Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ (κοσμικό όνομα: Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος) (Πάνω Παναγιά Πάφου, 13 Αυγούστου 1913 – Λευκωσία, 3 Αυγούστου 1977) ήταν Ελληνοκύπριος επίσκοπος και πολιτικός που διατέλεσε αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαλης ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου από το 1950 μέχρι το θάνατό του και πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας από τις 16 Αυγούστου 1960 μέχρι το θάνατό του στις 3 Αυγούστου 1977.
O Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος γεννήθηκε στο ορεινό χωριό της Πάφου, Πάνω Παναγιά. Ο πατέρας του βιοποριζόταν από ένα μικρό αμπελώνα και ένα κοπάδι αιγοπροβάτων που κατείχε. Ενώ βοηθούσε τον πατέρα του στις δουλειές, φοιτούσε στο μονοθέσιο σχολείο του χωριού στο οποίο ήταν εξαιρετικός μαθητής (πήρε βαθμό 9,5 με άριστα το 10). Ο δάσκαλος έκανε εισήγηση να συνεχίσει τις σπουδές του, και επειδή η οικογένειά του ήταν φτωχή για να τον υποστηρίξει σε κάτι τέτοιο, έκανε αίτηση να ενταχθεί ως δόκιμος στην Μονή Κύκκου. Μετά από εκτενείς εξετάσεις, ο νεαρός Μούσκος έγινε δεκτός το 1926.
Εκεί, μεταξύ άλλων, υπηρετούσε τον ηγούμενο Χρυσόστομο. Ο Μιχαήλης – όπως τον φώναζαν – ήταν και ο καφετζής της μονής και καθημερινά έφτιαχνε τους καφέδες των επισκεπτών και των πατέρων. Έτρωγε όμως και πολύ ξύλο από τον Χρυσόστομο, που τον έδερνε μέχρι να τελειώσει το γυμνάσιο. Αυτό που δεν του άρεσε επάνω του ήταν ότι, αρνούνταν να αφήσει μακριά γένια και ξυριζόταν συνεχώς. Ο Μακάριος όμως, ήταν αφοσιωμένος στη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, τα αρχαία και τα γαλλικά. Η πρόοδός του ήταν τόσο μεγάλη που σε ηλικία 19 ετών, του ανάθεσαν τη διεύθυνση της σχολής του Κύκκου. Παρόλα αυτά ο νεαρός Μιχαήλης, δεν χειροτονήθηκε διάκονος όταν αποφοίτησε εξαιτίας της διαμάχης της μονής με την Αρχιεπισκοπή. Αυτό έγινε τελικά στις 7 Αυγούστου του 1938, όταν πήρε το όνομα Μακάριος Κυκκώτης. Πήρε αμέσως υποτροφία για θεολογικές σπουδές στην Αθήνα. Μαζί του όμως είχε πλέον και βιβλία για τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα, τον Γκαίτε και τον Ουγκώ. Η κατοχή τον βρήκε στην Αθήνα, όπου έμεινε κατά τη διάρκεια της και αναμείχτηκε με την αντίσταση. Υπηρέτησε ως διάκονος στον ναό της Αγίας Ειρήνης, ενώ ταυτόχρονα συνδέθηκε με Κυπρίους των Αθηνών, ανάμεσα στους οποίους εξόριστοι εθνικιστές, που επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τη μετέπειτα άποψή του για την τύχη της Μεγαλονήσου. Μετά την απελευθέρωση, χειροτονήθηκε στην Αθήνα, στις 13 Γενάρη του 1946, σε πρεσβύτερο και αμέσως χρίστηκε αρχιμανδρίτης, από το μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα. Το Σεπτέμβρη του 1946 κέρδισε υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών για ανώτερες θεολογικές σπουδές. Αναχώρησε με ένα σαπιοκάραβο από τη Σμύρνη για τη Βοστόνη των ΗΠΑ, όπου έφτασε μετά από περιπλάνηση δύο και πλέον μηνών. Σε όλο το ταξίδι ο Μακάριος βρισκόταν στο αμπάρι με τα κάρβουνα και μελετούσε. Στις ΗΠΑ γνωρίστηκε με τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηναγόρα και η ζωή εκεί, άρχισε να του αρέσει πιο πολύ. «Αποφάσισα να μείνω 5 χρόνια και όχι 3, όπως είχε αρχικά κανονιστεί. Δεν πέρασαν όμως ούτε δύο χρόνια, όταν έλαβα τηλεγράφημα από την Κύπρο, όπου με πληροφορούσαν, πως οι κάτοικοι της περιοχής θέλουν να με εκλέξουν επίσκοπο για το θρόνο της Πάφου. Τρομοκρατήθηκα. Δεν ήθελα να φύγω από την Αμερική, ούτε να γυρίσω στην Κύπρο», έλεγε σε συνέντευξή του ο Μακάριος. Αντίπαλός του ήταν ο ηγούμενος Κύκκου, Κλεώπας, που τελικά πήρε τη Μητρόπολη. Ωστόσο, ένα χρόνο μετά και ενώ ήταν ακόμη στην Αμερική, έλαβε μέρος στις εκλογές Μητροπολιτών. Στις 8 Απριλίου του 1948, ο Μακάριος εξελέγη τελικά δεσπότης Κιτίου, σε ηλικία 35 ετών. Στα δυόμισι χρόνια που διετέλεσε Μητροπολίτης, έδειξε έντονη θρησκευτική, πατριωτική και κοινωνική δραστηριότητα. Ίδρυσε στη Λάρνακα και στη Λεμεσό φιλανθρωπικά ιδρύματα και οργανώσεις. Οργάνωσε το Γραφείο Εθναρχίας και εξέδωσε το περιοδικό «Ελληνική Κύπρος». Σταδιακά έγινε ο στενότερος συνεργάτης του γηραιού αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β’.
Η αρχή της πολιτικής δράσης
Στις 3 Οκτωβρίου 1948, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ εκφώνησε στη Λευκωσία, σε παγκύπριο ενωτικό συλλαλητήριο, την πρώτη πολιτική του ομιλία. Επρόκειτο για ένα δριμύ κατηγορητήριο κατά των Βρετανών αποικιοκρατών και ήταν ένα κάλεσμα αφύπνισης των Ελλήνων της Κύπρου, προς αγώνα απελευθέρωσης και ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Το 1949 εμπνεύστηκε και εισηγήθηκε στην Εκκλησία της Κύπρου τη διενέργεια δημοψηφίσματος, για να καταδειχτεί η θέληση του Κυπριακού λαού, να ενωθεί το νησί με την Ελλάδα. Σε κήρυγμα του, στις 4 Δεκεμβρίου 1949, κατά την περίοδο του Ενωτικού Δημοψηφίσματος, έλεγε: «Δεν πιστεύουμε, όπως κάνουν μερικοί προδότες και αγγλόφιλοι, πως η Ένωση θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της αγγλοελληνικής φιλίας. Η Ένωση δε χαρίζεται, κερδίζεται με συνεχή αγώνα». Μετά τον θάνατο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β’, τo 1950, ο 37χρονος τότε Μακάριος θα εκλεγεί νέος αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Στις 20 Οκτωβρίου του 1950, ο Μακάριος εκλέχτηκε παμψηφεί από κληρικούς και λαϊκούς αντιπροσώπους, ως ο νέος Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου, με την προσωνυμία Μακάριος ο Γ’. Στον λόγο του, υποσχέθηκε στον λαό ότι θα εργαστεί άοκνα για την Ένωση Κύπρου-Ελλάδας.Η ενθρόνισή του έγινε την ίδια μέρα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη στη Λευκωσία. Σε ηλικία 37 ετών, ήταν ο νεότερος Αρχιεπίσκοπος στην ιστορία της Ελληνικής Εκκλησίας της Κύπρου. Πλέον δεν θα ήταν μόνο ο αρχηγός της Κυπριακής Εκκλησίας, αλλά και ο εθνικός ηγέτης των Ελλήνων του νησιού.
Από Αρχιεπίσκοπος έως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας
Ο νεαρός Αρχιεπίσκοπος στράφηκε στην ελληνική κοινή γνώμη για να στηρίξει τον αγώνα της Ενώσεως από το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα. Ο Παπάγος δεν είχε διάθεση να συγκρουστεί με την Αγγλία, μιας και η Ελλάδα ήταν ακόμη εξασθενημένη από τον Εμφύλιο. Ωστόσο αναγκάστηκε να δραστηριοποιηθεί υπό την πίεση της κοινής γνώμης. Ωστόσο η Ελλάδα απευθύνθηκε συνολικά 5 φορές στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ζητώντας την αυτοδιάθεση της Κύπρου και πάντα προσέκρουε στην αντίθεση της Μεγάλης Βρετανίας και της Τουρκίας. Ακολούθησε ο θυελλώδης αγώνας της ΕΟΚΑ το 1955 – 1959, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Μακάριος εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες. Κατά την διάρκεια του αγώνα, ο Μακάριος απέρριψε τόσο το σχέδιο Χάρντινγκ όσο και το σχέδιο Ράντκλιφ καθώς δεν υπήρχε σαφής οδικός χάρτης για αυτοδιάθεση. Τελικά αναγκάστηκε, μετά από αρκετές αμφιταλαντεύσεις, και προ της απειλής του Σχεδίου Μακμίλλαν που προέβλεπε διχοτόμηση της Κύπρου, να προσυπογράψει την λύση της εγγυημένης ανεξαρτησίας με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και επέστρεψε θριαμβευτικά στη Κύπρο.
Πρόεδρος Κύπρου
Μετά την υπογραφή των συμφωνιών έγιναν οι πρώτες εκλογές στην Κύπρο. Υποψήφιοι ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, τον οποίο υποστήριζε το νεοϊδρυθέν Ενιαίο Δημοκρατικό Μέτωπο Αναδημιουργίας (ΕΔΜΑ) στο οποίο εντάχθηκαν αρκετοί αγωνιστές της ΕΟΚΑ και ο Ιωάννης Κληρίδης (πατέρας του μετέπειτα προέδρου Γλαύκου Κληρίδη), ο οποίος ήταν επικεφαλής της Δημοκρατικής Ένωσης Κύπρου και υποστήριζε και το ΑΚΕΛ. Ο Μακάριος κέρδισε τις εκλογές με ποσοστό 66,29%.
Γενικά από την ανάληψη των καθηκόντων του στη Προεδρία της Κύπρου ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, λόγω ακριβώς της προϊστορίας του αλλά και του ρόλου του, ειδικά στον κυπριακό αγώνα, αποτελούσε για τον ίδιο τον κυπριακό λαό αναγνωρισμένη προσωπικότητα του τότε Ελληνισμού. Το κύρος και η ηθική του επιβολή του είχαν προσδώσει διεθνή ακτινοβολία ακόμα και στον αλλόθρησκο αραβικό κόσμο. Συμμετέχοντας δε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, η διεθνής του αναγνώριση ήταν ακόμη περισσότερο δεδομένη ενώ ο οφειλόμενος σεβασμός στο σχήμα του αρχιεπισκόπου δεν αμφισβητούνταν.
Τελευταία χρόνια του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 1974, περίπου 4,5 μήνες μετά την διάσωση και φυγή του και 3,5 μήνες μετά την τραγωδία της Κύπρου. Εκεί του επιφυλάχθηκε παλλαϊκή υποδοχή, αφού προηγουμένως είχε διέλθει από την Αθήνα, όπου παρέμεινε για λίγες ημέρες. Στις 12 Φεβρουαρίου του 1977 συνομολογήθηκε η Συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς, κατά την οποία αποδέχθηκε τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία.
Ο Μακάριος απεβίωσε στις 3 Αυγούστου του 1977, μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου, σε ηλικία 64 ετών.
Πηγή: https://www.mixanitouxronou.gr
Πηγή: https://el.wikipedia.org