Ως το δεύτερο δεκαήμερο του Μαΐου τα ελληνικά πλοία, ο ελληνικός στόλος της Επανάστασης, διέσχιζαν ανενόχλητα το Αιγαίο και το Ιόνιο, χωρίς να υπολογίζουν τον τουρκικό στόλο, που αργά ή γρήγορα θα εμφανιζόταν.
Με την έναρξη της επανάστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα ο τουρκικός στόλος ετοιμαζόταν για μάχες στη θάλασσα. Την τελική ώθηση στις προετοιμασίες αυτές έδωσε η επανάσταση της Σάμου. Ο Λυκούργος Λογοθέτης μετά την επιστροφή του από τη Σμύρνη, έθεσε τέρμα στην αναρχία του νησιού και επανέφερε την εσωτερική τάξη. Οργάνωσε στρατιωτικά την Σάμο, αλλά και πολιτικά αφού εισήγαγε δημοκρατικό σύστημα διοίκησης του νησιού.
Στις 8 Μαΐου υψώθηκε η σημαία της Επανάστασης στο Καρλόβασι και η Σάμος από εκείνη τη στιγμή ήταν εκτεθειμένη στον τουρκικό στόλο. Ο Λογοθέτης με τα μέτρα που πήρε εξασφάλισε την άμυνα του νησιού. Επιπλέον διέταξε ορισμένα πλοία να διενεργούν συνεχείς επιδρομές κατά των εχθρικών ακτών, όπου ισχυρά τουρκικά στρατεύματα ήταν έτοιμα να επιβιβασθούν σε πλοία για να κάνουν απόβαση στο νησί. Με τις συνεχείς αυτές επιχειρήσεις που γίνονταν όλο και πιο συχνές, οι Σάμιοι κατόρθωσαν να απωθήσουν τους Τούρκους στα ενδότερα της Μικράς Ασίας.
Η στιγμή, όμως, της αναμέτρησης των δύο αντιπάλων στόλων είχε φθάσει. Ο ελληνικός στόλος που αποτελούνταν κυρίως από βρίκια και γολέττες, μόλις πληροφορήθηκε ότι ο τουρκικός στόλος ετοιμαζόταν να βγει από τα στενά του Βοσπόρου, απέπλευσε προς συνάντηση του έχοντας αντιναύαρχο τον Υδραίο Γιακουμάκη Τομπάζη. Ο Φιλήμων αναφέρει ότι τα πλοία αριθμούνταν σε 69: 29 υδραίικα, 20 σπετσιώτικα υπό τον Νικ. Ράπτη, 27 ψαριανά υπό τον Νικ. Αποστόλη, και δύο από τη Λήμνο και τον Αίνο που έπλεαν με τη σημαία των Ψαρών.
Με το πνεύμα της φιλοπατρίας και της ομόνοιας άρχισε η ναυτική εκστρατεία που έμελλε να κρίνει τον αγώνα στο Αιγαίο αλλά και την τύχη της Επανάστασης. Oι μοίρες της Ύδρας και των Σπετσών έφθασαν στα Ψαρά και από εκεί κατευθύνθηκαν στα στενά μεταξύ Χίου και Ψαρών, όπου από στιγμή σε στιγμή αναμενόταν η άφιξη ισχυρής μοίρας του τουρκικού στόλου, που σύμφωνα με το ημερολόγιο του Αναστασίου Τσαμαδού αποτελούνταν από 8 πολεμικά πλοία.
Την αυγή της επόμενης οι ναύαρχοι ειδοποιήθηκαν ότι στα βόρεια παράλια της Λέσβου έπλεε ένα δίκροτο χωρίς σημαία. Όλοι κατάλαβαν ότι ήταν τουρκικό, που αποτελούσε πιθανώς την εμπροσθοφυλακή του στόλου. Και ενώ τα ελληνικά πλοία έπλεαν προς εκείνη την κατεύθυνση, το εχθρικό πολεμικό, που ως τότε κατευθυνόταν στα στενά της Χίου, άλλαξε πορεία και πλησίασε στην Ερεσό, στη δυτική ακτή της Λέσβου. Ο ελληνικός στόλος αρχικά επιτέθηκε εναντίον του με κανονιοβολισμό, αλλά σύντομα αναγκάστηκε να υποχωρήσει με απώλειες, γιατί τα κανόνια του δίκροτου ανταπέδωσαν αμέσως τα πυρά.
Το τουρκικό πολεμικό προσορμίστηκε στο λιμάνι της Ερεσού και αποβίβασε ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα για να ενισχύσει την άμυνα των φρουρίων του νησιού. Τότε η γολέττα του Τομπάζη επιχείρησε νέα επίθεση εναντίον του, αλλά και πάλι αναγκάστηκε να απομακρυνθεί. Φάνηκε ότι ήταν δύσκολο για τα ελληνικά πλοία να αναμετρηθούν με τα τεράστια πολεμικά του εχθρού. Έπρεπε αμέσως να βρεθεί άλλος τρόπος καταπολέμησης του τουρκικού δίκροτου, διαφορετικά όλες οι προσπάθειες του ελληνικού στόλου θα ήταν χαμένες. Στη σύσκεψη των ναυάρχων που έγινε εκείνο το βράδυ αποφασίστηκε η χρήση του μόνου δυνατού όπλου, που θα μπορούσε να εξουδετερώσει το τουρκικό δίκροτο, του πυρπολικού.
