Ο Ελληνισμός της Δύσης βρισκόταν στα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα και στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα μπροστά στη σημαντικότερη καμπή της ιστορικής εξέλιξης του. Εσωτερικοί και εξωτερικοί κίνδυνοι τον απειλούσαν: στο εσωτερικό είχαν ενταθεί ο πολιτικοί και κοινωνικοί αγώνες ανάμεσα σε δημοκρατικούς και ολιγαρχικούς, ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Το ντόπιο εθνικό στοιχείο, οι Σικελοί, βρισκόταν σε οξύ ανταγωνισμό με τους Έλληνες αποίκους. Οι Καρχηδόνιοι προσπαθούσαν να εκμηδενίσουν τους Έλληνες της Δύσης, που ήταν ισχυροί εμπορικοί ανταγωνιστές, και να καταλάβουν τις πόλεις τους.
Η πολιτική και κοινωνική εξέλιξη του Ελληνισμού της Δύσης ήταν διαφορετική από την εξέλιξη του στη μητροπολιτική Ελλάδα. Στις πόλεις της Σικελίας επικράτησε η τυραννίδα, η οποία στην κυρίως Ελλάδα είχε ήδη δώσει τη θέση της στο δημοκρατικό πολίτευμα. Η ισχυρή προσωπικότητα ενός τυράννου, του Γέλωνος, συνέβαλε σημαντικά στην επιτυχή αντιμετώπιση του εξωτερικού εχθρού και στην επιβίωση του ελληνικού στοιχείου στη Δύση.
Παράλληλα με την τυραννίδα εμφανίζονται και τα πρώτα ελληνικά κράτη που, ξεπερνώντας τα πλαίσια της πόλης καταλαμβάνουν εκτεταμένες περιοχές της Σικελίας. Οι τύραννοι, είτε με στρατιωτική κατάκτηση είτε με επιδέξια δυναστική πολιτική συνοικεσίων, κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ισχυρά κράτη, που υπήρξαν η απαραίτητη προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του εξωτερικού κινδύνου. Από την άποψη της δημιουργίας κράτους ευρύτερου από το κράτος-πόλης οι τύραννοι προηγήθηκαν τουλάχιστον ένα αιώνα από τις αντίστοιχες εξελίξεις στην Ελλάδα.
Γέλα
Γύρω στο 505π.Χ. έγινε τύραννος στη Γέλα ο Κλέανδρος. Το κράτος του αποτέλεσε τον πρώτο πυρήνα του μεγάλου κράτους των Δεινομενιδών, που θα συμπεριλάβει τις Συρακούσες και θα καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Σικελίας. Τον Κλέανδρο διαδέχτηκε ο αδελφός του Ιπποκράτης, που στηρίχθηκε σε δυνατό μισθοφορικό στρατό. Για να ικανοποιήσει τον στρατό έπρεπε να στραφεί σε εξωτερικές κατακτήσεις: υπέταξε έτσι πολλές κοινότητες αυτόχθονων στο εσωτερικό του νησιού, ενσωμάτωσε στο κράτος του τις χαλκιδικές αποικίες της Καλλίπολης, της Νάξου, της Ζάγκλης και των Λεοντίνων. Έτσι το κράτος του Ιπποκράτη χώρισε τη Σικελία σε δύο μέρη, ένα δυτικό, το μεγαλύτερο και ένα μικρότερο, το ανατολικό. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο τμήματα το κράτος του Ιπποκράτη αποτελούσε μια πλατιά διαχωριστική ζώνη. Τέλος, ο Ιπποκράτης νίκησε τους Συρακούσιους στον ποταμό Έλωρο (491/0 π.Χ.). Χάρη στη διαιτησία της Κέρκυρας και της Κορίνθου οι Συρακούσες έχασαν μόνο την Καμάρινα.
Δεν είναι γνωστό πότε πέθανε ο Ιπποκράτης. Το διαδέχθηκε πάντως ο Γέλων, ο γιος του Δεινομένη, ο αρχηγός του ιππικού, που παραμέρισε τους γιους του τυράννου. Στην εξουσία διατηρείται με τη βία και και μεγαλώνει τη δύναμη του κράτους με συνοικέσια: νυμφεύεται την κόρη του Θήρωνος, τυράννου του Ακράγαντα, στον οποίο δίνει γυναίκα την ανηψιά του. Έτσι οι δύο μεγάλες πόλεις γίνονται σύμμαχοι.
Αλλά η αποφασιστική επιτυχία του Γέλωνος ήταν η ενσωμάτωση των Συρακουσών στο κράτος της Γέλας. Μετά την ήττα των Συρακουσίων στον Έλωρο, η θέση των αριστοκρατικών γαμόρων (γιαοκτήμονες, από τις λέξεις γη + μοίρα) κλονίσθηκε, ο δήμος και οι κυλλύριοι των Συρακουσών (τάξη δούλων, όπως οι είλωτες στην Σπάρτη) επαναστάτησαν. Οι γαμόροι κατέφυγαν στις Κασμένες, αποικία των Συρακουσών και ζήτησαν τη βοήθεια του Γέλωνος. Ο Γέλων τους επανέφερε στις Συρακούσες, όπου βασίλευε η αναρχία, εγκαταστάθηκε εκεί και παρέδωσε τη Γέλα στην εξουσία του αδελφού του Ιέρωνα. Η δημιουργία αυτού του διπλού κράτους Γέλας-Συρακουσών από τον Γέλωνα είναι το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία της Σικελίας.
Ο Γέλων κυβέρνησε τυραννικά την πόλη αλλά έθεσε τις βάσεις του μεγαλείου των Συρακουσών. Είχε αντιληφθεί τα πλεονεκτήματα της θέσης της και τα εκμεταλλεύτηκε. Οι Συρακούσες με τα κατάλληλα λιμάνια της, με το υψίπεδο των Επιπολών, όπου μπορούσε να επεκταθεί, μπορούσε να γίνει πρωτεύουσα ενός ενιαίου σικελικού κράτους. Με σειρά μέτρων ο Γέλων κατόρθωσε σε ελάχιστο χρόνο να πραγματοποιήσει το σχέδιό του.
Μετέφερε στις Συρακούσες όλο τον πληθυσμό ή ένα τμήμα του από πολλές πόλεις της Σικελίας: από τα Υβλαία Μέγαρα, την Καμάρινα, την σικελική Εύβοια, και τη Γέλα. Οχύρωσε την πόλη με ισχυρά τείχη, αποίκισε την συνοικία της Αχραδίνας, την οποία συνένωσε με το νησάκι της Ορτυγίας, και ναυπήγησε ισχυρό στόλο, σχεδόν συγχρόνως με τον Θεμιστοκλή. Η οχύρωση με ισχυρά τείχη και η ναυπήγηση του στόλου φανερώνουν ότι ο Γέλων είχε δει πόσο άμεση ήταν η καρχηδονιακή απειλή.
Ο Γέλων τυπικά πήρε το αξίωμα του στρατηγού αυτοκράτορα, στην ουσία όμως ο ίδιος κυβερνούσε το κράτος ως απόλυτος μονάρχης, ενώ τα μέλη της οικογένειας τους μοιράζονταν την εξουσία και τα αξιώματα. Τυπικά τουλάχιστον οι πόλεις διατήρησαν το δημοκρατικό τους πολίτευμα και την αυτοδιοίκησή τους: σε όλες τις σικελικές πόλεις του κράτους του Γέλωνος συνεδρίαζε η εκκλησία του δήμου, αλλά ήταν ανίσχυρη να αντιταχθεί στις απαιτήσεις του τυράννου. Άλλωσε η σύσταση της είχε μεταβληθεί: στις Συρακούσες π.χ. είχαν πολιτογραφηθεί από τους κανούργιους κατοίκους μόνο οι ευγενείς και οι πλούσιοι γαμόροι των άλλων πόλεων, καθώς και πολλοί μισθοφόροι, ιδιαίτερα Αρκάδες.
Παράλληλα ο πεθερός του Γέλωνος, ο Θήρων, επεξέτεινε το κράτος του Ακράγαντα: απέσπασε από τον Σελινούντα την Μινώα και έδιωξε τον Τήριλλο από την Ιμέρα. Η εκδίωξη αυτή έδωσε αφορμή στους Καρχηδόνιους να επιχειρήσουν την κατάκτηση της Σικελίας.
Ένα δεύτερο τυραννικό κράτος δημιουργήθηκε από το Ρήγιο της Καλαβρίας. Ο τύραννος του Ρηγίου Αναξίλαος επεδίωξε να επεκτείνει το κράτος του στη Σικελία. Απέτυχε όμως να εκδιώξει από τη Ζάγκλη τον Σκύθη, αρχηγό των Σικελών, και να θέσει κάτω από τον έλεγχο του τον πορθμό. Αργότερα όμως επανέλαβε την προσπάθειά του με τη βοήθεια Σαμίων και Μιλησίων προσφύγων που είχαν εγκαταλείψει τις πόλεις τους μετά τη ναυμαχία της Λάδης. Οι πρόσφυγες πέτυχαν να καταλάβουν την πόλη, αλλά ο Ιπποκράτης της Γέλας εμπόδισε τον Αναξίλαο να πραγματοποιήσει το σχέδιό του.
