Στις 3 Ιουλίου 1826 ο Κιουταχής με 10.000 πεζούς και 20 πυροβόλα στρατοπέδευσε κοντά στην Αθήνα, στα Πατήσια, και άρχισε τον αποκλεισμό της. Τη νύχτα της ίδιας μέρας έφθασε από τη Σαλαμίνα ο Ν. Ζαχαρίτσας με 150 άνδρες και εγκαρδίωσε τους υπερασπιστές της πόλης. Οι δυνάμεις των Ελλήνων ήταν μικρές, 1.400 περίπου ένοπλοι, αλλά φλογίζονταν από το παράδειγμα των αθανάτων του Μεσολογγίου, όπως γράφουν στην προκήρυξη τους της 28ης Ιουνίου με την οποία διακήρυτταν την απόφαση τους να πολεμήσουν ως την έσχατη πνοή.
Στις 11 Ιουλίου μπήκαν στην Αθήνα και κατέλαβαν τον λόφο του Μουσείου στρατιωτικά τμήματα του Ομέρ πασά της Εύβοιας. Ο Γκούρας όμως κινήθηκε εναντίον τους και τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τη θέση αυτή. Όλος σχεδόν ο Ιούλιος πέρασε με ακροβολισμούς, πυροβολισμούς και μερικές αιφνιδιαστικές εξόδους των πολιορκημένων με μεγαλύτερες απώλειες των αντιπάλων τους. Το πυρ όμως των εχθρικών κανονιών που είχαν αρχίσει να στήνονται από τις 15 Ιουλίου, γινόταν ολοένα και πιο πυκνό, ιδίως αφότου ο Κιουταχής έμαθε ότι ο Καραΐσκάκης διορίσθηκε αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και ότι ελληνικά στρατεύματα είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στη Σαλαμίνα και την Ελευσίνα. Βιαζόταν να καταλάβει την Αθήνα, πριν οι Έλληνες ανασυνταχθούν και οργανώσουν στρατόπεδα έξω από αυτή. Ο ίδιος ο Κιουταχής έφθασε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου.
Εκείνες τις μέρες οι πρόσφυγες στο Ναύπλιο και αγωνιστές Θεσσαλοί, Μακεδόνες και Θράκες ενώθηκαν και σχημάτισαν ξεχωριστό σώμα με δική τους σημαία, επάνω στην οποία ήταν γραμμένες οι λέξεις «Μακεδονο-Θετταλο-Θρακικόν». Το σώμα αυτό χωρίσθηκε σε λόχους και λοχαγούς Μακεδόνες κατά μίμηση του συγκροτήθηκαν και άλλα δύο σώματα, η «φάλαγξ των Επτανησίων» και η «Ιόνιος φάλαγξ». Συνολικά οι «φάλαγγες» αυτές αριθμούσαν 1.500 άνδρες, ενθουσιώδεις. Ο Καραϊσκάκης ήλθε τότε σε επαφή με τους Μακεδόνες και τους έπεισε -με μόνη την υπόσχεση να τους εξασφαλίσει τροφή- να εκστρατεύσουν μαζί του στη Ρούμελη. Οι άλλες δύο φάλαγγες ακολούθησαν τον Νικήτα Σταματελόπουλο.
Ο Καραϊσκάκης είχε αρχίσει να επιβάλλεται και να αναγνωρίζεται ότι ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Κιουταχή και να σώσει τη Ακρόπολη. Τότε ο πρόεδρος της κυβέρνησης Ανδρέας Ζαΐμης, ρίχνοντας στη λήθη τα όσα είχε πάθει κατά την εισβολή των ρουμελιώτικων στρατευμάτων στην Πελοπόννησο, προθυμοποιήθηκε να τον διορίσει γενικό αρχηγό των στρατευμάτων της Ανατολικής Στερεάς και υποσχέθηκε να τον στηρίξει με όλες τις δυνάμεις του. Ο Καραϊσκάκης ζήτησε μόνο τροφές και πολεμοφόδια. Έτσι ικανοποιημένος ξεκίνησε για το Ναύπλιο στις 20 Ιουλίου μαζί με τον Νάκο Πανουργιά, τον Κωνσταντίνο Βέρη, τον Γιαννάκη Φραγκίστα, τον αδελφό του Οδυσσέα Γιαννάκη και άλλους επιστήθιους φίλους του , 600 άνδρες συνολικά, και πήγε στη Σαλαμίνα.
Στις 28 Ιουλίου ο Καραϊσκάκης έφυγε από τη Σαλαμίνα και ήλθε στην Ελευσίνα. Εν τω μεταξύ η κυβέρνηση έστειλε και τον Γάλλο φιλέλληνα Φαβιέρο με τον τακτικό στρατό του να αναλάβει δράση κατά του εχθρού. Για να μην δημιουργηθούν δυσαρέσκειες μεταξύ των αρχηγών η κυβέρνηση συνέστησε τον Καραϊσκάκη να συσκέπτεται με τον Φαβιέρο. Οι ελληνικές δυνάμεις στρατοπέδευσαν στις 5 Αυγούστου στο Χαϊδάρι. Στις 6 Αυγούστου, οι Έλληνες, πολεμώντας γενναία και συναγωνιζόμενοι τακτικοί και άτακτοι, απέκρουσαν τις επιθέσεις του εχθρού και τον απώθησαν ως τα ταμπούρια του. Στη μάχη διακρίθηκαν οι Γάλλοι φιλέλληνες του Φαβιέρου και ο Κριεζώτης με την παλικαριά του. Η μάχη που είχε αρχίσει από το πρωί και έληξε το απόγευμα, κράτησε περισσότερο από 8 ώρες και οι απώλειες των αντιπάλων ήταν: από τους Έλληνες, άτακτοι 10 νεκροί και πολλοί πληγωμένοι, τακτικοί περισσότεροι από 20 νεκροί, από τους Τούρκους 200 άνδρες νεκροί. Επιπλέον έχασαν πολλά άλογα, 2 σημαίες και πολλά πολεμοφόδια.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών