Ο Βακχυλίδης (5ος αιώνας π.Χ.)

Ως το 1896 ήταν γνωστό ότι ο Βακχυλίδης, ανηψιός του Σιμωνίδη, είχε γεννηθεί στην Κέα (Τζια), έζησε τον 5ο αιώνα π.Χ. και ήταν αντίτεχνος του Πίνδαρου. Από τα ελάχιστα μικρά αποσπάσματα του έργου του, που είχαν σωθεί, δεν μπορούσαμε να σχηματίσουμε γνώμη γι΄αυτόν.

Όμως το 1896 βρέθηκε πάπυρος με 20 περίπου χορικά του. Μπορούμε λοιπόν τώρα να συμπληρώσουμε την εικόνα της χορικής ποίησης: αφού θεμελιώθηκε με τον Αλκμάνα, τον Αρίονα, τον Τέρπανδρο και έφτασε στο αποκορύφωμα της με τον Πίνδαρο, διατηρώντας πάντοτε τη δωρική αυστηρότητα και μεγαλοπρέπεια, στα χέρια του Ίωνα Βακχυλίδη γίνεται πιο ελεύθερη, πιο ανάλαφρη, πιο χαριτωμένη και η μορφή της γίνεται πιο διάφανη, πλησιάζει τα χορικά των δραματικών ποιητών της Αθήνας.

Ο Βακχυλίδης
Ο Βακχυλίδης

Ο Βακχυλίδης γράφει

Ο διθύραμβος για το Θησέα

-Ω, της ιερής Αθήνας βασιλιά,

των αβροδίαιτων κυβερνήτη Ιώνων,

τι ΄ταν η πολεμόκραχτη φωνή

που η σάλπιγγα η χαλκόστομη, να, τώρα δα, έχει βγάλει:

Της χώρας μας τα σύνορα

ξένου, εχθρικού στρατού αρχηγός μην ήρθ΄ εδώ και τα ΄ζωσε:

Άγριοι μην πλάκωσαν ληστές

και βάζουν μπρος κοπάδαι αρνιά

καταπονώντας τους βοσκούς;

Ή την καρδιά σου τι άλλο την ταράζει;

Απ΄τον καθέναν πιότερο, θαρρώ,

μπορείς εσύ, της Κρέουσας γιε και του Πανδίονα, να ΄χεις

νιους αντρειωμένους για νοηθούς

γι΄ αυτό, μη στέκεις, έλα μίλησε μας.

-Μαντατοφόρος ήρθε απ΄τον Ισθμό,

πεζός τον τόσο δρόμο, και για εξαίσια

έργα μας είπε ενός παλικαριού

το Σίνη, χεροδύναμον όσο θνητός κανένας,

γιο του Λυταίου που σειεί τη γη,

τον σκότωσε, και στις λακκιές

του Κρεμμυώνα ξέκαμε

το φονικόν αγριόχοιρο

έπειτα και το Σκίρωνα

τον άνομο κι ανάγκασε

τον Κερκυόνα να πάψει να παλεύει

μα και του Πολυπήμονα η βαριά

απ΄του Προκρούστη πια έπεσε, η ασήκωτη, τα χέρια,

βρήκε άλλον δυνατότερο.

Τι θα βγει απ΄ όλ΄ αυτά; Δεν ξέρω, τρέμω.

-Ποιο παλικάρι να΄ναι κι από που;

και τι στολή φορεί; τι λέει ο κράχτης;

Πολύ στρατό οπλισμένον οδηγεί

ή μόνος, μ΄ένα δυο οπαδούς, γυρνά στα ξένα μέρη

ταξιδευτής περαστικός;

Δύναμη να ΄χει κι αντοχή

και θα΄ναι απόκοτος πολύ,

για να μπορεί τοσων αντρών

τη γεροσύνη να νικά,

ίσως ακόμα ένας θεός

να τον κεντά, για να παιδεύει εκείνους

που κάνουν το κακό, δεν είναι δα

κι εύκολο, σε άλλους συμφορές σαν φέρνεις, να μην πάθεις

κάποια κι εσύ, με τον καιρό

τα πράγματα όλα βρίσκουν ένα τέλος.

-Έχει, έτσι, λέει, δυο μόνο συνοδούς,

απ΄τους λαμπρούς τους ώμους κρεμασμένο

σπαθί με φιλντισένια τη λαβή,

πελεκητά στα χεριά του κρατά δυο ακόντια, κράνος

καλόφτιαχτο,

λακωνικό,

σκέπει τα ρούσα του μαλλιά,

στο στήθος γύρω, πορφυρός

χιτώνας και θεσσαλική

σγουρή χλαμύδα, λάμπουνε

τα μάτια σαν από λημνιά

κόκκινη φλόγα, κι είναι, λένε αγόρι

νιούτσικο ακόμα, αλλά πολεμικά

παιχνίδια πάντα μελετά, στους μπρούτζινους της μάχης

βρόντους ο νους του αδιάκοπα.

Και στη λαμπρή ζητά να φτάσει Αθήνα.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *