως Ισπανική καταγωγή. Ο παππούς του, εκ πατρός, ήταν πρόξενος της Ισπανίας στην Κέρκυρα, όπου η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί. Μάλιστα εκεί πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Εξωτερικά ο Λορέντζος Μαβίλης ήταν μεγαλόσωμος με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Το 1880 αποφάσισε να πάει στην Γερμανία για να σπουδάσει φιλολογία και φιλοσοφία. Οι σπουδές του συνεχίστηκαν επί δεκατέσσερα χρόνια και μάλιστα επηρεάστηκε από τις θεωρίες του Νίτσε, την “Κριτική του Καθαρού Λόγου”, του ορθολογικού Εμμάνουελ Καντ και από την “Βουλησιαρχία” του απαισιόδοξου Αρθούρου Σοπενχάουερ. Ακόμα ασχολήθηκε με τα σανσκριτικά φιλοσοφικά κείμενα και μετέφρασε αποσπάσματα από το ινδικό έπος Μαχαμπχαράτα. Κατά την παραμονή του στη Γερμανία ασχολήθηκε με την σύνθεση λυρικών ποιημάτων (κυρίως σονέτων), και σκακιστικών προβλημάτων που δημοσιεύτηκαν σε γερμανικά έντυπα.

Η επαναστατική και πολιτική δράση του Λορέντζου Μαβίλη

Ο Μαβίλης δεν ήταν μόνο άνθρωπος του πνεύματος, αλλά και της δράσης. Φλογερός πατριώτης, συμμετείχε ενεργά στους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους. Το 1897 ο Μαβίλης συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης, πολεμώντας μαζί με τους αντάρτες στα κρητικά βουνά. Τον ίδιο χρόνο κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο συγκέντρωσε εβδομήντα Κερκυραίους εθελοντές και πήγαν να πολεμήσουν στην Ήπειρο, όπου και τραυματίστηκε στο χέρι. Τα έξοδα της εκστρατείας των εθελοντών τα κάλυπτε ο ίδιος.

Το 1909 γίνεται ο ενθουσιώδης κήρυκας του ξεσηκωμού και το 1910 εκλέγεται ως βουλευτής της Κέρκυρας. Το 1911 υπερασπίζοντας τη δημοτική γλώσσα ως αντιπρόσωπος και μέλος της Αναθεωρητικής Συνέλευσης της Κέρκυρας μέσα στην Ελληνική Βουλή είπε απευθυνόμενος στους καθαρευουσιάνους: “Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν”. (“Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής”, Β’ Αναθεωρητική Βουλή, 1911, σελ. 689, συνεδρίασις 36).

Το 1910 εκλέγεται βουλευτής Κερκύρας υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο λόγος του στη Βουλή ένα χρόνο αργότερα για το γλωσσικό ζήτημα, αποτελεί την κορύφωση των αγώνων του για τη δημοτική. Παροιμιώδης θα μείνει η φράση του «Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι», υπερασπιζόμενος την ευγένεια της δημοτικής γλώσσας.

Το τέλος του Λορέντζου Μαβίλη

Στις 28 Νοεμβρίου του 1912 γίνεται επικεφαλής του λόχου των εθελοντών Γαριβαλδινών και την επόμενη μέρα (29 Νοεμβρίου 1912) σκοτώνεται στη Μάχη του Όρους Δρίσκου κοντά στα Ιωάννινα κατά τον Πρώτο Βαλκανικό πόλεμο. Λέγεται ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την ποιήτρια Μυρτιώτισσα – κατά κόσμον Θεώνη Δρακοπούλου – (1885-1968), η οποία υπηρέτησε την ερωτική ποίηση και το ποίημά της «Τι άλλο καλέ μου» (1925) είναι αφιερωμένο στη μνήμη του. Ως φόρο τιμής στο συνολικό έργο του Μαβίλη η κεντρική πλατεία της γενέτειράς του, Ιθάκης, έχει πάρει το όνομά του.

Το Ποιητικό έργο του Λορέντζου Μαβίλη

Τα σονέτα του Μαβίλη είχαν άρτια μορφή και εξαίρετο περιεχόμενο, το οποίο πάντως χαρακτηρίζεται από ολοφάνερη απαισιοδοξία. Τα σονέτα του,τα οποία είναι δημιούργημα του Λορέντζου Μαβίλη στην Ελλάδα. με ενδεκασύλλαβους στίχους, είναι πολύ πιο επεξεργασμένα και περίτεχνα από των συγχρόνων του, (Κωστής Παλαμάς, “Πατρίδες”, 1895), και εισάγει νέα στοιχεία.

Ο Λορέντζος Μαβίλης υπήρξε ολιγογράφος ως ποιητής και διέπρεψε στο απαιτητικό είδος του σονέτου, που είχαν καλλιεργήσει οι Γάλλοι Παρνασσιστές. Ανήκε στην παράδοση της επτανησιακής σχολής, όπως διαμορφώθηκε από τον Διονύσιο Σολωμό. Στα ποιήματά του υμνεί την πατρίδα και αυτούς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης («Εις την Πατρίδα», «Πατρίδα», «Πλήρωμα Χρόνου»), εκφράζει τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του («Λήθη», «Υπεράνθρωπος», «Ελιά», «Έρωτας και Θάνατος»), τονίζει την αγάπη προς τη μητέρα («Αμίλητα», «Αφιέρωση»), την αξία της φιλίας (Στον φίλο Γ. Καλοσγούρο), τον ιδανικό έρωτα («Ανάξιο Β’», «Ψυχοφίλημα»), ενώ αφιερώνει ιδιαίτερα ποιήματα σε φίλους και συνεργάτες του (Ν. ΚογεβίναςΠολυλάς). Η απαισιοδοξία του, που είναι κατάλοιπο των επιδράσεων του Σοπεγχάουερ και της ινδικής φιλοσοφίας, δεν μπόρεσε να μαράνει τη θέρμη και τη δροσιά της ποίησής του.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο σονέτο του Φάληρο (Ιούνιος 1911), όπου για πρώτη φορά σε ελληνικό ποίημα αναφέρονται οι λέξεις αυτοκίνητοσωφέρ και μπαρ, άγνωστες μέχρι τότε στον μέσο Έλληνα. Σημαντικό είναι και το έμμετρο μεταφραστικό έργο του Μαβίλη. Γνώστης πολλών γλωσσών, μετέφρασε, μεταξύ άλλων, στα ελληνικά Σίλερ, Σέλεϊ, Βιργίλιο, Μπράουνινγκ, Φώσκολο, Μπάιρον και αποσπάσματα από το το ινδικό έπος της Μαχαμπχαράτα.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/390

Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/Λορέντζος_Μαβίλης

2 Σχόλια

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *