Ο Εϋνάρδος είναι ο βιογράφος του Καρλομάγνου. Ο Εϋνάρδος ήταν μικρόσωμος αλλά σε αυτό το μικρό σώμα του υπήρχε ένα μεγάλο πνεύμα. Αυτή η αντίθεση στο λόγιο Εϋνάρδο ίσως να ενσαρκώνει με τον παραστατικότερο τρόπο την αυτοσυνειδησία της εποχής, που αποκλήθηκε «Καρολίγγεια Αναγέννηση» στη Δυτική Ευρώπη και που μια συνεχή αναδρομή στην αρχαιότητα και σε σύγκριση με την αυτοκρατορική Ρώμη, διαμόρφωσε κύρια ένα νέο πρότυπο ηγεμόνα.
Ο Εϋνάρδος γεννήθηκε το 770. Εμφανίζεται ως γραφέας χειρογράφων στην επισκοπή του Μάιντς το 788 και το 791. Για να τελειοποιήσει τη μόρφωση του ο τότε ηγούμενος τον έστειλε στην αυλή του Καρλομάγνου, όπου ως το τέλος της βασιλείας του τελευταίου ο Εϋνάρδος κέρδισε τη γενική αναγνώριση. Διακρίθηκε στη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική. Ο Καρλομάγνος του ανέθεσε την επιθεώρηση των αυτοκρατορικών κτισμάτων. Μετά το θάνατο του Καρλομάγνου ο Εϋνάρδος έγινε σύμβουλος του γιου του Λοθάριου. Το 836 έχασε τη σύζυγό του και αποσύρθηκε σιγά σιγά από την αυτοκρατορική αυλή. Πέθανε στις 14 Μαρτίου του 840.
Το έργο του Εϋνάρδου
Ο Εϋνάρδος πιθανόν να επεξεργάστηκε τα «Χρονικά των Φράγκων βασιλέων» που πραγματεύονται τα γεγονότα μεταξύ 741-829, επειδή παρατηρείται μια γλωσσική προσέγγιση του έργου αυτού με τη βιογραφία του Καρλομάγνου. Σε δημώδη λατινικά της εποχής, έγραψε μια διήγηση για την ανακομιδή λειψάνων των Αγίων Μαρκελλίνου και Πέτρου. Επίσης 118 στίχους για το μαρτύριο των ίδιων Αγίων. Μια μικρή θεολογική πραγματεία, μια συλλογή επιστολών 71 στον αριθμό, από τις οποίες οι 13 δεν είναι δικές του, απλά περιήλθαν στην κατοχή του. Όλες οι επιστολές αναφέρονται μετά το 823, με ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη ζωή του, αλλά και τα γεγονότα της εποχής.
Ο βιογράφος Εϋνάρδος
Ο Εϋνάρδος έγραψε τη βιογραφία του Καρλομάγνου γύρω στο 830. Αποτελεί το κύριο έργο του και ταυτόχρονα τη λαμπρότερη βιογραφία που συνετέθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Από τον Ρωμαίο Σουητώνιο ο Εϋνάρδος πήρε το γενικό σχήμα, την προσοχή στις υποκειμενικές λεπτομέρειες και το γενικό ύφος, ενώ δανείζεται επίσης και από άλλους Λατίνους ιστορικούς, όπως ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Τίτος Λίβιος, ο Τάκιτος, αλλά στις επί μέρους ενότητες διατηρεί απόλυτη συγγραφική ελευθερία και η έκφραση του είναι ιδιαίτερα ζωντανή και πλούσια. Βάση της αφήγησης αποτελούν τα λατινικά της βίβλου και των Λατίνων Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά ο Εϋνάρδος τείνει πάντα προς μια «αντικλασική» έκφραση που δίνει στη γλώσσα του μια εντελώς ιδιόμορφη χροιά.
Στο προοίμιο του ακολουθείται η μέθοδος που είχε χρησιμοποιήσει ήδη από τα τέλη του 4ου αιώνα ο Σουλπίκιος Σεβήρος στο βίο του Αγίου Μαρτίνου, η υπόσχεση, δηλαδή, ότι θα περιγράψει πράγματα θαυμάσια σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, ένα μοτίβο που θα καταστεί σχεδόν μόνιμο στους Βίους Αγίων. Από την άποψη αυτή δεν είναι ίσως τυχαίο ότι είναι γνωστά πάνω από ογδόντα χειρόγραφα του έργου αυτού που είχε τεράστια διάδοση στον μεσαιωνικό κόσμο και εξασφάλισε στον συγγραφέα την τεράστια υστεροφημία, παρ’ όλες τις ασήμαντες ανακρίβειες του περιεχομένου. Μερικές φορές τα έτη βασιλείας του Κρλομάγνου αναφέρονται λανθασμένα σε σχέση με τα γεγονότα, μάχες ασήμαντες αναφέρονται ως αποφασιστικές και άλλες ανακρίβειες.
Στη βιογραφία του Καρλομάγνου του Εϋνάρδου το κεντρικό μοτίβο είναι μεγαλοψυχία του αυτοκράτορα. Η ιδέα της μεγαλοψυχίας που κατάγεται από την αρχαία ελληνική αριστοκρατική ηθική, πρέπει να έφτασε ως υμνητέα αρετή στον Εϋνάρδο διαμέσου των Στωικών και του Κικέρωνα. Η ιδέα της μεγαλοψυχίας ανταποκρινόταν καίρια στις συνθήκες της εποχής του 9ου αιώνα, τονίζοντας την τότε διαμορφωμένη στη Δυτική Ευρώπη μεσαιωνική αριστοκρατική αντίληψη και, ταυτόχρονα, ανύψωνε το πρότυπο του ηγεμόνα/αυτοκράτορα σε ένα επίπεδο εντελώς απροσπέλαστο για τους προηγούμενους Φράγκους βασιλείς της Μεροβιγγείων, που είχαν χαρακτηριστικό τους όχι μόνο τη βαρβαρική, «λαϊκή» και φυλογενετική προέλευση, αλλά και μια ολόπλευρη και συνεχή φθορά.
Ο Εϋνάρδος επιχειρεί το βήμα της ιδεολογικής εξίσωσης ενός ηγεμόνα που αποδεσμεύεται από το βαρβαρικό παρελθόν και διεκδικεί την πολιτική και πολιτιστική ισότητα από τους νόμιμους κληρονόμους της ρωμαϊκής παράδοσης, τους Βυζαντινούς, που, πιστοί φύλακες της, έβλεπαν με καχυποψία τους κάθε είδους βάρβαρους, όπως ήταν οι Φράγκοι. Η Δυτική Ευρώπη πέρασε και πάλι στον πολιτισμό και ο Καρλομάγνος, έτσι όπως τον απεικόνισε ο Εϋνάρδος, στην αιωνιότητα.