Ο Ηρώδης, γνωστός ως «Μέγας», είναι ένα από τα πλέον αντιφατικά πρόσωπα στην ιστορία του Ισραήλ. Γεννήθηκε γύρω στο 73π.Χ., από τον Ιδουμαίο Αντίπατρο και την ευγενή Ναβαταία Κύπρο. Τα νεανικά του χρόνια στιγματίστηκαν από σημαντικές πολιτικές ανακατατάξεις και το σταδιακό εξελληνισμό της χώρας, που έφτασε μέχρι την κυριαρχία της Ιερουσαλήμ από τον Ρωμαίο στρατηγό Πομπήιο και την πρώτη λεηλασία του Ναού, έργο του στρατηγού Κράσου.
Το 47π.Χ. ο Ηρώδης έγινε κυβερνήτης της Γαλιλαίας, ενώ στον αδελφό του Φασαήλ ανατέθηκε η Ιερουσαλήμ. Όταν το 43π.Χ. ο Αντίπατρος δολοφονείται, ο Ηρώδης εκδικείται σφαγιάζοντας με τη σειρά του τους δολοφόνους του πατέρα του. Ακολούθησε μία περίοδος ιδιαίτερα έντονης αστάθειας για την περιοχή της Ιουδαίας: στην περιοχή εισέβαλαν οι Πάρθοι και η κυριαρχία επέστρεψε στα χέρια των Ασμοναίων. Ο Ηρώδης καταφεύγοντας αρχικά στο οχυρό της Μασάντα, στη συνέχεια βρήκε καταφύγιο στη Ρώμη.
Το 37π.Χ. παντρεύτηκε την Ασμοναία πριγκίπισσα Μαριάμνη για να νομιμοποιήσει την επιδίωξη του να καταλάβει τον θρόνο της Ιουδαίας και, αφού συμμάχησε με τους Ρωμαίους, κατέκτησε την Ιερουσαλήμ και ονομάστηκε βασιλιάς της Ιουδαίας.
Έπειτα από τη νίκη του Οκταβιανού επί του Αντωνίου στην ναυμαχία του Ακτίου το 31π.Χ., ο Ηρώδης τάχθηκε ανοιχτά υπέρ του νικητή, ο οποίος τον προηγούμενο χρόνο τον είχε ανακηρύξει βασιλιά των Ιουδαίων και σύμμαχο της Ρώμης. Η φιλοδοξία του για δύναμη δεν γνώριζε όρια. Το 29π.Χ. διέταξε τη δολοφονία της συζύγου του και και ανάμεσα στο 7 και το 4 π.Χ. καταδίκασε σε θάνατο τρεις από τους γιους του.
Μολονότι υπήρξε οξυδερκής και ικανός πολιτικός η σκληρότητα που έδειξε σε κρίσιμες στιγμές μεγάλωσε την κακή του φήμη. Δεδομένου ότι ήταν μισητός από τους Εβραίους που τον θεωρούσαν σφετεριστή του θρόνου, ο Ηρώδης επιχείρησε να κερδίσει την εκτίμηση των υπηκόων του κατασκευάζοντας ξανά το Ναό της Ιερουσαλήμ, ιδρύοντας νέες πόλεις και υψώνοντας μεγαλοπρεπή κτίρια.
Τα παραπάνω, ωστόσο, δεν απέτρεψαν το να κατηγορηθεί για τη δολοφονία των μελών του παλαιού Συνεδρίου, για την αφαίρεση εξουσιών από την ιερατική τάξη, για τον αφανισμό της εβραϊκής δυναστείας των Ασμοναίων και τέλος για την επιβολή της λατρείας του αυτοκράτορα, όπως απαιτούσαν οι Ρωμαίοι. Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο κατηγορεί επιπλέον τον Ηρώδη πώς υπήρξε ο εντολέας της «Σφαγής των νηπίων»: Σύμφωνα με το Ευαγγέλιο ο Ηρώδης ήταν ο άνθρωπος που διέταξε τη δολοφονία των αρσενικών νεογέννητων στην πόλη Βηθλεέμ, καθώς σύμφωνα με μια προφητεία, τα νήπια θα μπορούσαν μελλοντικά να απειλήσουν τον θρόνο του.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ηρώδη αναπτύχθηκε πυρετώδης οικοδομική δραστηριότητα, εμπνευσμένη από την ελληνιστική και ρωμαϊκή αρχιτεκτονική. Για να κατευνάσει τους εχθρικούς υπηκόους του, ο Ηρώδης αποφάσισε να ανακαινίσει ολοκληρωτικά το γήλοφο του Ναού της Ιερουσαλήμ, κατασκευάζοντας μέσα σε έντεκα χρόνια ένα εμβληματικό θρησκευτικό σύμπλεγμα, για το οποίο έλαβε και την έγκριση της ιερατικής τάξης. Στην Ιερουσαλήμ, επιπλέον, έχτισε ένα ανάκτορο, και το επονομαζόμενο φρούριο Αντωνία, που δεσπόζει στην περιοχή του Ναού.
Το φρούριο περιγράφεται λεπτομερώς από τον ιστορικό Ιώσηπο Φλάβιο στους Ιουδαϊκούς Πολέμους: Στις γωνίες υψώνονταν τέσσερις πύργοι που επέτρεπαν την απευθείας επέμβαση των στρατιωτών σε περίπτωση που παρουσιάζονταν εξεγέρσεις και ταραχές. Επιπλέον, ο βασιλιάς αξίωσε να φυλάσσονται τα επίσημα άμφια του αρχιερέα στο κτίριο, ώστε αν μπορεί να διατηρεί υπό τον έλεγχο του την ισχυρή ιερατική τάξη. Το φρούριο, που ο Ηρώδης χρησιμοποιούσε ως κατοικία, και για το λόγο αυτό το είχε εφοδιάσει με όλες τις ανέσεις, κατασκευάστηκε από το 37 έως το 5π.Χ. και ονομάστηκε φρούριο «Αντωνία» προς τιμήν του Ρωμαίου, μέλους της Τριανδρίας, Αντωνίου.
Παράλληλα ο Ηρώδης υπήρξε ακούραστος ιδρυτής πόλεων. Προς τιμήν του πατέρα του Αντίπατρου Β’, έχτισε εκ νέου βόρεια της Ιερουσαλήμ την πόλη της Αντιπατρίδας, το σημερινό Τελ Αφέκ, ενώ στην μητέρα του Κύπρο αφιέρωσε ένα μεγαλοπρεπές οχυρωμένο ανάκτορο στην κοιλάδα της Ιεριχούς. Στη Σαμάρεια, ο Ηρώδης κατασκεύασε μία γιγαντιαία λιμενική εγκατάσταση και ένα οικισμό που ονομάστηκε Καισάρεια, προς τιμήν του ευεργέτη του, του αυτοκράτορα Καίσαρα Αυγούστου.
Η πόλη, που οικοδομήθηκε με βάση το χαρακτηριστικό ορθογώνιο σχεδιασμό των ρωμαϊκών πόλεων, εφοδιάστηκε και με μία επιβλητική αγορά με θέα προς το λιμάνι, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση ήταν στραμμένος και ο ναός που ήταν αφιερωμένος στη θεά Ρώμη και τον Αύγουστο. Έξω από την περίμετρο των τειχών, εκτός από το αμφιθέατρο, υπήρχε και ένα ευρύχωρο θέατρο, ενώ ένα περίπλοκο σύστημα επέτρεπε στα νερά που προέρχονταν από τις πηγές βόρεια του οικισμού, να καταλήγουν στην πόλη διαμέσου ενός υδραγωγείου, μέρος του οποίου διατηρείται μέχρι και σήμερα. Τέλος, ένας μεγάλος φάρος έδινε το σήμα στους ναυτικούς για τη πορεία προς την πόλη, η οποία ολοκληρώθηκε με την κατασκευή του θαυμαστού ανακτόρου του Ηρώδη που δέσποζε σε πανοραμική θέση στο ακρωτήρι.
Στον εαυτό του ο Ηρώδης αφιέρωσε το φρούριο του Ηρωδείου, ένα από τα πλέον ξεχωριστά αρχιτεκτονικά έργα. Ζήτησε να γίνει επίπεδη η κορυφή ενός λόφου, 11 χιλιόμετρα από την Βηθλεέμ, και στο εσωτερικό του έκρυψε το ανάκτορο-οχυρό του, που είχε πρόσβαση μόνο μέσω 200 σκαλοπατιών – φτιαγμένα από λευκό μάρμαρο που αποτελούσαν μαι σήραγγα καλυμμένη με καλής ποιότητας μάρμαρο- σύμφωνα με την περιγραφή του Ιώσηπου Φλάβιου, που οδηγούσαν στη μοναδική είσοδο. Το ανάκτορο, κυκλικού σχήματος, περιλάμβανε περιστύλιο και κήπο, λουτρά, ευρύχωρες αίθουσες και χώρο λατρείας. Κάτω από τον προμαχώνα υπήρχαν δεξαμενές που εξασφάλιζαν τα αποθέματα νερού της πόλης. Ο Ηρώδης επιθυμούσε να ταφεί στο μαυσωλείου του Ηρωδείου και η παράδοση θέλει το γιο του Αρχέλαο να μεταφέρει εκεί τη σορό του πατέρα του, μετά τον θάνατό του.
Ο ιστορικός Ιώσηπος Φλάβιος περιγράφει την επικήδεια πομπή του βασιλιά, αλλά όχι και τον ίδιο τον τάφο: «Η κηδεία του βασιλιά τον απασχόλησε ιδιαίτερα. Ο Αρχέλαος, χωρίς να παραλείψει τίποτα που θα μπορούσε να συμβάλλει στο μεγαλείο του, χρησιμοποίησε τη βασιλική διακόσμηση που έπρεπε να συνοδεύει την πομπή προς τιμήν του νεκρού. Το φέρετρο ήταν από καθαρό χρυσάφι, με πολύτιμους λίθους και πορφυρένιο κάλυμμα, κεντημένο με χρωματιστές κλωστές. Πάνω σε αυτό κείτονταν η σορός τυλιγμένη σε βιολετί ένδυμα, με διάσημα στο κεφάλι και χρυσό στέμμα, το δε σκήπτρο βρισκόταν κοντά στο δεξί χέρι του νεκρού. Γύρω από το φέρετρο βρίσκονταν οι γιοι του Ηρώδη και μεγάλος αριθμός συγγενών που συνοδεύονταν από τους φρουρούς, όλοι τους με στρατιωτική περιβολή. Τα υπόλοιπα στρατεύματα προπορεύονταν, σε διάταξη και με όπλα ανά χείρας, με επικεφαλής τους διοικητές και τους κατώτερους αξιωματικούς. Πίσω ακολουθούσαν 500 δούλοι και απελεύθεροι μεταφέροντας μυρωδικά. Η σορός μεταφέρθηεκ στο Ηρώδειο όπου τάφηκε. Έτσι έλαβε τέλος η βασιλεία του Ηρώδη».
Με πληροφορίες: nationalgeographic