Ο Αυγουστίνος ήταν Θεολόγος και Ιστορικός. Για τον Αυγουστίνο η «Ιστορία» δεν είναι γεγονότα ή ένα σύνολο γεγονότων. Είναι μια αφήγηση η «καταγραφή των πεπραγμένων είτε θεϊκών είτε ανθρώπινων»,

Ο Ιστορικός Αυγουστίνος
Θέλει ο Αυγουστίνος να γράψει ιστορία; Το αρνείται κατηγορηματικά, λέγοντας ότι έτσι θα γινόταν ένας απλός χρονικογράφος. Βεβαίως, ο Αυγουστίνος έχει ήδη γράψει μια ιστορία, την ιστορία του εαυτού του, στις αυτοβιογραφικές «Εξομολογήσεις». Τώρα γίνεται ιστορικός, επειδή είναι δάσκαλος του Χριστιανισμού, αλλά ένας ιστορικός που ενδιαφέρεται για διαφορετική κατηγορία πραγμάτων, όχι για τις μάχες κα τους ηγέτες. Διαλέγει από το «ποτάμι της ανθρώπινης Ιστορίας», αυτής της «διαδοχής συμφορών», μόνο τα γεγονότα που είναι σχετικά με τη σωτηρία του ανθρώπου, με τον ίδιο τρόπο που όποιος γράφει εθνική ή τοπική Ιστορία περιλαμβάνει κάποια γεγονότα και αφήνει άλλα εκτός. Η ίδια η Ιστορία της ανθρωπότητας είναι μία και ομοιογενής. Δεν υφίσταται ουσιαστικός χωρισμός σε «ιερή» και «κοσμική».
Στο έργο του Αυγουστίνου «Περί της πολιτείας του Θεού κατά των εθνικών», την ανίκητη Ρώμη δεν την αναπολούν μόνο κάποιοι αμετανόητοι εθνικοί. Αποτελεί το σύμβολο της επιβολής των νέων χριστιανικών κυριάρχων. Ο Αυγουστίνος έχει να παλέψει με μια αντίληψη για το πεπρωμένο του κόσμου, που είναι τρέχουσα ανάμεσα στους χριστιανούς και που συμμεριζόταν ως το 400 και ο ίδιος. Μια ευφορία είναι διάχυτη στη Δυτική Αυτοκρατορία: τα είδωλα καταστράφηκαν, ο αυτοκράτορας προστατεύει την Εκκλησία από τους εσωτερικούς της εχθρούς και διώκει ή περιθωριοποιεί τους όχι λίγους εθνικούς, οι παλιοί κάτοικοι και ακόμη περισσότερο βάρβαροι του Βορρά εκχριστιανίζονται.
Η υπόσχεση του Χριστού για την επίγεια βασιλεία του στους έσχατους καιρούς μοιάζει να αρχίζει να εκπληρώνεται. Ο κόσμος έχει κιόλας μπει στους «χριστιανικούς χρόνους». Ο επίγειος αντιπρόσωπος του Χριστού είναι ο χριστιανός αυτοκράτορας. Δηλαδή, «όλη η οικουμένη έγινε μια χορωδία που υμνεί το Χριστό».
Αυτή η αισιόδοξη ψευδαίσθηση περί του «υπαρκτού χριστιανισμού», ενός χριστιανισμού που πραγματώνεται σε μια αυτοκρατορία και ολοκληρώνει το θεϊκό σχέδιο, οδηγεί στην καταξίωση του χριστιανικού κράτους ως οργάνου του Θεού στην ανθρώπινη Ιστορία ως γραμμική προοδευτική πορεία προς το θεόσδοτο σκοπό, μία αντίληψη που το αντίστοιχο της στον πολιτικό στοχασμό είναι η αποδοχή της θείας προέλευσης της κρατικής εξουσίας.
Ο Αυγουστίνος επιδιώκει να ανατρέψει το υπεραισιόδοξο κλίμα του χριστιανικού θριάμβου που οδηγούσε στην μετάθεση και την εναπόθεση των ελπίδων των χριστιανών περισσότερο στο κράτος ή στην κρατική εκκλησία παρά στην πίστη στο ίδιο το σωτηριολογικό μήνυμα. Εκτιμά ότι η στενή σύνδεση Εκκλησίας και Κράτους, θρησκευτικής αλήθειας και κοσμικής ισχύος, θεολογίας και πολιτικής έχει κόστος για τον ίδιο τον χριστιανισμό.
Για τον Αυγουστίνο υπάρχει ένας Θεός και όλα τα άλλα είναι έξω από αυτόν και αλλάζουν. Υπάρχει μόνο μία Ιστορία, η παγκόσμια Ιστορία, επειδή υπάρχει ένα χρόνος αυτός που δημιουργήθηκε μαζί με τον κόσμο και υπάρχει μια ανθρωπότητα επειδή υπάρχει μια κοινή καταγωγή. Η ενότητα αυτή επιτρέπει το ενιαίο χρονολογικό σύστημα και το συσχετισμό γεγονότων διάφορων πολιτισμών, την περιοδολόγηση της Ιστορίας σε έξι εποχές και τις υποδιαιρέσεις της κατ’ εξοχήν ιστορικής περιόδου, του διαστήματος από την ενανθρώπιση ως την τελική κρίση.
Για τον Αυγουστίνο τρεις είναι οι πιο σημαντικές στιγμές της Ιστορίας: η αρχή της (δημιουργία του κόσμου), το κέντρο της (η ενσάρκωση) και το τέλος της (η έσχατη κρίση). Όλα κινούνται μεταξύ πτώσης και κρίσης. Η Ιστορία έχει νόημα, αλλά δεν έχει νόημα να το ψάχνουμε σε κάθε λεπτομέρεια της, Ο τρόπος που κατευθύνει η θεία πρόνοια την ιστορία δεν επιτρέπει εύκολες ερμηνείες.
Πολλές θέσεις του Αυγουστίνου για την Ιστορία και το νόημα της οδηγούν σε μια ιδιότυπη εκκοσμίκευση της Ιστορίας, του Κράτους και της Εκκλησίας. Οι αμφισημίες του έργου του Αυγουστίνου, βαθιά ριζωμένου στην ύστερη αρχαιότητα και τους δυισμούς της, επέτρεψαν τη γένεση του πολιτικού αυγουστινισμού που κυριάρχησε ως το τέλος του 13ου αιώνα και προσέφεραν τη θεωρητική δικαιολογία της παπικής θεοκρατίας.
Ο βίος του Αγίου Αυγουστίνου
Ο Άγιος Αυγουστίνος (ο και Aυρήλιος ονομαζόμενος) γεννήθηκε στην Ταγάστη της Νουμηδίας στην Αφρική, το έτος 354 μ.Χ. από μητέρα φλογερή χριστιανή, τη Μόνικα και πατέρα ειδωλολάτρη τον Πατρίκιο. Τις εγκύκλιες σπουδές πραγματοποίησε στην πατρίδα του και στη συνέχεια ο πατέρας του, τον έστειλε στα Μάδαυρα και για ανώτερες σπουδές στην Καρχηδόνα.
Ως νεαρός φοιτητής έζησε ζωή έκλυτη, από την οποία απόκτησε και κάποιο εξώγαμο τέκνο. Στην Αφρική, έγινε οπαδός του Μανιχαϊσμού, αλλά όταν αργότερα έφθασε στο Μιλάνο οι θερμές ολονύκτιες προσευχές της μητέρας του, η επισταμένη μελέτη των αγίων Γραφών από τον ίδιο και τα φλογερά κηρύγματα του Επισκόπου Μεδιολάνων Αμβροσίου, έφεραν τον Αυγουστίνο στο χριστιανισμό, ζήτησε να κατηχηθεί και βαπτίστηκε χριστιανός μαζί με τον 15χρονο γιο του Αδεοδάτη. Αργότερα επέστρεψε στην Αφρική όπου δίδαξε και με θέρμη διέδωσε τον χριστιανισμό και μετά την κοίμηση της μητέρας του πήγε στη Ρώμη.
Όταν το 391 μ.Χ. επισκέφθηκε κάποιους φίλους του στην Ιππώνα (στα παράλια της Νουμηδίας), ο επίσκοπος της πόλης εκτιμώντας τα πλούσια χαρίσματά του, το πάθος της διδασκαλίας αλλά και τη βαθύτατη θεολογική του γνώση, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και αργότερα βοηθό επίσκοπο. Μετά την κοίμηση του Βαλερίου τον διαδέχθηκε στο θρόνο της Επισκοπής Ιππώνος το 396 μ.Χ. Ποίμανε με σύνεση και διάκριση το ποίμνιό του για 34 ολόκληρα χρόνια και εκοιμήθη ειρηνικά σε ηλικία 76 ετών, στις 28 Αυγούστου 430 μ.Χ.
Με πληροφορίες από: http://www.saint.gr/1861/saint.aspx