Αφού παρουσιάστηκε ως προστάτης του Σκύθη, τον δολοφόνησε και ήρθε σε συνεννόηση με τους Σάμιους και τους Μιλήσιους αποίκους οι οποίοι εγκατέλειψαν έτσι τον Αναξίλαο. Ο Αναξίλαος είδε στην αποτυχία αυτή μια σοβαρή απειλή, γιταί έτσι το κράτος της Γέλας επεκτεινόταν πιο κοντά στα σύνορά του. Γι΄αυτό προετοίμασε και τρίτη απόπειρα: το 486π.Χ. πέρασε τον πορθμό, κατέλαβε την Ζάγκλη, έδιωξε τους Σαμίους και εγκατέστησε νέους αποίκους, κυρίως Μεσσήνιους, οι οποίοι μετονόμασαν την πόλη Μεσσήνη.
Έτσι ο Αναξίλαος πέτυχε τελικά να συνενώσει το Ρήγιον και τη Μεσσήνη σε ένα κράτος με κοινό νόμισμα. Ο Ιπποκράτης δεν αντέδρασε, γιατί ήταν απασχολημένος με τον πόλεμο εναντίον των Συρακουσών. Όπως ο Γέλων με τις επιγαμίες είχε συμμαχήσει με τον τύραννο του Ακράγαντα Θήρωνα, έτσι και ο Αναξίλαος του Ρήγιου συμμάχησε με τον τύραννο της Ιμέρας Τήριλλο, που ήταν πεθερός του.
Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο συνασπισμούς αναπτύχθηκε ανταγωνισμός, με αποτέλεσμα να συμμαχήσουν με την Καρχηδόνα το Ρήγιο και η Ιμέρα, καθώς και όλοι οι αντίπαλοι του Γέλωνα και του Θήρωνα, οι οποίοι δεν ήθελαν να αφήσουν τους Δεινομενίδες να συμπεριλάβουν στο κράτος τους ολόκληρη τη Σικελία.
Καρχηδόνιοι
Για τους Έλληνες της Δύσης ο μεγαλύτερος κίνδυνος ήταν οι Καρχηδόνιοι. Η κατάκτηση της Σαρδηνίας και της Λιβύης δεν απομάκρυνε τους Καρχηδόνιους από τον κύριο σκοπό τους, την κατάκτηση της Σικελίας. Αντίθετα τους έφερε πιο κοντά σε αυτόν. Γύρω στο 490π.Χ., όλα έδειχναν ότι ο Ελληνισμός της Δύσης κινδύνευε να υποκύψει. Οι Καρχηδόνιοι, σύμμαχοι των Ετρούσκων και των Ελύμων, ήλπιζαν να επωφεληθούν από τις επιχειρήσεις των Περσών στην Ελλάδα, οι οποίες θα εμπόδιζαν τους Έλληνες της μητρόπολης να βοηθήσουν τους Σικελιώτες αποίκους. Διέθεταν επίσης σημεία στήριξης και προγεφυρώματα στη Σικελία, τη Μοτύη, την Πάνορμο, τον Σολόεντα, και ως συμμάχους πολλές ελληνικές πόλεις, τον Σελινούντα, τα Υβλαία Μέγαρα, το Ρήγιο, την Ιμέρα, που συνενώθηκαν για να αντιμετωπίσουν τη Γέλα και τον Ακράγαντα. Για τον Ελληνισμό της Σικελίας, η διαίρεση ανάμεσα στους Έλληνες κινδύνευε να έχει μοιραίες συνέπειες. Οι Καρχηδόνιοι σκόπευαν να επωφεληθούν από αυτές τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες, αλλά το 485π.Χ. η κατάληψη της εξουσίας στη Γέλα από τον τύραννο Γέλωνα μετέβαλε κυρίως την κατάσταση και ανέτρεψε τα σχέδιά τους.
Σύγκρουση Γέλωνος και Καρχηδόνας
Ο Τήριλλος επιχείρησε να ανακτήσει την Ιμέρα, αλλά απέτυχε και ζήτησε την βοήθεια της Καρχηδόνας. Έτσι οι Καρχηδόνιοι βρήκαν επιτέλους ένα πρόσχημα επέμβασης για να ματαιώσουν την συνένωση της Σικελίας σε ένα κράτος από τον Γέλωνα. Ασφαλώς η ευκαιρία ήταν μοναδική γιατί η μητροπολιτική Ελλάδα αδυνατούσε να βοηθήσει τον Γέλωνα. Γι’ αυτό η εισβολή των Καρχηδονίων συνδυάστηκε τουλάχιστον χρονικά με την εκστρατεία του Ξέρξη στην Ελλάδα.
Την Καρχηδόνα κυβερνούσε τότε ο Μάγων. Οι προετοιμασίες για την εισβολή στην Σικελία διήρκεσαν τρία χρόνια. Οι Καρχηδόνιοι υπολόγιζαν στην υποστήριξη του Ρήγιου και του Σελινούντα. Την αρχηγία της εκστρατείας τους ανέθεσαν στον καλύτερο στρατηγό τους, τον Αμίλκα. Τον καρχηδονιακό στρατό αποτελούσαν, σύμφωνα με τους αρχαίους ιστορικούς, 300.000 άνδρες, 3.000 μεταγωγικά πλοία και 200 πολεμικά. Οι δυνάμεις των Καρχηδονίων πρέπει να ήταν πολύ μικρότερες. Πάντως για την Καρχηδόνα η πολεμική προσπάθεια ήταν πολύ μεγάλη. Είχε στρατολογήσει μισθοφόρους από όλες τις περιοχές της Δυτικής Μεσογείου: Φοίνικες, Λίβυες, Ιβήρους, Λίγυρες, Σαρδόνιους, Κυρνίους (Κορσικανούς).
Μετά από μια αρχική ατυχία (τρικυμία κατέστρεψε πολλά αποβατικά πλοία), ο στρατός αποβιβάστηκε στην Πάνορμο (Παλέρμο). Από εκεί προχώρησε προς την Ιμέρα, ενώ ο στόλος τον συνόδευε ακολουθώντας της ακτή. Ο Αμίλκας νίκησε έπειτα από αιφνιδιαστική επίθεση τον Θήρωνα, που αναγκάστηκε να κλεισθεί στα τείχη της Ιμέρας, περιμένοντας τη βοήθεια του Γέλωνος. Ο Αμίλκας πολιόρκησε την πόλη, εγκατέστησε τα στρατεύματά του σε δύο στρατόπεδα, το ένα σε λόφο ανατολικά της πόλης, για παρακολούθηση της ακτής, και το άλλο στα δυτικά, για τον έλεγχο του εσωτερικού.
Ο Γέλων επικεφαλής του στρατού 50.000 πεζών και 5.000 ιππέων, πλησίασε την πολιορκημένη πόλη και στρατοπέδευσε στη δεξιά όχθη του ποταμού της Ιμέρας. Με τους ιππείς του κατέστρεψε την ύπαιθρο για να εμποδίσει τον ανεφοδιασμό του εχθρού.
Κατά τον Ηρόδοδτο, ο Γέλων κατόρθωσε να παραβιάσει με δόλο το εχθρικό ναυτικό στρατόπεδο. Οι Καρχηδόνιοι άνοιξαν τις πύλες του στρατοπέδου στους ιππείς του Γέλωνος, τους οποίους εξέλαβαν ως Σελινούντιους θεωρούς. Το απόσπαμα αυτό έβαλε φωτιά στα καρχηδονιακά πλοία και ταυτόχρονα ολόκληρος ο στρατός του Γέλωνος άρχισε επίθεση. Η μάχη διήρκεσε όλη τη μέρα. Τελείωσε με έξοδο του στρατού του Θήρωνος που επιτέθηκε εναντίον των Καρχηδονίων από τα νώτα. Η ήττα των Καρχηδονίων ήταν ολοκληρωτική. Ο Αμίλκας έπεσε στη μάχη. Οι άνδρες του εξοντώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Η παράδοση λέει ότι από τα είκοσι πλοία που σώθηκαν μόνο ένα έφθασε στην Καρχηδόνα.
Κατά τον Ηρόδοτο και τον Αριστοτέλη, η μάχη της Ιμέρας έγινε την ίδια μέρα με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ενώ, κατά τον Τίμαιο, συνέπεσε με τη μάχη των Θερμοπυλών. Όπως και ο συγχρονισμός ανάμεσα στις μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης, δείχνει ότι οι Έλληνες συνέβαλαν γρήγορα τον παραλληλισμό ανάμεσα στις δύο αυτές νίκες: όπως η Σαλαμίνα στάθηκε ο κύριος σταθμός στη νίκη κατά των Περσών στην Ανατολή, έτσι υπήρξε εξίσου αποφασιστική και η νίκη στη μάχη της Ιμέρας στη Δύση, που απομάκρυνε τον καρχηδονιακό κίνδυνο από τη Σικελία, τουλάχιστον ως τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα. Μόνο μετά την καταστροφή των Αθηναίων στη Σικελία θα απειληθεί ξανά ο Ελληνισμός της Δύσης από τους Καρχηδόνιους.
Η μάχη της Ιμέρας ανέδειξε τον Γέλωνα ως τη μεγαλύτερη προσωπικότητα της Σικελίας. Οι Συρακούσες έγιναν το μεγαλύτερο πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο του Ελληνισμού της Δύσης και η πιο πολυάνθρωπη και πλούσια πόλη σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους