Ελληνικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί

Οι ελληνικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί ναών είναι ο δωρικός και ο ιωνικός. Στη μνημειακότητα του δωρικού ρυθμού ο ιωνικός ρυθμός αντέταξε μια μεγαλύτερη ποικιλία στις λεπτομέρειες ώστε η εντύπωση του πλούτου να του δίνει κάποιο τρόπο επιβολής. Όπως στο δωρικό έτσι και στον ιωνικό ρυθμό πιθανόν να προηγήθηκε η ξύλινη αρχιτεκτονική. Με μεγάλη δυσκολία μπορούμε να αντικαταστήσουμε την ανωδομή του ιωνικού κτιρίου στην πρώιμη αυτή περίοδο.

Ελληνικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί
Μέρη του δωρικού και του ιωνικού ρυθμού καθ’ ύψος

Κατά τον 7οπ.Χ. αιώνα οι κατασκευές των οικοδομημάτων εξακολουθούν να είναι ευτελείς, όπως και την προηγούμενη περίοδο, την γεωμετρική εποχή. Στο Θέρμο της Αιτωλίας, ο ναός του Απόλλωνα του 7ου π.Χ. αιώνα είναι ένα στενόμακρό ορθογώνιο κτίριο που αποτελείται από σηκό και οπισθόδομο, ο οποίος έχει δύο κίονες ανάμεσα στους πλαϊνούς τοίχους και κατά μήκος του κεντρικού άξονα του κτιρίου. Τον κεντρικό άξονα του κτιρίου ακολουθεί επίσης και η εσωτερική κιονοστοιχία του σηκού, διαιρώντας τον στα δύο, πράγμα που αποτελεί κατάλοιπο της γεωμετρικής αρχιτεκτονικής.

Στη θέση του Ηραίου της Ολυμπίας του 600π.Χ., του οποίου τα λείψανα σώζονται μέχρι σήμερα στο χώρο της αρχαίας Ολυμπίας, πιστευόταν ότι παλαιότερα υπήρχε και άλλος προγενέστερος ναός της ίδιας θεότητας. Η κάτοψη του δείχνει ότι ήταν ένα στενόμακρο ορθογώνιο οικοδόμημα με πρόναο και οπισθόδομο, που περιβαλλόταν από κιονοστοιχία. Η κεντρική κιονοστοιχία που υπήρχε στο εσωτερικό του σηκού παλαιότερων οικοδομημάτων έχει παραχωρήσει τη θέση της σε δύο σειρές ημικιόνων και κιόνων εναλλάξ, που βρίσκονται πολύ κοντά στους τοίχους του σηκού, ώστε ο χώρος να είναι ενιαίος. Ήταν ένα δωρικό οικοδόμημα με λίθινο τοιχοβάτη και ξύλινο πιθανότατα θριγκό.

Με το ναό της Ήρας στην Ολυμπία έχει αποκρυσταλλωθεί ήδη από τις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα η κανονική κάτοψη ενός αρχαίου ελληνικού ναού: πρόναος με δύο κίονες ανάμεσα στις παραστάδες. Το οικοδόμημα περιβάλλεται από κιονοστοιχία, την περίσταση ή πτερό, που όταν είναι απλή το οικοδόμημα ονομάζεται απλά περίπτερο, και όταν είναι διπλή, δίπτερο, τριπλή τέλος τρίπτερο.

Δίπτερα και τρίπτερα οικοδομήματα απαντούν στην Ιωνία κυρίως, και είναι ιωνικού ρυθμού. Ψευδοδίπτερο λέγεται το οικοδόμημα στο οποίο η απλή κιονοστοιχία βρίσκεται σε τόση απόσταση από τους τοίχους του σηκού, σαν να επρόκειτο για την εξωτερική κιονοστοιχία δίπτερου οικοδομήματος.

Ο σηκός του ναού είναι η κατοικία του αγάλματος του θεού. Δεν τελούνται εδώ θρησκευτικές πράξεις. Αυτές γίνονταν στο ύπαιθρο, στο βωμό, που συνήθως βρίσκεται απέναντι από την είσοδο του ναού. και συμμετρικά σε σχέση με αυτόν. Αυτός πιθανόν ήταν ο λόγος που δεν ανοίγονταν παράθυρα στου τοίχους του σηκού του ναού. Έτσι το φως που έφθανε στο σηκό από τη θύρα της εισόδου ήταν λιγοστό. Ωστόσο οι ναοί θα φωτίζονταν και από ένα κεντρικό οπαίο που θα υπήρχε στη στέγη του σηκού.

Οι ελληνικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί έχουν περίπου τις κατόψεις που περιγράφηκαν, αν και σε πολλές περιπτώσεις ιωνικού ρυθμού ο οπισθόδομος απουσιάζει. Μεγαλύτερες διαφορές στους δύο ελληνικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς υπάρχουν στην ανωδομή. Πάνω από τα θεμέλια, που είναι υπόγεια και φτάνουν μέχρι λίγο πιο πάνω από το επίπεδο του γύρω υπαίθριου χώρου διαμορφώνεται μία απολύτως οριζόντια στρώση λίθων, η ευθυντηρία, και πάνω στην ευθυντηρία χτίζεται η κρηπίς ή το κρηπίδωμα, που αποτελείται συνήθως από τρεις βαθμίδες. Η επάνω βαθμίδα του κρηπιδώματος αποτελεί το στυλοβάτη.

Ο δωρικός κίονας πατεί απευθείας στον στυλοβάτη, χωρίς βάση, αντίθετα με τον ιωνικό κίονα που πατά πάνω σε βάση με διάφορες παραλλαγές. Ο δωρικός κίονας έχει μικρότερο αριθμό ραβδώσεων που συναντώνται σε οξείες ράχες, ενώ ο ιωνικός κίονας έχει περισσότερες ραβδώσεις με επίπεδες ράχες. Ο δωρικός κίονας είναι βραχύτερος και παχύτερος από τον ιωνικό, που δείχνει ψιλόλιγνος.

Οι δύο ελληνικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί διαφέρουν σημαντικά στο κιονόκρανο. Το δωρικό κιονόκρανο αποτελείται από τον σφαιρικό-κωνικό εχίνο κάτω από τον άβακα πάνω, που έχει σχήμα τετράγωνης πλάκας. Στο επάνω άκρο του δωρικού κίονα υπάρχουν δύο λεπτές αυλακώσεις, οι δακτύλιοι, που σχηματίζουν την εντομή ή εγκοπή, ενώ στο κάτω μέρος του εχίνου οι ιμάντες. Το τμήμα ανάμεσα στους δακτυλίους και τον εχίνο ονομάζεται υποτραχήλιο.

Στο ιωνικό κιονόκρανο υπάρχει επίσης εχίνος, ο οποίος συνήθως διακοσμείται με ανάγλυφη διακόσμηση, και ακολουθούν οι έλικες που καταλήγουν στους οφθαλμούς. Οι έλικες μπορεί να έχουν κοίλο ή κυρτό αυλάκι και ανάμεσα σε αυτές και τον εχίνο υπάρχουν ανάγλυφα μικρά ανθέμια. Πάνω από του έλικες υπάρχει και εδώ ο άβαξ, όπου στηρίζεται το επιστύλιο.

Το επιστύλιο αποτελούν οι οριζόντιες δοκοί που επιστέφουν τους κίονες. Στον ιωνικό ρυθμό το επιστύλιο διαιρείται σε τρεις οριζόντιες ταινίες με ελαφρά προεξοχή της δεύτερης έναντι της πρώτης και της τρίτης έναντι της δεύτερης, ενώ στο δωρικό είναι ενιαίο και πλαισιώνεται πάνω από μία στενή ταινία.

Επάνω από το επιστύλιο στο δωρικό ρυθμό υπάρχουν τα τρίγλυφα και οι μετόπες διαδοχικά. Τρίφλυφα και μετόπες έχουν στο πάνω άκρο τους λεπτή ταινία, την κεφαλή. Στον ιωνικό ρυθμό αντί για τρίγλυφα και μετόπες υπάρχουν οι γεισίποδες. Αντί για γεισίποδες στον ιωνικό ρυθμό πολλές φορές υπάρχει ζωφόρος.

Και στους δύο ρυθμούς ακολουθεί το οριζόντιο γείσο που προεξέχει και προστατεύει τον θριγκό, την κιονοστοιχία και τους τοίχους του οικοδομήματος από τα νερά της βροχής. Στο κάτω μέρος του δωρικού γείσου υπάρχουν προσαρμοσμένοι οι πρόμοχθοι, ορθογώνιες λεπτές πλάκες, που φέρουν σταγόνες σε σειρές. Επάνω από το γείσο υψώνονται στις στενές πλευρές του κτιρίου τα αετώματα-τριγωνικές απολήξεις της στέγης που κλείνονται από λίθινες πλάκες, τα τύμπανα, και περιβάλλονται και προστατεύονται από το λοξό γείσο, και στους δωρικούς ναούς της κυρίως Ελλάδας έχουν κανονικά ανάγλυφη ή ολόγλυφη διακόσμηση. Τα αετώματα διακοσμούσαν αγαλματικές μορφές, τα ακρωτήρια. Σε όλες τις πλευρές υπάρχει πάνω από το γείσο η σίμη που συγκεντρώνει τα νερά της στέγης. Από κρουνούς -υδρορροές- διοχετεύεται το νερό της βροχής μακριά από τους τοίχους του οικοδομήματος. Πολύ συχνά αυτοί οι κρουνοί έχουν τη μορφή λεοντοκεφαλής.

Με πληροφορίες από: Η τέχνη της αρχαίας Ελλάδας (1050π.Χ.-50π.Χ.), Γ. Κοκκορού-Αλευρά, εκδ. Καρδαμίτσα

2 Σχόλια

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *