Ο Διόδωρος έζησε τον 1ο π.Χ. αιώνα (90π.Χ.-20π.Χ.), την εποχή του Ιούλιου Καίσαρα και του Οκταβιανού Αυγούστου. Γεννήθηκε στο Αγύριον, μία από τις αρχαιότερες ελληνικές πόλεις στο εσωτερικό της Σικελίας. Ταξίδεψε σίγουρα στην Αλεξάνδρεια και τη Ρώμη.
Θέλησε να συνθέσει «παγκόσμια» Ιστορία (από καταβολής κόσμου μέχρι την εποχή του Καίσαρα) σε 40 βιβλία, καλύπτοντας μια εκπληκτική περίοδο 1.138 ετών με τίτλο «Βιβλιοθήκη Ιστορική». Το έργο είναι διαρθρωμένο σε τρία μέρη: α) μυθική εποχή Ελλήνων και βαρβάρων μέχρι τον Τρωικό πόλεμο, β) από τα τρωικά μέχρι το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και γ) από το 323π.Χ. μέχρι το 59π.Χ.
Τα συγκεκριμένα θέματα που αντιμετωπίζονται συγχρονιστικά για Έλληνες και μη Έλληνες είναι κατά σειρά τα εξής: Αιγύπτιοι, Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι, Μήδοι, Ινδοί, Σκύθες, Υπερβόρειοι, Άραβες, Αιθίοπες, Λίβυοι, Ατλάντιοι, μυθολογία των Ελλήνων, αποικίες των Φοινίκων, επιδρομή Περσών υπό τον Ξέρξη κ.ε., μέχρι τη σύγκρουση Συρακουσίων και Καρχηδονίων, Τριάκοντα Τύραννοι κ.ε., μέχρι την εποχή του Αντιγόνου, ενός από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο Διόδωρος στάθηκε μεν άκριτος συμπιλητής, αλλά πρώτον ό,τι ανθολόγησε το μετέφερε με αξιοπιστία και δεύτερον χάρη στο έργο του σώθηκαν στην έμμεση παράδοση αποσπάσματα σοβαρών ιστορικών, που το έργο τους δεν σώθηκε. Σε μερικά σημεία συμπληρώνει άλλους μεγάλους, που το έργο τους σώζεται (Ηρόδοτος, Ξενοφώντας), ακόμη και του μεγαλύτερου όλων, του Θουκυδίδη. Δεν «καταδέχεται» να «σκανάρει» παρά μόνο σοβαρά και δεν «σαρώνει» τα πάντα, όχι πάντως τα παραϊστορικά, τα ανεκδοτολογικά και τα πικάντικα.
Από τα παραϊστορικά αξίζει να επισημανθεί ένα παράδοξο συμβάν στο τέλος της Σικελικής εκστρατείας των Αθηναίων. Όταν συνεδρίαζε η Εκκλησία του Δήμου των Συρακουσίων για την τύχη των Αθηναίων αιχμαλώτων πολέμου, στον οποίο οι Αθηναίοι είχαν υποστεί πανωλεθρία, ζητάει στο λόγο ένας σεβάσμιος γέροντας, ονόματι Νικόλαος. Αυτός είχε χάσει σε αυτόν τον πόλεμο δύο γιους και όλοι οι εκκλησιάζοντες χάρηκαν γιατί πίστευαν ότι θα ζητούσε με πάθος τη σφαγή των αιχμαλώτων για εκδίκηση των παιδιών του. Μένουν όμως όλοι με το στόμα ανοιχτό, όταν διαπιστώνουν ότι ο Νικόλαος θερμοπαρακαλούσε το Σώμα να λυπηθεί τους αναξιοπαθούντες νέους και να τους στείλει σώους πίσω στην πατρίδα τους. Ότι αυτός είχε κάθε λόγο να διψάει για εκδίκηση, αλλά η βία δεν επιλύει προβλήματα, δημιουργεί νέα. ότι τα παιδιά του δεν πρόκειται να ξαναζωντανέψουν, αν σκοτωθούν εκείνοι, ότι είναι ανώτερο να συγχωρούμε τους εχθρούς μας και άλλα τέτοια που προοδοποιούν το πνεύμα του Χριστιανισμού στο μέσο μιας κοινωνίας που η κυρίαρχη κοινωνική απαίτηση ήταν: «να μη νικιέσαι από φίλους σε ευεργεσίες, ούτε από τους εχθρούς σε βλάβες».
Το περιστατικό αυτό δεν απαντάται αλλού, αλλά φαίνεται ότι είναι πραγματικό και ότι τον πυρήνα τουλάχιστον τον άντλησε ο Διόδωρος από έγκυρη πηγή. Η Ελλάδα φαίνεται προετοιμαζόταν ήδη για το πέρασμα της από την ζώνη του πολιτισμού της ενοχής στη ζώνη πολιτισμού της ανοχής, αφού είχε αφήσει πίσω της προ πολλού τη ζώνη πολιτισμού της αιδούς. Κυοφορούσε το «αγαπάτε αλλήλους» και την «αλληλουχία που θα γινόταν «αλληλούια».