Ο Αντώνιος Κριεζής ήταν ναύαρχος, αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και πρωθυπουργός. Γόνος γνωστής οικογένειας της Ύδρας, που ήρθε στο νησί περί τα μέσα του 17ου αιώνα και καταγόταν από το χωρίο Κριεζά της Εύβοιας. Ήταν γιος του Γεωργίου Κριεζή και εγγονός του Δημητρίου ή Δέδε Κριεζή. Σε ηλικία 15 ετών ο νεαρός Αντώνιος έπεσε στα χέρια Αλγερινών πειρατών, μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη, και παρέμεινε αιχμάλωτος στο Αλγέρι επί τρία χρόνια. Μετά την επιστροφή του στην Ύδρα ναυπήγησε νέο πλοίο και ασχολήθηκε με τη ναυτιλία.
Ήταν παντρεμένος με την αδελφή του Δημητρίου Βούλγαρη, Κυριακή, κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας. Απέκτησε πολλά παιδιά, από τα οποία διακρίθηκαν περισσότερο τρεις γιοι του: ο Επαμεινώνδας Κριεζής, αξιωματικός του ναυτικού, βουλευτής Ύδρας και υπουργός των Ναυτικών το 1893, ο Δημήτριος Κριεζής, αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού (υποναύαρχος) και υπασπιστής του Γεωργίου Β’ και ο Κωνσταντίνος Κριεζής, που ακολούθησε τον διπλωματικό κλάδο και διετέλεσε πρόξενος στη Μασσαλία και το Παρίσι. Ο Αντώνιος Κριεζής πέθανε στην Αθήνα την 1η Απριλίου του 1865.
Τον Απρίλιο του 1821, ο πλοίαρχος Αντώνης Οικονόμου υποκίνησε τους Υδραίους ναύτες σε εξέγερση και ανέλαβε την εξουσία στο νησί με σκοπό να επιταχύνει τη συμμετοχή της Ύδρας στον Αγώνα, ο Κριεζής συντάχθηκε με τους προκρίτους και ανέλαβε να τον καταδιώξει μέχρι το Κρανίδι.
Ο Αντώνιος Κριεζής, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, όμως, πήρε μέρος σε πολλές και σημαντικές επιχειρήσεις του ναυτικού των Ελλήνων και διακρίθηκε στον Ελλήσποντο (1821), στη Σάμο (1824) στη ναυμαχία του Γέροντα (1824), στην επιχείρηση στη Μεθώνη (1825).
Επί Καποδίστρια έλαβε μέρος στην καταστολή της πειρατείας στις Βόρειες Σποράδες και το 1828 διορίστηκε αρχηγός της Ναυτικής Μοίρας στη Δυτική Ελλάδα. Ο Αντώνιος Κριεζής υπηρέτησε πιστά τον Όθωνα και τιμήθηκε με ανώτατα αξιώματα. Διετέλεσε ναύαρχος, γερουσιαστής, αυλάρχης και πρωθυπουργός (1842-1844, 1849-1854). Παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου και την κατάληψη του Πειραιά από τα αγγλικά και γαλλικά στρατεύματα, παραδίδοντας τη θέση του στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, στις 16 Μαΐου 1854.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών