Μετά την στυγερή δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά κατέλαβε τον θρόνο του Βυζαντίου ο Ιωάννης Τσιμισκής. Ήταν τότε 45 χρόνων και λατρευόταν από τους στρατιώτες του για το θάρρος και την ανδρεία του. Ως προς την εξωτερική του εμφάνιση ήταν ξανθός, όμορφος, μικρόσωμος, αλλά πολύ δυνατός. Ως προς τον χαρακτήρα ήταν ήρεμος, μειλίχιος, προσηνής, εύθυμος, γενναιόδωρος και λάτρης της γυναικείας καλλονής και των διασκεδάσεων. Ο Ιωάννης Τσιμισκής καταγόταν από ευγενή οικογένεια της Αρμενίας, η οποία είχε δώσει στο βυζαντινό κράτος περίφημους στρατηγούς, μεταξύ των οποίων τον παππού του Τσιμισκή, Ιωάννη Κουρκούα, που υπήρξε σπουδαίος στρατηγός. Από την μητέρα του ήταν συγγενής των Φωκάδων, ενώ η πρώτη του γυναίκα ανήκε στην οικογένεια των Σκληρών.

Εκτός από το πρόβλημα με τους Ρώσους , κληρονόμησε και ένα δεύτερο πρόβλημα ο Ιωάννης Τσιμισκής από τον προκάτοχο του, που ήταν τα ζητήματα της βυζαντινής Ιταλίας. Στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου Φωκά είχαν οξυνθεί οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χριστιανικές αυτοκρατορίες, οι οποίες είχαν εμπλακεί μεταξύ τους σε πόλεμο στην Ιταλία. Ο Τσιμισκής δεν συνέχισε την πολιτική του Νικηφόρου Φωκά, αλλά αποφάσισε να επιδιώξει ειρηνικές λύσεις στις διαφορές με την «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του γερμανικού Έθνους», με την οποία γειτνίαζαν οι βυζαντινές κτήσεις στην Ιταλία.
Έτσι ο Τσιμισκής επεδίωξε και πέτυχε την προσέγγιση των δύο αυτοκρατοριών. Δέχθηκε με προθυμία να δώσει ως σύζυγο στον Όθωνα Β’ γιο του Όθωνα Α’, την ανηψιά του πριγκίπισσα Θεοφανώ. Οι γάμοι των δύο βασιλοπαίδων έγιναν στη Ρώμη το 972 και έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, σταμάτησαν δηλαδή οι συγκρούσεις μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων στην Ιταλία. Η Θεοφανώ, τόσο ως βασίλισσα όσο και ως αντιβασίλισσα, διαδραμάτισε σημαντικό εκπολιτιστικό ρόλο. Στην αυλή του Ακυΐσγρανον (σημερινό Άαχεν) εισήγαγε τα έθιμα και την πολυτέλεια της βυζαντινής αυλής. Κάλεσε λόγιους και καλλιτέχνες από το Βυζάντιο και έτσι συνέβαλε στην διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και της ελληνικής τέχνης στην Δύση. Ο καθηγητής Άμαντος παρατηρεί επιγραμματικά : «Διά της Θεοφανούς ήρθαν τα πρώτα ελληνικά χειρόγραφα και γράμματα εις την Γερμανίαν».
Μετά την νικηφόρα εκστρατεία κατά των Ρώσων και την ειρηνική διευθέτηση των γερμανοβυζαντινών διαφορών ο Ιωάννης Τσιμισκής έστρεψε την προσοχή του στην Ανατολή όπου είχε διανύσει τα πρώτα έτη της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας. Εκεί υπήρχε ο μόνιμος και ιδιαίτερα επικίνδυνος εχθρός της Αυτοκρατορίας, οι Άραβες. Ήδη από το 970 ο Ιωάννης Τσιμισκής είχε αποκρούσει τους Φατιμίδες Άραβες της Αιγύπτου, οι οποίοι είχαν επιχειρήσει να καταλάβουν τη Αντιόχεια.
Πριν ξεκινήσει την εκστρατεία του κατά των Αράβων, έκρινε ορθό να να προετοιμαστεί διπλωματικά. Συνομολόγησε λοιπόν συμμαχία με τον άρχοντα των αρχόντων της Αρμενίας Ασώτ Γ’, τον νικητή των Αράβων, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση να βοηθήσει τον Τσιμισκή στον επικείμενο πόλεμο κατά των Αράβων της Βαγδάτης με τρόφιμα και με 10.000 στρατό. Αφού λοιπόν τακτοποίησε τα παραπάνω ζητήματα άρχισε πόλεμο κατά των Αράβων τον οποίο μεθόδευσε σε τρεις εκστρατείες.
Α’ Εκστρατεία (972): Από την Αρμενία, όπου προμηθεύτηκε τρόφιμα και στρατό, εισέβαλλε κατά τους τελευταίους μήνες του 972 στη Μεσοποταμία, όπου κατέλαβε το Εμέτ, το Μιερφαρκίμ και τη Νίσιβι και πολιόρκησε χωρίς επιτυχία την Μαρτυρόπολη. Στη συνέχεια έκλεισε συνθήκη με τον Εμίρη της Μεσοποταμίας τον Χαμδανίδη Abou-Taglib, ο οποίος υποχρεώθηκε να γίνει φόρου υποτελής των Βυζαντινών. Ο Τσιμισκής δεν συνέχισε τις επιχειρήσεις του, αλλά επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη (στις αρχές του χειμώνα 972-973), αφού ανέθεσε στον αρμενικής καταγωγής δομέστικο των σχολών Μελία τη διεύθυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Ο Μελίας απέτυχε στο έργο του: Την 1η Ιουλίου 973 ηττήθηκε σε μια μάχη κοντά στην Αμίδα, συνελήφθη αιχμάλωτος και πέθανε στην αιχμαλωσία.
Β’ Εκστρατεία (974): Το 974 ο Τσιμισκής πραγματοποίησε δεύτερη εκστρατεία κατά των Αράβων της Μεσοποταμίας, αφού προηγουμένως βεβαιώθηκε περί της πίστης των Αρμενίων ηγεμόνων και αφού εν τω μεταξύ προπαρασκευάστηκε στρατιωτικά κατά τρόπο ικανοποιητικό. Οδηγώντας πολυάριθμο στρατό προχώρησε στο εχθρικό έδαφος σχεδόν μέχρι τη Βαγδάτη. Κατά την προέλαση του αυτή κατέλαβε μεγάλες και πλούσιες πόλεις, όπως την Αμίδα, τη Μαρτυρόπολη, τη Νίσιβι, καθώς και τριακόσια φρούρια των Αράβων. Παρά το γεγονός ότι ο Τσιμισκής είχε διεισδύσει βαθιά μέσα στις αραβικές περιοχές της Μεσοποταμίας, εν τούτοις δεν μπόρεσε να συντρίψει τους αντιπάλους του. Γι΄ αυτό αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, συναποκομίζοντας άφθονη λεία και διάφορα ιερά κειμήλια από χριστιανικές πόλεις. Δεν είχε υποτάξει τους αντιπάλους του, είχε όμως κλονίσει το ηθικό τους και επομένως είχε θέσει τα θεμέλια για την τελειωτική νίκη του, η οποία θα ακολουθήσει τον επόμενο χρόνο.
Γ’ Εκστρατεία (975): Το 975, ο Ιωάννης Τσιμισκής επιχείρησε την τρίτη εκστρατεία του, αυτή τη φορά εναντίον των Αράβων της Συρίας, με αντικειμενικό σκοπό να εδραιώσει την αυτοκρατορική κυριαρχία στη χώρα αυτή. Η εκστρατεία αυτή διήρκεσε από τον Απρίλιο ως τον Σεπτέμβριο του 975. Ξεκίνησε από την Αντιόχεια προελαύνοντας ακάθεκτος κατέλαβε την Απάμεια, την Έμεσα, την Ηλιούπολη και προχώρησε μέχρι τη Δαμασκό, η οποία αναγνώρισε την κυριαρχία του και υποχρεώθηκε να καταβάλει φόρο υποτέλειας. Στη συνέχεια ο Τσιμισκής εισέβαλε στην Παλαιστίνη, κατέλαβε την Τιβεριάδα, το όρος Θαβώρ, τη Ναζαρέτ και τη Βηθσάν. Η Αγία Πόλη Ιερουσαλήμ δεν βρισκόταν μακριά. Θα την κατελάμβανε αν δεν επειγόταν να αντιμετωπίσει τους Φατιμίδες που κατείχαν τα παράλια της Φοινίκης. Γι΄ αυτό γυρίζει προς τα πίσω (προς τα Βόρεια) και με ταχύτατη κίνηση καταλαμβάνει την πρωτεύουσα των Σαρακηνών Καισάρεια της Παλαιστίνης, τη Σιδώνα, τη Βηρυτό, την Πτολεμαΐδα, τη Βύβλο, τις Βαλαναίες,τα Γάβαλα κλπ. Μόνο η οχυρωμένη Τρίπολη αντιστάθηκε σθεναρά. Τον Σεπτέμβριο του 975 ο αυτοκράτορας επέστρεψε στην Αντιόχεια. Η επιτυχία της εκστρατείας υπήρξε θριαμβευτική.
Από την Αντιόχεια αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη. Ενώ περνούσε από την περιοχή της Κιλικίας θαύμασε μερικά πλούσια και γόνιμα κτήματα και ρώτησε σε ποιον ανήκουν. Όταν πληροφορήθηκε ότι ανήκουν στον παρακοιμώμενο Βασίλειο, εξέφρασε την αγανάκτηση του και διέταξε την δήμευση των κτημάτων. Άρρωστος και κουρασμένος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου και πέθανε στις 10 Ιανουαρίου 976.
Οι ελληνικές πηγές, και μάλιστα ο Λέων ο Διάκονος και ο Ιωάννης Σκυλίτζης υποστηρίζουν ότι ο θάνατος του αυτοκράτορα οφείλεται σε δηλητηρίαση που είχε διατάξει ο παρακοιμώμενος Βασίλειος, ο οποίος είχε περιπέσει σε δυσμένεια και φοβόταν την οργή του Τσιμισκή για τον άδικο και υπερβολικό πλουτισμό του. Η σύγχρονη έρευνα δυσκολεύεται να δεχτεί την άποψη ότι ο Ιωάννης Τσιμισκής πέθανε από τύφο.
Η σύντομη βασιλεία του (6 χρόνια και 1 μήνας) υπήρξε μεγαλειώδης. Ο Κ. Άμαντος τον χαρακτηρίζει ως εεξής: «Ο Ιωάννης Τσιμισκής θα ήτο ιδανικός βασιλεύς αν δεν είχε διαπράξει το έγκλημα της δολοφονίας του Νικηφόρου Φωκά. Εις το βραχύ διάστημα των εξ ετών που εβασίλευσεν, εξετέλεσε τόσα μεγαλουργήματα. Νομίζει κανείς ότι με την υπέροχον πολιτικήν του προσπαθεί να εξαγισθεί δια το έγκλημα». Ο Ιωάννης Καραγιαννόπουλος γράφει επιγραμματικά για τον Ιωάννη Τσιμισκή: «Τοιουτοτρόπως κατέλυσεν τον βίον ο Ιωάννης Τσιμισκής, στρατηγός άριστος και γενναίος, ανελθών παρανόμως και εγκληματικώς εις τον θρόνο, αναδειχθείς όμως κατά το διάστημα της εξαετούς μόνον βασιλείας του, εις των καλυτέρων Βυζαντινών αυτοκρατόρων».