Ο Κωνσταντίνος Θ’, ο οποίος βρέθηκε από την απομόνωση της εξορίας, όπου τον είχε στείλει ο προηγούμενος αυτοκράτορας, Μιχαήλ Ε’, στον αυτοκρατορικό θρόνο να συμβασιλεύει με δύο γηραίες αυτοκράτειρες (Ζωή και Θεοδώρα), καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Κατά τον Ζωναρά, ο Κωνσταντίνος Θ’, ο επονομαζόμενος Μονομάχος, υπήρξε «την ώραν υπέρλαμπρος», ωραίος σαν τον Αχιλλέα, χωρίς όμως να διαθέτει και κάποια από τις αρετές του ομηρικού ήρωα.
Υπήρξε άνθρωπος εύθυμος, ομιλιτικός, εκλεπτυσμένος, ευγενικός και συμπαθητικός. Αγαπούσε τις χαρές και τις απολαύσεις της ζωής και διακατεχόταν από την διακαή επιθυμία να ζήσει «βίον φιλήδονον και απολαυστικόν». Προκειμέμου να πραγματοποιήσει αυτές τις επιθυμίες του κατασπατάλησε δημόσιο χρήμα με πλήρη ασυνειδησία. Συγχρόνως διασπάθισε δημόσιο χρήμα σε γενναίες παροχές προς τους ευνομούμενους και τις ευνομούμενες. Αντιπαθούσε την στρατιωτική ζωή εφαρμόζοντας συστηματικά αντιστρατιωτική πολιτική.
Από την άλλη πλευρά ο αυτοκράτορας αυτός οτου Βυζαντίου ενδιαφερόταν για τα Γράμματα και τις Τέχνες και γι’ αυτό κατά την εποχή του αναδιοργανώθηκε το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και ιδρύθηκε η περίφημη Νομική Σχολή ή Σχολή των Μαγγάνων (1049). Η Σχολή αυτή περιελάμβανε δύο τμήματα: α) Το νομικό τμήμα, του οποίου ο προϊστάμενος ονομαζόταν «νομοφύλαξ». Αποστολή του τμήματος αυτού ήταν η μελέτη του Δικαίου και η ερμηνεία των Νόμων. β) Το φιλοσοφικό τμήμα το οποίο χωριζόταν σε δύο κύκλους σπουδών. Στον πρώτο κύκλο, διδασκόταν η γραμματική, η ρητορική και η διαλεκτική. Στον δεύτερο κύκλο η αριθμητική, η γεωμετρία, η μουσική και η αστρονομία. Η φιλοσοφία διδασκόταν και στους δύο κύκλους. Τη Νομική Σχολή διηύθυνε ως «νομοφύλαξ» ο μετέπειτα Πατριάρχης, Ιωάννης Ξιφιλίνος, ένας από τους αξιολογότερους λογίους του Βυζαντίου τον 11ο αιώνα.
Τη διεύθυνση της Φιλοσοφικής Σχολής ανέλαβε ο φιλόσοφος και ο ιστορικός Μιχαήλ Ψελλός, η μεγαλύτερη πνευματική φυσιογνωμία του Βυζαντίου κατά τον 11ο αιώνα. Η αναδιοργάνωση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολη ενίσχυσε την σπουδή των κλασικών γραμμάτων και της νομικής επιστήμης γεγονός που αποτέλεσε «ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά επιτεύγματα του Βυζαντίου». Η πολιτισμική ανάπτυξη του 11ου αιώνα προετοίμασε την αναγέννηση της εποχής των Κομνηνών (1081-1185). Στο πρακτικό επίπεδο το καινούργιο Πανεπιστήμιο ερχόταν να ικανοποιήσει πρακτικές ανάγκες του κράτους, εκπαιδεύοντας τους μελλοντικούς δικαστές και τους κρατικούς υπαλλήλους.
Σελτζούκοι Τούρκοι
Κατά τον 11ο αιώνα, εμφανίζονται τρεις νέοι εχθροί του Βυζαντινού Κράτους, οι Σελτζούκοι Τούρκοι στα ανατολικά σύνορα, οι Νορμανδοί στην Κάτω Ιταλία και οι Πατσινάκες ή Πετσενέγοι στην περιοχή του Δούναβη. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι ανήκαν στη φυλή των Ογούζων ή Ούζων Τούρκων, οι οποίοι ονομάζονταν αλλιώς Τουρκομάνοι.
Οι Σελτζούκοι οφείλουν το όνομά τους στο γενάρχη τους Selchuk, ο οποίος έζησε στα μέσα του 10ου αιώνα. Αρχική κοιτίδα των Ογούζων ή Ούζων Τούρκων ήταν η Μογγολία. Από εκεί (με άλλες τουρκομανικές φυλές) κινήθηκαν προς τα δυτικά και εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές γύρω από την Κασπία Θάλασσα και τη Θάλασσα του Αράλ, αρκετά κοντά στο βορειοανατολικό σύνορο του ισλαμικού κράτους των Αράβων. Η εγκατάσταση αυτή έγινε μετά τα μέσα του 8ου αιώνα. Εκεί ζούσαν νομαδική ζωή και κατά τα μέσα του δέκατου αιώνα και με αρχηγό των Selchuk ασπάστηκαν τον Μωαμεθανισμό.
Στις αρχές του 11ου αιώνα οι Σελτζούκοι Τούρκοι κατευθύνθηκαν προς τα νότια και συγκεκριμένα προς τη βορειοανατολική Περσία και το βορειοδυτικό Αφγανιστάν, περιοχές που αυτά τα χρόνια διοικούνταν από το ισλαμικό κράτος των Γασνεβιδών. Πρόκειται για μετακινήσεις νομάδων κτηνοτρόφων που συχνά έπαιρναν τη μορφή επιδρομών ατάκτων. Κινούμενοι συνεχώς προς τα δυτικά έφτασαν το 1021 στις παρυφές του βυζαντινού συνόρου.
Κατά το 1045 ο στρατηγός Βαασπρακανίας, Στέφανος Λειχούσης τρέπεται σε φυγή και πιάνεται αιχμάλωτος. Τρία χρόνια αργότερα οι Σελτζούκοι πραγματοποίησαν νέα εκστρατεία στην περιοχή της Βαασπρακανίας. Η εκστρατεία αυτή, παρά τις αρχικές επιτυχίες της (καταστροφή της Θεοδοσιούπολης και του Άρζε) κατέληξε σε δεινή ήττα των Σελτζούκων από τους Βυζαντινούς στρατηγούς Ααρών και Κατακαλών Κεκαυμένο. Στη μάχη αυτή έπεσε ο αρχηγός των Σελτζούκων Ασάν (1049).
Το 1054 ο ίδιος ο αρχηγός των Σελτζούκων Tugrul-beg, εγγονός του Selchuk ανέλαβε την αρχηγία νέας εκστρατείας κατά της Μεγάλης Αρμενίας, η οποία είχε από το 1044 προσαρτηθεί στην Αυτοκρατορία. Προσπάθησε να πολιορκήσει το Μαντζικέρτ αλλά έφυγε άπρακτος. Το 1055, ο Tugrul-beg μπήκε στην Βαγδάτη και πήρε από τον χαλίφη τον τίτλο του σουλτάνου. Έτσι ο Σελτζούκοι αναδεικνύονται νέα δύναμη στην Ανατολή, η οποία πρόκειται να απασχολήσει το Βυζάντιο τα επόμενα διακόσια περίπου χρόνια, ως την εμφάνιση των Οθωμανών Τούρκων.
Νορμανδοί
Ένας άλλος λαός που επρόκειτο να απασχολήσει το Βυζάντιο την ίδια περίπου εποχή είναι οι Νορμανδοί. Οι Νορμανδοί προέρχονταν από την Σκανδιναβία. Ήταν πολεμικός λαός. Υπήρξαν φοβεροί πειρατές. Με τις πειρατικές επιδρομές προκαλούσαν τρόμο στους κατοίκους των ακτών της Βόρειας Θάλασσας και του Ατλαντικού. Με τα γρήγορα και ελαφρά πλοία τους έφταναν ως την Ισλανδία, τη Γροιλανδία, τη Μεσόγειο και μέχρι τις ακτές της Βόρειας Αμερικής.
Μετά από πολλές επιδρομές ένας κλάδος Νορμανδών εγκαταστάθηκε στην περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας, που ονομάστηκε από αυτούς Νορμανδία. Η εγκατάσταση αυτή πραγματοποιήθηκε το 911 και επισημοποιήθηκε με συνθήκη που συνομολόγησαν με τον βασιλιά της Γαλλίας, Κάρολο Γ’ . Εκεί εκχριστιανίστηκαν και σιγά σιγά αφομοιώθηκαν σε μεγάλο ποσοστό από τους Γάλλους. Ένας άλλος κλάδος Νορμανδών κατέβηκε στη Ρωσία, όπου ίδρυσε το ρωσικό κράτος του Κιέβου.
Μεγάλες ομάδες Νορμανδών της Γαλλίας έφευγαν για να υπηρετήσουν διάφορους κύριους ως μισθοφόροι, λεηλατώντας όμως τα πάντα στον δρόμο τους. Το 1066, ένα μεγάλο μέρος των Νορμανδών της Γαλλίας με αρχηγό τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή, αποβιβάστηκε στην Αγγλία, νίκησε τους Άγγλους στη μάχη του Άστιγκς και κατέλαβε τη χώρα.
Το 1018 οι Νορμανδοί επιχείρησαν την πρώτη εκστρατεία κατά των Βυζαντινών. Όμως ηττήθηκαν από τον Βυζαντινό στρατηγό Βοιωάννη. Επακολούθησαν μερικά χρόνια ησυχίας κατά τη διάρκεια των οποίων οι Νορμανδοί υπηρέτησαν πολλούς τοπικούς άρχοντες, μεταξύ των οποίων ήταν και οι Βυζαντινοί διοικητές της Κάτω Ιταλίας.
Εν τω μεταξύ, άρχισαν να πληθύνονται με νέες μεταναστεύσεις συμπατριωτών τους, που κατέρχονταν στην Ιταλία. Το 1029, ο δούκας της Νεαπόλεως τους επέστρεψε να εγκατασταθούν ως υποτελείς στην Αβέρσα. Το 1041 κατέλαβαν την Μέλφη της Απουλίας. Οι Βυζαντινοί διοικητές απέτυχαν να ανακόψουν την προέλαση των Νορμανδών. Έτσι, οι Νορμανδοί κατόρθωσαν όχι μόνο να νικήσουν τους Βυζαντινούς διοικητές των περιοχών της Βόρειας Ιταλίας που ελέγχονταν από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά και να αναδειχθούν σε υπολογίσιμη δύναμη στην περιοχή αυτή.
Η συνεχώς αυξανόμενη δύναμη τους άρχισε να ανησυχεί και τον Πάπα Λέοντα Θ’, ο οποίος οργάνωσε αντινορμανδική συμμαχία με τη συμμετοχή των Βυζαντινών. Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν οι Νορμανδοί νίκησαν τους συμμάχους και μάλιστα σε μια μάχη που έγινε στις 17 Ιουνίου 1053 στην Απουλία συνέλαβαν αιχμάλωτο τον ίδιο τον Πάπα.
Το 1054, συνέβη το Σχίσμα των δύο Εκκλησιών. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος διαλύθηκε η αντινορμανδική συμμαχία. Οι διάδοχοι του Πάπα Λέοντα Θ’ στράφηκαν προς τους Νορμανδούς. Στη Σύνοδο της Μέλφης (23 Αυγούστου 1059) ο περίφημος Ροβέρτος Γυισκάρδος ορκίστηκε όρκο πίστης στον Πάπα Νικόλαο Β’, με αντάλλαγμα την αναγνώριση του ως δούκα της Απουλίας και της Καλαβρίας και επίδοξου δούκα της Σικελίας. Η αναγνώριση των Νορμανδών από την Εκκλησία της Ρώμης είχε καθοριστική επίδραση στην περαιτέρω κυριαρχία των Ελλήνων στην Κάτω Ιταλία. Οι Νορμανδοί με την ευλογία της Αγίας Έδρας κατακτούσαν νέα εδάφη και πόλεις.
Πατσινάκες
Ο τρίτος σημαντικός αντίπαλος που είχε να αντιμετωπίσει το Βυζάντιο κατά την εποχή του Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου ήταν οι Πατσινάκες ή Πετσενέγοι. Ήταν λαός τουρκικής καταγωγής, νομαδικός και πολεμοχαρής. Κατά την πρώιμη περίοδο του ιστορικού του βίου ήταν εγκατεστημένος στη Νότια Ρωσία, δυτικά από την Κασπία Θάλασσα, μεταξύ των ποταμών Ουράλη και Βόλγα. Από εκεί πιεζόμενοι από τους Ούζους Τούρκους αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν δυτικότερα και να εγκατασταθούν στην περιοχή βόρεια του Δούναβη, αφού απώθησαν τους Ούγγρους.
Κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα, η Βυζαντινή διπλωματία χρησιμοποιούσε συχνά τους Πατσινάκες εναντίον των Βουλγάρων, των Ούγγρων και των Ρώσων. Όμως, από τότε που ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος υπέταξε ολοκληρωτικά τη Βουλγαρία (1018) η κατάσταση ως προς τα βόρεια σύνορα του βυζαντινού κράτους άλλαξε ριζικά γιατί δεν υπήρχε πια η ενδιάμεση περιοχή που χώριζε το βυζαντινό κράτος από τις ορδές των Πατσινακών.
Την εποχή του Κωνσταντινού Θ’ το βυζαντινό κράτος ανέπτυξε σημαντική στρατιωτική και διπλωματική δράση κατά των Πατσινακών. Ένας από τους ηγέτες των Πατσινακών, ο Κεγένης, επαναστάτησε εναντίον του αρχηγού του Τυράχ, αλλά επειδή ηττήθηκε κατέφυγε με ένα μέρος των ομοφύλων του στον Κωνσταντίνο Θ’ προσφέροντας τη φιλία του και υποσχόμενος να βαπτιστεί Χριστιανός και να βοηθήσει τον αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος Θ’ δέχτηκε την ανέλπιστη συμμαχία του Κεγένη και του παραχώρησε εδάφη και τρία φρούρια στο Δούναβη. Συγχρόνως, τον κάλεσαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου του έγινε μεγαλοπρεπής υποδοχή και του απονεμήθηκε ο τίτλος του πατρικίου. Ο Κεγένης, αφού εγκαταστάθηκε στα βυζαντινά εδάφη, άρχισε επιδρομές κατά των ομοφύλων του που κατοικούσαν βόρεια του Δούναβη. Έτσι αποκορυφώθηκε ο εμφύλιος σπαραγμός ανάμεσα στους αρχηγούς αυτού του βαρβαρικού λαού.
Το ν Δεκέμβριο του 1048, ο ηγεμόνας των Πατσινακών Τυράχ, επωφελούμενος από την «αποκρυστάλλωση» (πάγωμα) του ποταμού Δούναβη πέρασε τον ποταμό και άρχισε τη λεηλασία και την καταστροφή της Μυσίας. Τότε τα στρατεύματα των θεμάτων Βουλγαρίας και Μακεδονίας μαζί με τον Κεγένη και τους συμπολεμιστές του κατανίκησαν τους επιδρομείς. Ο ίδιος ο Τυράχ συνελήφθη αιχμάλωτος μαζί με δεκάδες χιλιάδες συμπολεμιστές του. Οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου βαπτίστηκε Χριστιανός και έτυχε μεγάλων τιμών και αξιωμάτων.
Εν τω μεταξύ ο αιμοχαρής Κεγένης πρότεινε καθολική σφαγή των αντιπάλων του, αλλά οι Βυζαντινοί θεώρησαν μια τέτοια πράξη βαρβαρική και ανόσια και προτίμησαν να τους εγκαταστήσουν στις έρημες πεδιάδες της Βουλγαρίας, της Σαρδικής, της Ναϊσσού και της Ευτζαπέλου. Πολλούς Πατσινάκες χρησιμοποίησε η αυτοκρατορία ως μισθοφόρους στη Μικρά Ασία κατά των Σελτζούκων Τούρκων.
Οι παραπάνω επιτυχίες των Βυζαντινών δεν κατάφεραν να αποσοβήσουν τη νέα διάβαση των Πατσινακών νότια από το Δούναβη σε πλουσιότερες περιφέρειες. Ο Κωνσταντίνος Θ’ αντιλήφθηκε τη σημασία του από Βορρά κινδύνου και προσπάθησε να τον αποτρέψει. Έστειλε τότε εναντίον των ενωμένων τώρα Πατσινακών πολυάριθμο στρατό επικεφαλής του οποίου ήταν ονομαστοί στρατηγοί. Οι Βυζαντινοί παρά τις αρχικές τους επιτυχίες δεν κατάφεραν τελικά να τους αναχαιτίσουν για δύο λόγους: α) ο αριθμός τους ήταν αρκετά μεγάλος (800.000 περίπου) και β) έλειπε από τους βυζαντινούς η ενιαία καλή διοίκηση. Στις τρεις μάχες που έγιναν στη Διάμπολη και στο Διακενέ το 1049 και στην Αδριανούπολη το 1050 τα βυζαντινά στρατεύματα έπαθαν βαριές απώλειες. Τελικά το 1053 ο Κωνσταντίνος Θ’ αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη έναντι χρηματικών χορηγιών και απονομής τιμητικών τίτλων στους πιο εξέχοντες ηγέτες των Πατσινακών.