Ο Καρλ Ότφριντ Μίλερ (γερμανικά: Karl Otfried Müller, 28 Αυγούστου 1797 – 1 Αυγούστου 1840) ή εκλατινισμένα ως Κάρολους Μίλερ, ο Σιλέσιος (Carolus Müller Silecius), ήταν Γερμανός λόγιος και κλασικιστής ο οποίος εισήγαγε την σύγχρονη μελέτη της ελληνικής μυθολογίας.
Ο Βίος του Καρλ Ότφριντ Μίλερ
Ο Καρλ Ότφριντ Μίλερ γεννήθηκε στην πόλη Μπρίεγκ της Σιλεσίας (σημερινό Μπρζεγκ στην Πολωνία) η οποία κατά την εποχή εκείνη αποτελούσε μέρος του γερμανικού βασιλείου της Πρωσίας. Ο πατέρας του ήταν ιερέας στον πρωσικό στρατό και στο οικογενειακό περιβάλλον κυριαρχούσε η ατμόσφαιρα του προτεσταντικού πιετισμού. Τα αδέρφια του ήταν ο Τζούλιους Μίλερ (Julius Müller, θεολόγος) και ο Έντουαρντ Μίλερ (Eduard Müller, φιλόλογος). Παρακολούθησε μαθήματα στο γυμνάσιο της πόλης, ενώ έλαβε την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση στο Μπρέσλαου (σημερινό Βρότσλαβ), και εν μέρει και στο Βερολίνο όπου του προξένησε το ενδιαφέρον η μελέτη της λογοτεχνίας, τέχνης και ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας υπό την επιρροή του κλασικιστή Άουγκουστ Μπεκ (August Bekk). Το 1817 εξέδοσε στα λατινικά τη διδακτορική διατριβή του με τίτλο Aegineticorum liber (Ελεύθερη Αίγινα, ή Επί της νήσου της Αιγίνης), διορίστηκε καθηγητής στο Μπρέσλαου, και το 1819 έγινε επίκουρος καθηγητής αρχαίας λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, με την ειδικότητα του να είναι στην αρχαιολογία και ιστορία της αρχαίας τέχνης. Μελέτησε βαθιά την αρχαία ελληνική τέχνη ταξιδεύοντας το καλοκαίρι του 1822 στις βιβλιοθήκες και ιδρύματα της Ολλανδίας, Αγγλίας και Γαλλίας.
Σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη κατά την εποχή του Διαφωτισμού όπου η ελληνική μυθολογία θεωρούνταν ως ένα παράδειγμα μιας παγκόσμιας θρησκείας στη γένεση της, ο Μίλερ επικεντρώθηκε σε μια ουσιοκρατικού τύπου αντιμετώπιση της η οποία στηρίζονταν στη θεωρία πως η μυθολογία αυτή ήταν το αποτέλεσμα των ανθρώπων και του χαρακτήρα τους οι οποίοι έζησαν κατά την εποχή εκείνη, ενώ σε γενικές γραμμές θεωρούσε πως ο πυρήνας του κάθε πολιτισμού παραμένει μοναδικός και αμετάβλητος, και έτσι διαφωνούσε σχετικά με την ύπαρξη επιρροής της αιγυπτιακής τέχνης στην ελληνική.
Ο Μίλερ αντιμετώπισε δυσκολίες κατά την εργασία του στο Γκέτινγκεν καθώς την περίοδο εκείνη υπήρξαν πολιτικές αναταραχές ως συνέπεια της ανάληψης των καθηκόντων του νέου βασιλιά του Ανόβερου Ερνέστου Αύγουστου Α’ το 1837, και 2 χρόνια αργότερα έφυγε από την Γερμανία, διαχειμάζοντας αρχικά στην Ιταλία και κατόπιν ταξιδεύοντας στην Ελλάδα. Εξερεύνησε τα ερείπια των αρχαίων κτισμάτων στην Αθήνα, επισκέφτηκε πολλές τοποθεσίες στην Πελοπόννησο, και τελικά κατέληξε στους Δελφούς όπου και ξεκίνησε ανασκαφές.
Προσβλήθηκε από πυρετό και πέθανε στην Αθήνα το 1840. Ο τάφος του βρίσκεται στον λόφο του Κολωνού, δίπλα από αυτόν του Γάλλου αρχαιολόγου Σαρλ Λενορμάν. Η επιτύμβια στήλη του μνήματος του Μίλερ, που φέρει ανθέμιο στο ύφος των αρχαίων ταφικών μνημείων, είναι έργο του Χριστιανού Χάνσεν και έχει χαραγμένη την επιγραφή: ΚΑΡΟΛΟΣ ΟΔΟΦΡΗΔΟΣ ΜΥΛΛΕΡΟΣ, ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΕΝ ΒΡΙΓΗΙ ΤΗΣ ΣΙΛΕΣΙΑΣ, ΕΤΕΙ ,ΑΨΗΖ’, ΑΠΕΘΑΝΕΝ ΑΘΗΝΗΣΙΝ, ΕΤΕΙ ,ΑΩΜ’, ΙΟΥΛΙΟΥ Κ.
Το έργο Καρλ Ότφριντ Μίλερ
Ο στόχος του Μίλερ ήταν να δημιουργήσει μια λεπτομερή περιγραφή της ελληνικής ζωής στο σύνολο της και επιθυμούσε να καταγράψει τα αποτελέσματα των πολυετών ερευνών του στο magnum opus του με τίτλο Geschichten hellenischen Stämme und Städte (Ιστορία των ελληνικών φυλών και πόλεων). Ωστόσο, από το φιλόδοξο αυτό έργο αυτό κατόρθωσε να συγγράψει μόνο 2 τόμους, τον Orchomenos und die Minyer (Ορχομενός και Μινύες, 1820) και τον Die Dorier (Οι Δωριείς, 1824), ο οποίος περιέχει και την έρευνα του με τίτλο Über die Makedonier (Σχετικά με τους Μακεδόνες) στην οποία ασχολήθηκε με τους οικισμούς, καταγωγή και πρώιμη ιστορία των Μακεδόνων. Ο Μίλερ είχε την πεποίθηση πως το πολίτευμα της δημοκρατίας ευνοεί τη μεγάλη μάζα και μισεί τις διαφοροποιήσεις. Παράλληλα, καθιέρωσε ένα νέο επίπεδο ως προς την χαρτογραφική ακρίβεια των τοποθεσιών της αρχαίας Ελλάδας, ενώ το 1828 συνέγραψε μια μελέτη σχετικά με τις Ετρουσκικές αρχαιότητες με τίτλο Die Etrusker (Οι Ετρούσκοι).
Η πραγματεία του με τίτλο Prolegomena zu einer wissenschaftlichen Mythologie (Προλεγόμενα στην επιστημονική μυθολογία, 1825), έθεσε τις βάσεις για την επιστημονική μελέτη των μύθων διασταυρώνοντας τους με τις λογοτεχνικές και ιστορικές πηγές καθώς και μελετώντας τις διαφοροποιήσεις που μπορεί να εισήχθηκαν από τους συγγραφείς και ποιητές όπως ο Όμηρος και ο Ησίοδος. Επιπλέον ασχολήθηκε με τη μελέτη της αρχαίας τέχνης στο Handbuch der Archäologie der Kunst (Εγχειρίδιο αρχαιολογίας της τέχνης, 1830) και το Denkmäler der alten Kunst (Μνημεία της αρχαίας τέχνης, 1832), το οποίο συνέγραψε με τον ιστορικό της τέχνης Καρλ Αίστερλαϋ (Carl Oesterley). Το έργο αυτό επεκτάθηκε αργότερα και ολοκληρώθηκε από τον φιλόλογο Φρίντριχ Βίζελερ (Friedrich Wieseler).
Το 1833 μετέφρασε τις Ευμενίδες του Αισχύλου συνοδεία εκτενών εισαγωγικών σχολίων, κάτι που προκάλεσε την έντονη αντίδραση του κλασικιστή Γιόχαν Γκότφριντ Γιάκομπ Χέρμαν (Johann Gottfried Jakob Hermann) και των οπαδών του οι οποίοι του επιτέθηκαν με ιδιαίτερα αιχμηρή κριτική. Άλλες μεταφράσεις που έκανε ήταν αυτές του De lingua latina (Η λατινική γλώσσα, 1833) του Μάρκου Τερέντιου Βάρρωνα και του De significatione verborum (Η έννοια των λέξεων, 1839) του Σέξτου Πομπηίου Φέστου (Sextus Pompeius Festus).
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του εργάστηκε για τη σύνταξης της ιστορίας της αρχαιοελληνικής γραμματείας, η οποία εκδόθηκε μεταθανάτια το 1841 με τον τίτλο Geschichte der griechischen Litteratur bis auf das Zeitalter Alexanders (Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας έως την εποχή του Αλεξάνδρου). Το έργο αυτό μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στα ελληνικά πρώτα το 1867-68 και κατόπιν το 1885 ως «Ιστορία της ελληνικής φιλολογίας».
Οι μέλετες του Μίλερ είχαν άμεση επίδραση στη διαμόρφωση και προώθηση της αρχαιολογίας ως επιστημονικού αντικειμένου στο νεοσύστατο ελληνικό πανεπιστήμιο. Ο πρώτος καθηγητής της έδρας, το 1837, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (τότε Οθώνειον) Λουδοβίκος Ρος συνέγραψε το σύγγραμμά του, Εγχειρίδιον της αρχαιολογίας των τεχνών (1841), ως διασκευή της ομότιτλης μελέτης του 1830 του Μίλερ. Η αποδοχή του Μίλερ από την ελληνική κοινωνία της εποχής ήταν καθολική και αφορούσε τόσο τον επιστήμονα, όσο και τον άνθρωπο: ο αιφνίδιος θάνατός του λίγους μήνες αφότου είχε πατήσει το πόδι του στη Ελλάδα, τον ανύψωσε άμεσα σε μια από τις σπουδαίες μορφές στο πάνθεον του φιλελληνισμού.