Ο λέσι

Ο λέσι, όπως τα περισσότερα πλάσματα της ρωσικής μυθολογίας, έμοιαζε και ντυνόταν όπως οι άνθρωποι. Μάλιστα, έπαιρνε την εμφάνιση ενός οικείου προσώπου των μελλοντικών θυμάτων του, για να τους προκαλέσει μια ψευδαίσθηση ασφαλείας. Βέβαια, κάποια μικρή λεπτομέρεια πρόδιδε την δαιμονική του φύση. Για παράδειγμα, ο μανδύας του θα ήταν κουμπωμένος στραβά, τα μάτια του παράξεnα θολά, ακόμα και άσπρα, ή μπορεί να μην είχε καθόλου φρύδια. Δεν είχε ίσκιο, ούτε άφηνε πατημασιές. Εκτός από το να αλλάζει τα χαρακτηριστικά του, ο λέσι μπορούσε να ψηλώνει ώστε να ξεπερνά τις δενδροκορφές ή να μικραίνει τόσο ώστε να κρύβεται κάτω από ένα μανιτάρι ή μια λόγχη γρασιδιού.

Ο λέσι
Ο λέσι επιτίθεται σε ανθρώπους

Το δέρμα του παραμορφωνόταν σαν το φλοιό των δένδρων, τα μαλλιά και η γενειάδα του γίνονταν πράσινα σαν το γρασίδι. Ο λέσι επίσης μπορούσε να παίρνει τη μορφή ζώου του δάσους και συγκεκριμένα της αρκούδας ή του λύκου, με τα οποία υποτίθεται πως είχε στενή συγγένεια. Μπορούσε να κράζει, να βρυχάται, να ουρλιάζει, όπως τα πουλιά και τα θηρία, να βγάζει άγρια ξεσπάσματα γέλιου ή ανατριχιαστικά τσιρίγματα και να χτυπά τα χέρια δυνατά. Εικονογραφικές επιρροές μπορούν να εντοπιστούν σε κάποιες περιγραφές του λέσι, που τον παρουσιάζουν με απεριποίητο σώμα, σχιστές οπλές, ουρά και κέρατα (χρυσά στην περίπτωση του τσάρου λέσι).

Στο δάσος ο λέσι ήταν κύριος όλης της πανίδας και της χλωρίδας και καθόριζε την επιτυχία ή την αποτυχία του κυνηγιού. Επειδή ήταν απαραίτητο να ισοζυγιάζονται οι κίνδυνοι του δάσους, αληθινοί και φανταστικοί, με τα πολλά πλεονεκτήματα που απέρρεαν από την εκμετάλλευση του πλούτου του, αναπτύχθηκαν κανόνες συμπεριφοράς για τη προστασία εκείνων που δούλευαν σε αυτό και για τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ ανθρώπων και πνευμάτων. Έτσι, καλό ήταν οι άνθρωποι να αποφεύγουν το σφύριγμα, τις βρισιές, τους θορύβους, τη σκόπιμη καταστροφή λουλουδιών και δένδρων, το κυνήγι κατά τη διάρκεια ορισμένων θρησκευτικών εορτών και τα λοιπά.

Από την άλλη μεριά, λαμβάνονταν προστατευτικά μέτρα κατά του λέσι, όπως το να κάνει κανείς το σημίο του σταυρού, να ψιθυρίζει μια προσευχή ή ένα ξόρκι και να φορά ανάποδα τα ρούχα του ή να ξαναβαδίζει ανάστροφα πάνω στις πατημασιές του προς την έξοδο του δάσους. Η αναστροφή του κανονικού, μπρος-πίσω, πάνω-κάτω, αριστερά-δεξιά, ήταν όλα σημάδια του υπερφυσικού στη ρωσική παράδοση.

Υπήρχε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά του λέσι που συνδεόταν περισσότερο από οποιοαδήποτε άλλη με την απρόβλεπτη φύση του δάσους, την οποία οι χωρικού φοβούνταν πολύ. Πρόκειται για την ικανότητα του να παραπλανά ανθρώπους και ζώα, αφαιρώντας οδοδείκτες και σβήνοντας μονοπάτια, κα να αναγκάζει τους ανθρώπους να περιστρέφονται σε κύκλους μέχρι που έπεφταν νεκροί από την εξάντληση και την πείνα ή έπεφταν σε φαράγγια ή βάλτους.

Οι βοσκοί, που στη βόρεια Ρωσία ακόμα και σήμερα αφήνουν τα ζωντανά να περιφέρονται ελεύθερα σε αναζήτηση χορταριού στα ξέφωτα του δάσους, ήταν υποχρεωμένοι να συνάπτουν μια συμφωνία για παν ενδεχόμενο με τον κύριο του δάσους. Πράγματι, ο ρόλος των βοσκών ως μεσολαβητών μεταξύ του κόσμου μας και του «άλλου» κόσμου των πνευμάτων, ήταν σχεδόν ιερός.

Ένα ξόρκι για του Αγίου Γεωργίου επικαλείται τον βοσκό τυλιγμένο με φως και ντυμένο με μια λαμπρή αμφίεση ως ιερό υπερασπιστή των «γλυκών πλασμάτων» των χωρικών. Σε ένα σταυροδρόμι στο δάσος ο βοσκός μπορεί να ρωτήσει τον λέσι τι ζητά για να του εξασφαλίζει τη επιστροφή των ζωντανών του το βράδυ, και να του αφήνει δώρα: ένα αβγό, και μάλιστα κοκκινοβαμμένο, ή μια φέτα ψωμί πασπαλισμένη με αλάτι, το παραδοσιακό ρωσικό σύμβολο της φιλοξενίας.

Περισσότερο όμως από την απώλεια των ζωντανών φοβούνταν οι άνθρωποι για την απαγωγή των ιδίων. Η κλοπή αβάπτιστων μωρών ή μωρών που τα άφηναν οι μητέρες τους χωρίς επιτήρηση κοντά στο δάσος, ενόσω δούλευαν στους αγρούς, η αποπλάνηση μικρών παιδιών με ξηρούς καρπούς ή εξωτικά φρούτα από έναν γεροντάκο που έμοιαζε ακριβώς όπως ο παππούς τους, η απαγωγή νεαρών γυναικών, η πρόταση σε έναν κακόμοιρο χωρικό, που άργησε να γυρίσει από το παζάρι, να διανυκτερεύσει στο σπίτι κάποιου ξένου, ο οποίος αργότερα τον σκότωσε στο βαθύτερο σημείο του δάσους, η απώλεια προσανατολισμού και ο πνιγμός στον βάλτο ενός μεθυσμένου χωρικού καθώς επέστρεφε από τον μύλο είναι μερικές χαρακτηριστικές ιστορίες που λέγονταν για τον λέσι.

Οι ξαφνικές εμφανίσεις και εξαφανίσεις του λέσι συνδέονταν με τους δυνατούς ανέμους. Στην επαρχία του Αρχάγγελου λεγόταν ότι μέσα στη θύελλα ο λέσι χόρευε με τη γυναίκα του. Καβαλίκευε πάνω στην πλάτη ενός θυελλώδους ανέμου, παρασέρνοντας μαζί του τους άτυχους περαστικούς και ξαναφήνοντας τους στη γη πολλά χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους.

Λεγόταν ότι ο λέσι είχε οικογένεια και ζούσε όπως οι περισσότεροι κοινοί θνητοί. Πολλά παραμύθια του αναφέρονται στην ανάγκη του να επικοινωνεί με τον κόσμο των ανθρώπων κατά καιρούς. Όταν η γυναίκα του ήταν ετοιμόγεννη, οι υπηρεσίες μιας μαμής ήταν απαραίτητες. Η ανάγκη όμως για ανθρώπινη συντροφιά είχε και μια σκοτεινή πλευρά. Σε αντίθεση με τον ντομοβόι, ο λέσι είχε ανταγωνιστική σχέση με τους ανθρώπους, εκτός να πειθόταν για το αντίθετο.

Αναζητούσε ανθρώπινες ψυχές να κατοικήσουν στο δικό του λυκαυγές βασίλειο. Σύμφωνα με μια δοξασία των χωρικών, οι ψυχές όσων πέθαναν στο δάσος χωρίς να έχουν εξομολογηθεί και λάβει άφεση αμαρτιών ήταν αναγκασμένες να περιφέρονται εκεί μέχρι τη λήξη του δικού τους θεόσταλτου χρόνου στη γη. Γενικά, υπάρχουν πολλοί δεσμοί μεταξύ του δάσους, του κυρίου πνεύματος και του θανάτου. Οι αρχαίοι Σλάβοι έθαβαν τους νεκρούς τους σε συστάδες δέντρων. Ήταν μια πρακτική που συνεχίστηκε μέχρι τον 19ο αιώνα σε σεβασμό προς τους αυτόχειρες και τα αβάπτιστα μωρά, που συχνά θάβονταν στο δάσος σε κοινούς τάφους.