Ο Ελληνισμός πριν την Επανάσταση του 1821

Η Λιβαδειά και ο Ελικώνας

Ο Ελληνισμός, έναν αιώνα πριν την Ελληνική Επανάσταση του 1821, σημαδεύτηκε από ένα ακόμη γεγονός, την πτώση του Χάνδακα το 1669 και την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους. Τότε, ενοποιήθηκε σχεδόν υπό την κρατική εξουσία των Οθωμανών ολόκληρος ο γεωγραφικός χώρος που ζούσαν οι Έλληνες και οι τύχες του γένους συναρτήθηκαν κατά κύριο λόγο με τις τύχες και τις εσωτερικές μεταβολές της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης

Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, η οποία με την πληθυσμιακή σύνθεση και τα μουσουλμανικά ιδρύματα είχε μεταβληθεί στους δύο πρώτους αιώνες ης κατάκτησης σε πόλη χαρακτηριστικά ισλαμική αρχίζει μετά το 1669 να αποβάλει το παλαιό της χρώμα και να γίνεται ένα εμπορικό κέντρο, που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του πολιτικού και οικονομικού κόσμου της Ευρώπης πολύ περισσότερο από πριν. Οι «φράγκοι» έμποροι πολλαπλασιάζονται και ο εγκαταστάσεις των Γάλλων, των Άγγλων και των Ολλανδών γίνονται συχνότερες, ενώ οι Γενουάτες χάνουν σιγά σιγά την παλαιά τους δύναμη.

Τον ελληνικό πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης από τα χρόνια της Άλωσης αυξάνουν Έλληνες από όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα του Ελληνισμού, Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο, Πελοπόννησο και τα νησιά, από τον Πόντο και τα παράλια της Ιωνίας. Αναζητούν εργασία και καλύτερους όρους διαβίωσης. Οι Έλληνες αυτοί ξεκίνησαν την επαγγελματική τους δραστηριότητα ως μικρέμποροι, ναυτικοί, τεχνίτες και γεωργοί, για να αποτελέσουν τα τελευταία πενήντα χρόνια πριν την επανάσταση το πιο ζωτικό στοιχείο στο εμπόριο, στις τέχνες και στην οικονομική ζωή της οθωμανικής πρωτεύουσας.

Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης ήταν συγκεντρωμένος στο τμήμα νότια του Κεράτιου Κόλπου, στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη. Το τμήμα αυτό του Ελληνισμού δεν οργανώθηκε σε κοινότητες όπως ο Ελληνισμός της Διασποράς, ασφαλώς επειδή το Πατριαρχείο με την ακτινοβολία και την επιρροή που ασκούσε μπορούσε να προστατεύει και να ενισχύει σε περίπτωση ανάγκης τους Έλληνες που ζούσαν στην πόλη των Σουλτάνων.

Ο Ελληνισμός του Ελλαδικού χώρου

Θράκη

Ο πληθυσμός της Θράκης στη βάση του ήταν αγροτικός, εργαζόταν αποκλειστικά για τους μεγάλους Τούρκους γαιοκτήμονες και τα βακούφια της περιοχής. Ο εύφορος κάμπος ήταν αραιοκατοικημένος και οι περιηγητές ταξιδεύοντας από την Κωνσταντινούπολη προς την Αδριανούπολη -απόσταση 300 χιλιομέτρων- δεν συναντούσαν παρά δυο μικρές πολιτείες και μόλις επτά χωριά. Αποδημίες και μετακινήσεις πληθυσμών προς αυτήν την περιοχή από τις αρχές του 18ου αιώνα συνετέλεσαν στην αύξηση των καλλιεργειών. Η αύξηση της παραγωγής και η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας στα ορεινά είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία εμπορικών κέντρων, με αξιολογότερο την Αδριανούπολη.

Στη βόρεια Θράκη (ανατολική Ρωμυλία) η Φιλιππούπολη εξελίσσεται σε σπουδαίο κέντρο του Ελληνισμού κατά τον 18ο αιώνα. Το 1786 οι Έλληνες ήταν διπλάσιοι από όλους τους άλλους κατοίκους (Τούρκους, Βούλγαρους και Αρμένιους), οι περισσότερες εκκλησίες ήταν ελληνικές και οι ισχυρότερες συντεχνίες είχαν συσταθεί από Έλληνες.

Μακεδονία

Η Μακεδονία στο τέλος το 18ου αιώνα είχε πληθυσμό περίπου 700.000. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού αυτού ήτα συγκεντρωμένος στα αστικά κέντρα, ενώ σε ορισμένα σημεία της υπαίθρου οι πληθυσμοί ήταν αραιοί, έφθιναν πληθυσμιακά από τις αποδημίες και δοκιμάζονταν οικονομικά από την απομύζηση των Τούρκων γαιοκτημόνων και τις βαριές φορολογίες. Σύμφωνα με Γάλλο συγγραφέα «οι αγρότες πεθαίνουν από την πείνα και οι άρχοντες πλημμυρίζουν από χρυσάφι».

Η περιοχή από τη Θεσσαλονίκη ως τη Θεσσαλία «ήταν σχεδόν έρημη και οι κάτοικοι απέφευγαν την καλλιέργεια της γης, προτιμώντας την έντιμη πενία, γιατί ήξεραν ότι αν αυξηθούν τα εισοδήματα τους, θα μεγάλωναν και οι φόροι». Από τη Θεσσαλονίκη ως την Καβάλα η εικόνα εκείνη την εποχή ήταν τελείως διαφορετική. Η συγκεκριμένη περιοχή «ήταν τόσο πολυάνθρωπη και τόσο καλλιεργημένη, που μπορούσε να συγκριθεί με τις καλύτερες επαρχίες της Γαλλίας».

Η ζωτικότητα του πληθυσμού των κέντρων της Μακεδονίας, η επίκαιρη θέση της στη Βαλκανική και η ευφορία του εδάφους συνετέλεσαν στη ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου, που από τον 17ο αιώνα ασκούσαν οι Έλληνες. Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης ήταν η αποθήκη της ευρωπαϊκής Τουρκίας, που από εκεί στέλνονταν στο Δυρράχιο και από εκεί φορτώνονταν για τη Βενετία και τα άλλα λιμάνια της Ευρώπης. Ξένοι εμπορικοί οίκοι εγκαθίστανται στην Θεσσαλονίκη και κατά τον 18ο αιώνα ιδρύονται προξενεία των ευρωπαϊκών κρατών στη Μακεδονική πρωτεύουσα.

Συνέπεια της οικονομικής ανάπτυξης της Μακεδονίας υπήρξε, ανάμεσα στα άλλα, και η πνευματική άνθηση του Ελληνισμού της περιοχής. Δεν είναι μόνο ο μεγάλος αριθμός σχολείων που ιδρύονται αλλά και η συρροή των λογίων στις πόλεις της Μακεδονίας. Η πρώτη ελληνική «Εφημερίς» τυπώθηκε από τους Σιατιστηνούς Μαρκίδες Πούλιου τα χρόνια 1791-1797. Τα μέσα του 18ου αιώνα στην Κοζάνη ιδρύεται βιβλιοθήκη, τον πυρήνα της οποίας απετέλεσε δωρεά του μητροπολίτη Μελετίου του Θεσσαλονικέως.

Ήπειρος

Ο πληθυσμός της Ηπείρου ήταν αγροτικός και κτηνοτροφικός. Σιγά σιγά δημιουργούνται σε επίκαιρες θέσεις μικρές ή μεγαλύτερες πόλεις, ή ξαναζωντανεύουν παλαιές βυζαντινές πολιτείες. όπως και στη Μακεδονία, η αναλογία του πληθυσμού σε πόλεις και χωριά είναι ίδια. Οι ίδιοι λόγοι που οδήγησαν τους κατοίκους προς την αποδημία οδήγησαν και τους Ηπειρώτες, οι οποίοι ακολουθούσαν τους δρόμους της Βλαχίας, της Μολδοβλαχίας και της κεντρικής Ευρώπης, περισσότερο όμως στον δρόμου που έφερνε στη Βενετία και στο μυχό της Αδριατικής. Ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα βρίσκουμε Ηπειρώτες εμπόρους στην Βενετία και το ηπειρώτικο στοιχείο στην πόλη αυτή είναι πολυάνθρωπο τους δύο επόμενους αιώνες.

Η έντονη αυτή δραστηριότητα είχε αντίκτυπο όχι μόνο στη δημιουργία μιας τάξεως εμπόρων που διαδραμάτισαν σημαντικότατο ρόλο στη ζωή του τόπου και στην ανακατάταξη του πληθυσμού, με βάση το επάγγελμα και την οικονομική κατάσταση, αλλά και την πνευματική ανάπτυξη της περιοχής σε σημείο που τα Ιωάννινα θεωρούνται «μητρόπολη πάσης μαθήσεως» και «Αθήνα της νεότερης Ελλάδας».

Στο τέλος του 18ο αιώνα η πολιτική και διοικητική κατάσταση στη Ήπειρο μεταβάλλεται εξαιτίας της παρουσίας του Αλή πασά. Τα Ιωάννινα δεν είναι πια ένα επαρχιακό κέντρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τα Ιωάννινα γίνονται ουσιαστικά η πρωτεύουσα της Ηπείρου, της Αλβανίας, της Θεσσαλίας και μεγάλου μέρους της Μακεδονίας. Η περίοδος ως την Ελληνική Επανάσταση είναι η χρυσή περίοδος για την ηπειρωτική πόλη, τόσο σε οικονομικό όσο και πνευματικό επίπεδο.

Θεσσαλία

Στη Λάρισα της Θεσσαλίας μετέφερε την έδρα ο σουλτάνος για καλύτερη παρακολούθηση των πολεμικών επιχειρήσεων του τουρκοβενετικού πολέμου (1645-1669. Μετά τη λήξη του πολέμου η περιοχή έμεινε μια επαρχία της αυτοκρατορίας, προσοδοφόρα για τους Τούρκους αξιωματούχους που ήταν εγκατεστημένοι εκεί και για το σουλτανικό θησαυροφυλάκιο. Ο απέραντος κάμπος της Θεσσαλίας ήταν αραιοκατοικημένος. Φτωχοί αγρότες δούλευαν στα χωράφια καλλιεργώντας κυρίως σιτάρι. Η Λάρισα ήταν η σημαντικότερη πόλη με πληθυσμό Χριστιανών, Τούρκων και Εβραίων. Η παρουσία του ελληνικού στοιχείου ήταν έντονη, αλλά οι Τούρκοι εκείνη την εποχή υπερτερούσαν αριθμητικά και το εμπόριο βρισκόταν στα χέρια των Εβραίων.

Δύο θανατηφόρες επιδημίες μείωσαν τον πληθυσμό και πλημμύρες κατέστρεψαν μεγάλες εκτάσεις. Αυτές οι συμφορές ανάτρεψαν τις παλαιές συνθήκες αγροτικής ιδιοκτησίας και δημιούργησαν τα μεγάλα τσιφλίκια του 18ου αιώνα. που τα καρπώθηκε το τουρκικό δημόσιο ή όσοι κάτοικοι απέμειναν από τις θεομηνίες και τη φυγή.

Εκτός από το εμπόριο, στη Θεσσαλία, μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε η υφαντουργία εξαιτίας και των μεγάλων ποσοτήτων καλλιέργειας βαμβακιού και από την πλούσια κτηνοτροφία. Στη Θεσσαλία ο θεσμός των συντεχνιών και του συνεταιρισμού ήταν κάτι σαν τρόπος ζωής και λειτουργίας των επιχειρήσεων και των εργαστηρίων. Τον πυρήνα του συνεταιρισμού των Αμπελακίων, του πιο γνωστού συνεταιρισμού της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, απετέλεσαν οι οικιακές βιοτεχνίες κατασκευής και βαφής βαμβακερών νημάτων που ενώθηκαν σε «συντροφίες» για την καλύτερη αντιμετώπιση των οικονομικών δυσχερειών και για την ευχερέστερη διάθεση των προϊόντων τους.

Η αξιόλογη οικονομική και πολιτιστική άνοδος της περιοχής είναι φανερή στον τρόπο διαβίωσης των κατοίκων, στην αρχιτεκτονική, στην ανάπτυξη της παιδείας (σχεδόν σε όλα τα χωριά υπήρχε ελληνικό σχολείο).

Στερεά Ελλάδα

Στη Στερεά Ελλάδα οι οικονομικές συνθήκες διαφέρουν από διαμέρισμα σε διαμέρισμα και η παραγωγή παρουσιάζει τέτοια ποικιλία σε ποσότητα και ποιότητα ώστε αν γίνεται δύσκολη η ενιαία περιγραφή των οικονομικών πλαισίων, μέσα στα οποία κινήθηκε στους δύο τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας ο πληθυσμός.

Αξιοσημείωτο είναι ότι παρά το άγονο έδαφος της Στερεάς Ελλάδας δεν παρατηρείται μετανάστευση, παρά μόνο έπειτα από πολεμικά γεγονότα ή εξαιτίας καταπιέσεων της τουρκικής εξουσίας. Οι φυγάδες συχνά ξαναγύριζαν στον τόπο τους για να συνεχίσουν τη ζωή τους. Λόγω του ανώμαλου εδάφους της Στερεάς Ελλάδας, οι μόνες πόλεις που αναπτύχθηκαν ήταν οι Αθήνα, Λιβαδειά, Σάλωνα, Μεσολόγγι και Αιτωλικό.

Γενικά η Στερεά Ελλάδα ήταν αραιοκατοικημένη ακόμη και ως τις παραμονές της Επανάστασης. Η πιο πλούσια πόλη ήταν η Λιβαδειά, που ήταν το σημαντικό εμπορικό κέντρο της Στερεάς Ελλάδας. Εκτός από το εμπόριο ρυζιού και σιταριού υπήρχαν και βιοτεχνίες κατασκευής μάλλινων υφασμάτων. Η βιοτεχνία είναι περιορισμένη στη Στερεά. Εμπόριο γινόταν από την Αθήνα μόνο για λίγο λάδι και μέλι που έβγαινε από τα μελίσσια του Υμηττού.

Το Μεσολόγγι αποτέλεσε το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο της Στερεάς από την τρίτη δεκαετία του 18ου αιώνα. Η εμπορική δραστηριότητα αρχικά αφορούσε τα Επτάνησα, αλλά μετά οι Μεσολογγίτες ανοίγονται σε μακρινότερα ταξίδια για να μεταφέρουν σιτάρι στη Σμύρνη, την Κρήτη και την Ιταλία και να συναγωνίζονται το βενετικό και το γαλλικό εμπόριο. Το Μεσολόγγι ανοίγει το δρόμο προς την ακμή της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας πολύ πριν επιχειρήσουν τα τολμηρά ταξίδια τους οι νησιώτες του Αιγαίου.

Με πληροφορίες από: https://www.ekdotikeathenon.gr/istopia-toy-ellhnikoy-ethnoys-p16.html

Ένα σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *