Ο Γιώργης Ανεμογιάννης (Παξοί, 1798-Ναύπακτος, 1821) ήταν ένας ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ήταν ένας από τους πρώτους πυρπολητές του ελληνικού στόλου.
Την εποχή του Μεγάλου ξεσηκωμού τα πυρπολικά ήταν ένα ξεπερασμένο πια όπλο του ναυτικού πολέμου, τα ελληνικά όμως σταράδικα, που μετατράπηκαν για χάρη του Αγώνα σε πολεμικά. παρουσίαζαν πολλά μειονεκτήματα στην αντιμετώπιση των μεγάλων τουρκικών πολεμικών πλοίων. Τα ελληνικά πλοία διέθεταν ελαφρά πολυβόλα των 12 ή το πολύ 18 λίτρων έναντι 36 και 48 λίτρων που διέθεταν τα ισχυρά τουρκικά. Αλλά και για την περίπτωση της εμβολής, τα ελληνικά πλοία ήταν όχι μόνο χαμηλότερα αλλά διέθεταν και πολύ λιγότερους άνδρες για σύγκρουση «εκ του συστάδην». Έτσι δεν απέμενε άλλη λύση από εκείνη των πυρπολικών. Χαρακτηριστικά είναι όσο γράφει στο Ημερολόγιο του ο ναύαρχος Γ.Σαχτούρης: «Τα πυρπολικά είναι η ψυχή του ναυτικού μας και χωρίς αυτά τίποτε ή πολλά ολίγον δυνάμεθα να βλάψωμεν τον εχθρόν διά το ασύγκριτοντων πλοίων μας με τα υπέρογκα του εχθρού».
Τις πρώτες μέρες του Ιουνίου του 1821 ο ελληνικός στόλος μαζί με ρουμελιώτικα στρατεύματα δοκίμασε να κυριεύσει τον Έπαχτο (Ναύπακτο) και το Ρουμελιώτικο Καστέλλι (Αντίρριο) χωρίς όμως επιτυχία. Τότε, χωρίς στεριανή δύναμη ο στόλος αποφάσισε να χτυπήσει μόνος τα τουρκικά καράβια που ήταν φουνταρισμένα κάτω από το Κάστρο του Επάχτου που ήταν αρματωμένο με βαριά κανόνια. Με πρόχειρα μέσα αρμάτωσαν τότε για πρώτη φορά ένα πυρπολικό και ζήτησαν έναν καπετάνιο ανάμεσα στα πληρώματα που θα κυβερνούσε το «μπουρλότο». Κανένας από τους οκτακόσιους ναύτες του στόλου, ούτε Σπετσιώτης, ούτε Ψαριανός, δεν παρουσιάστηκε παρά μονάχα ένα ναυτόπουλο από τους Παξούς, το όνομα του ήταν Γιώργης Ανεμογιάννης.
Οι καπετάνιοι του στόλου καθώς τον είδαν έτσι ντροπαλό και νέο τον ρώτησαν τι θέλει για πληρωμή του. Ο Γιώργης τότε χαμογελαστός τους είπε: «Τώρα δε θέλω τίποτα, μόνο σαν δώσει ο Θεός και πετύχω, τότε θα σας πάρω από δέκα τάλλαρα να κάνω ένα χάρισμα στην αρραβωνιαστικιά μου». Κάθισε ο Γιώργης στο τιμόνι μονάχος και πίσω έσερνε τη βάρκα, τη σκαπαβία όπως την έλεγαν, με το πλήρωμα της που θα τον έπαιρνε όταν θα έβαζε τη φωτιά στο μπουρλότο.
Όταν έφτασαν κοντά στο Κάστρο τα κανόνια του, καθώς και εκείνα των τουρκικών πολεμικών, άρχισαν να χτυπούν το πυρπολικό. Τότε ο καπετάνιος της βάρκας, ο Σπετσιώτης Μυργιάλης, βιάστηκε και έβαλε φωτιά στο μπουρλότο αφήνοντας μέσα τον Παξινό. Το έκανε από φόβο ή από βιασύνη άραγε; Το μπουρλότο άναψε αμέσως και από τη βάρκα φώναζαν στον Παξινό μα πέσει στη θάλασσα για να γλυτώσει, εκείνος όμως αρνήθηκε και προσπαθούσε να κολλήσει το πυρπολικό σε ένα πό τα τούρκικα καράβια.
Η πλώρη του πυρπολικού καιγόταν ολόκληρη και τα τουρκικά πολεμικά έριχναν βροχή τις μπάλες τους, εκείνος όμως δεν έφευγε. Το πυρπολικό τότε αναπλώρισε και οι φλόγες σκέπασαν όλο το κατάστρωμα και το έδιωξαν από εκεί. Μάταια ο Παξινός πια πάλευε με τον άνεμο και τη φωτιά, δεν εννοούσε όμως να εγκαταλείψει την προσπάθεια του.
Κρεμάστηκε από ένα σκοινί από τη πρύμνη και κρεμασμένος από αυτό προσπαθούσε να κυβερνήσει το μπουρλότο που καιγόταν ολόκληρο και να το κολλήσει σε ένα από τα τούρκικα πλοία. Σε λίγο οι φλόγες τον έδιωξαν και από εκεί. Ο Γιώργης Ανεμογιάννης έπεσε τότε στη θάλασσα και κολυμπώντας προσπαθούσε ακόμη να πετύχει το σκοπό του, ώσπου τουρκικές βάρκες τον κύκλωσαν και τον πήρα, ενώ έσυραν το μπουρλότο μακριά από τα καράβια τους.
Οι Έλληνες καπετάνιοι προσπάθησαν να τον σώσουν δίνοντας στους Τούρκους σκλάβους και χρήματα χωρίς επιτυχία. Οι Τούρκοι τον σούβλισαν, τον έψησαν και τον κρέμασαν από τους προμαχώνες και τον έδειχναν για καύχημα τους.
Πηγή: http://www.enet.gr