Λίγες μέρες νωρίτερα στα Ψαρά το πλοίο του Γ. Καλαφάτη είχε μετατραπεί σε πυρπολικό. Αμέσως έσπευσαν δύο πλοία να πάνε στα Ψαρά για να φέρουν το πυρπολικό του Καλαφάτη. Οι ναύαρχοι όμως, από φόβο μήπως μέχρι να έρθει το πυρπολικό, αποπλεύσει το τουρκικό δίκροτο ή έρθουν ενισχύσεις των Τούρκων, αποφάσισαν να φτιάξουν νέο πυρπολικό. Αυτό το έργο το ανέλαβε ο Ιωάννης Δημουλίτσας, περισσότερο γνωστός σαν Πατατούκος, που αρκετά χρόνια ζούσε στα Ψαρά. Για τον σκοπό αυτό παραχωρήθηκε το πλοίο του Υδραίου Α. Θεοδοσίου. Πριν ακόμη ξημερώσει επέπεσε εναντίον του δίκροτου, αλλά ταχύτατα οι Τούρκοι το απομάκρυναν και κάηκε χωρίς αποτέλεσμα.
Στις 25 Μαΐου το πυρπολικό του Καλαφάτη κατέφθασε στην Λέσβο, ενώ ο Πατατούκος κατασκεύασε και τρίτο πυρπολικό. Το μόνο πια που χρειαζόταν ήταν να βρεθεί ο άνθρωπος που θα αναλάμβανε το επικίνδυνο εγχείρημα. Προσφέρθηκε με προθυμία ο Ψαριανός Δημήτριος Παπανικολής.
Τα χαράματα της 27ης Μαΐου τα δύο πυρπολικά ξεκίνησαν. Η τρικυμία και ο άνεμος των προηγούμενων ημερών είχαν καταλαγιάσει και το τόλμημα φαινόταν δυνατό. Ο Παπανικολής διηύθυνε το πυρπολικό στην πρώτα του δίκροτου και ο Καλαφάτης προς το μέσο της πλευράς του, αλλά ενώ κόλλησε για μια στιγμή αμέσως αποσυνδέθηκε πριν αναφλεγεί. Και η δεύτερη προσπάθεια του Καλαφάτη απέτυχε.
Αντίθετα ο Παπανικολής, παρά τα πυκνά πυρά των κανονιών και τις προσπάθειες των ναυτών να τα απομακρύνουν, κατόρθωσε να το προσκολλήσει αμέσως, και οι φλόγες άρχισαν να μεταδίδονται στο πολεμικό. Για μια στιγμή οι ναύτες κατόρθωσαν να το απομακρύνουν αλλά η επιμονή του Παπανικολή και η επιδεξιότητα του τιμονιέρη Ι. Θεοφιλόπουλου νίκησαν. Το πυρπολικό ξανακόλλησε στο δίκροτο, που μέσα σε ελάχιστα λεπτά καλύφθηκε από τους καπνούς και τις φλόγες.
Οι ναύτες και οι αξιωματικοί έτρεξαν πανικόβλητοι στο κατάστρωμα να σωθούν. Άλλοι έπεσαν στη θάλασσα και πνίγονταν άλλοι καίγονταν πάνω στο κατάστρωμα. Σε λίγο άρχισαν οι εκρήξεις και οι εκπυρσοκροτήσεις των κανονιών. Μέσα σε μισή ώρα τα πάντα είχαν τελειώσει. Οι φλόγες είχαν μεταδοθεί στην πυριτιδαποθήκη και το καράβι μεταβλήθηκε σε τέφρα και ερείπια. Ο Παπανικολής και οι 21 ναύτες του μόλις πρόφτασαν να πηδήξουν στη βάρκα τους να σωθούν.
Η επιτυχία του τολμήματος ήταν τεράστια και οι συνέπειες ακόμη μεγαλύτερες, δεδομένου ότι δεν περιορίζονταν στην απώλεια ενός μεγάλου τουρκικού πλοίου και σε περισσότερους από 1.000 άνδρες. Οι Τούρκοι των ακτών βλέποντας με φρίκη την καταστροφή του πολεμικού έσπευσαν να απομακρυνθούν εγκαταλείποντας στην παραλία όλες τις αποσκευές και τα πολεμοφόδια τους. Αντίθετα οι Έλληνες, που ως τότε με τρόμο αναλογίζονταν την άνιση αναμέτρηση με τον τουρκικό στόλο, αναθάρρησαν και συνειδητοποίησαν τη δύναμη τους. Η προσφορά των δύο πρωτεργατών, Πατατούκου και Παπανικολή, ήταν τεράστια. Ο τύπος του πυρπολικού αυτού χρησιμοποιήθηκε, με μικρές παραλλαγές, σε όλη τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης με εξαίρετα σχεδόν πάντοτε αποτελέσματα.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών
[…] τύχη και ένα από αυτά στα τέλη Μαΐου 1821 κατέκαψε στην Ερεσό της Λέσβου ένα μεγάλο οθωμανικό δίκροτο […]
[…] βρήκε 31 ετών. Ανέλαβε τη διακυβέρνηση πλοίου και στη ναυμαχία της Ερεσού στις 27 Μαΐου 1821, με βρίκιο, το οποίο είχε μετατρέψει […]
[…] για τον πληθυσμό. Η επιτυχία όμως της επανάστασης στην Σάμο, καθώς οι πιέσεις και οι βαρύτατες φορολογίες που είχε […]
[…] δεν υπήρχε, ιδίως μετά τη πυρπόληση του δίκροτου στην Ερεσό από τον Δημήτριο Παπανικολή, αφού είχε ανασταλεί ο […]