Το 450 π.Χ. γεννιέται στην Αθήνα της μεγαλύτερης ακμής ο Αλκιβιάδης. Στα σαράντα πέντε χρόνια της πολυτάραχης ζωής του, διασταύρωσε τα βήματα του με τη δόξα, την προδοσία, τον θρίαμβο, την ήττα, το κυνηγητό και τη λαμπρότητα τόσο πολλές φορές και με τόσο ακραίες εναλλαγές, που προκαλεί ίλιγγο ακόμα και σήμερα στο μελετητή της προσωπικότητας του. Ήταν η πιο φιλόδοξη, η πιο συναρπαστική και πολυσυζητημένη προσωπικότητα της αρχαίας Ελλάδας.
Ο στρατηγός Αλκιβιάδης
Ο Αλκιβιάδης καταγόταν από το γένος των Αλκμεωνιδών. Πατέρας του ήταν ο Κλεινίας και μητέρα του η Δεινομάχη. Ο Αλκιβιάδης ήταν ανηψιός του Περικλή, στο σπίτι του οποίου ανατράφηκε, έζησε από μικρό παιδί μέσα στην πολυτέλεια, τη δόξα, τον πλούτο και τα κέντρα εξουσίας. Ήταν άνθρωπος εκπληκτικής ομορφιάς και χαρακτήρας απίστευτα παρορμητικός και τυχοδιωκτικός. Δεν υπολόγιζε ποτέ κανέναν, έκανε πράγματα ανήκουστα για την εποχή του, τόσο στα προσωπικά όσο και στην πολιτική και στρατιωτική του δραστηριότητα, όμως κατηύθυνε τον αθηναϊκό δήμο όπως ο κύριος το σκυλάκι του.
Μετά το θάνατο Περικλή το 431 π.Χ., ο Αλκιβιάδης εκλέγεται στρατηγός της Αθήνας. Είναι υπέρμαχος της συνέχειας του Πελοποννησιακού πολέμου κατά της Σπάρτης και οπαδός της παγκόσμιας, για τα δεδομένα της εποχής, κυριαρχίας της πόλης του. Διαφωνεί με την πρώτη ειρήνη που επιβάλλει η Αθήνα και μετά τη νίκη της στη Σφακτηρία και πείθει τους Αθηναίους να του εμπιστευτούν την εκστρατεία κατά της Σικελίας. Ενώ είχε ξεκινήσει επικεφαλής της μεγαλύτερης αρμάδας που είχε συγκεντρώσει ποτέ ο αρχαίος ελληνικός κόσμος, τον καλούν πίσω για να απολογηθεί για την κατηγορία ότι είχε σπάσει τις Ερμές, ιερές πύλες που υπήρχαν στην πόλη.
Ο Αλκιβιάδης, έξαλλος, αφήνει την αρμάδα, αλλά δε γυρίζει στην Αθήνα. Πηγαίνει στον μεγαλύτερο εχθρό της, την Σπάρτη. Αυτοί τον υποδέχονται θερμά. Ο Αλκιβιάδης τους δίνει συμβουλές κατά της πατρίδας του. Φοβερότερη είναι η συμβουλή του να καταλάβουν και να οχυρώσουν τη Δεκέλεια, για να κόψουν την Αττική στα δύο και να αποκλείσουν τα ορυχεία του Λαυρίου. Το χτύπημα για τους Αθηναίους είναι φοβερό.
Ο Αλκιβιάδης, όμως, κάνει παιδί με τη βασίλισσα της Σπάρτης, Τιμαία, ενώ ο βασιλιάς Άγις απουσιάζει σε εκστρατεία. Το σκάνδαλο τον διώχνει από τη Σπάρτη και, μη έχοντας που αλλού να πάει, καταφεύγει στην αυλή του Πέρση σατράπη, Τισσαφέρνη. Εκεί γίνεται στρατηγός εναντίον των Αθηναίων και Σπαρτιατών. Με τον περσικό στόλο νικά τους Λακεδαιμόνιους, παίρνει τα περσικά και τα σπαρτιατικά λάφυρα και ξαναγυρίζει θριαμβευτής στην Αθήνα. Ο λαός, αυτός που μέχρι πριν λίγο τον θεωρούσε προδότη, τον υποδέχεται σαν ήρωα. Λίγο αργότερα όμως, οι πράξεις του τον οδηγούν σε νέα εξορία.
Πηγαίνει στη Θράκη και απομονώνεται. Όταν βλέπει ελλιμενισμένο τον αθηναϊκό στόλο στους Αιγός ποταμούς, συμβουλεύει τους ναυάρχους να πάνε το στόλο σε πιο ασφαλές μέρος. Οι στρατηγοί, με πρώτο τον Τυδέα, τον διώχνουν λέγοντας του ότι δε δέχονται συμβουλές από προδότες. Ο Σπαρτιάτης Άγις καταστρέφει τον αθηναϊκό στόλο. Οι Αθηναίοι υποψιάζονται τον Αλκιβιάδη ως υπεύθυνο για την ήττα τους.
Πλέον ο Αλκιβιάδης έχει εχθρούς τους πάντες, Αθηναίους, Σπαρτιάτες, Πέρσες. Ο Αλκιβιάδης προσπαθεί να βρει μέρος να προφυλαχθεί. Πηγαίνει στη Φρυγία, ο Πέρσης σατράπης Φαρνάβαζος, τρομαγμένος στην ιδέα και μόνο να έρθει στην αυλή του ένας τέτοιος δαιμόνιος τύπος, διατάζει να τον σκοτώσουν. Δολοφονείται το 405 π.Χ. από άγνωστους δράστες. Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά αν ήταν Αθηναίοι, Σπαρτιάτες ή Πέρσες.
Η προσωπική ζωή του Αλκιβιάδη
Ο Αλκιβιάδης ήταν όμορφος εξωτερικά, αλλά εσωτερικά ήταν βίαιος, εγωκεντρικός και ματαιόδοξος. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 416 π.Χ. κέρδισε τρία πρώτα βραβεία στις αρματοδρομίες και έγινε ο πιο διάσημος άνθρωπος της Ελλάδας. Οι γιορτές του και η απροκάλυπτη πολυτέλεια μέσα στην οποία ζούσε μόνο με αυτές των Περσών μπορούν να συγκριθούν. Όταν πήγε στη Σπάρτη, όμως, τους εξέπληξε όλους με την αντοχή του. Ξύρισε το κεφάλι του, έκανε μπάνιο στον Ευρώτα, κοιμόταν στο πάτωμα και έτρωγε μέλανα ζωμό. Όταν πήγε στους Πέρσες, ζούσε με τη μεγαλύτερη πολυτέλεια και χλιδή.
Στην γενέτειρα του, την Αθήνα έκανε κυριολεκτικά ό,τι ήθελε. Χαστούκισε το δάσκαλο του, κατέστρεψε το κατηγορητήριο ενός προστατευομένου του, έβαλε στοίχημα ότι θα δείρει στην Αγορά τον πιο πλούσιο και σεβάσμιο άνθρωπο της πόλης, τον Ιππόνικο, το οποίο όχι μόνο έκανε, αλλά αργότερα παντρεύτηκε την κόρη του, Ιππαρέτη. Οι απιστίες του όμως ανάγκασαν την σύζυγο του να φύγει από το σπίτι. όταν η Ιππαρέτη πήγε στο δικαστήριο για να ζητήσει διαζύγιο, μπήκε μέσα, τη σήκωσε στα χέρια και την κουβάλησε βίαια στο σπίτι. Αρνιόταν να χάσει την περιουσία της. Στην Άβυδο παντρεύτηκε μια θεία του, στη Σπάρτη, όπως αναφέραμε παραπάνω, έκανε παιδί με τη βασίλισσα.
Ο Αλκιβιάδης, όμως, ερωτικά ελκόταν και από άνδρες. Ένας εραστής του, ο Άνυτος διοργάνωσε δείπνο και τον κάλεσε. Ο Αλκιβιάδης αρνήθηκε. Κάποια στιγμή όμως, εισέβαλε μεθυσμένος μέσα στο σπίτι του Άνυτου και απαίτησε να του δώσει τα μισά αργυρά και χρυσά σκεύη του σπιτιού. Τα πήρε και έφυγε, ενώ ο Άνυτος τον επαινούσε λέγοντας στους καλεσμένους του ότι πήρε μόνο τα μισά, ενώ μπορούσε να τα πάρει όλα.
Ο μόνος που μπορούσε να τον δαμάσει ήταν ο Σωκράτης. Η σχέση τους ήταν πνευματική και πλατωνική. Ο όμορφος, πλούσιος και ένδοξος Αλκιβιάδης παρακαλούσε το γέρο, φτωχό και ρακένδυτο Σωκράτη να συνάψουν σχέσεις. Αυτός όμως τον απέρριπτε συστηματικά. Ο Σωκράτης προσπαθούσε να συγκρατήσει το νεαρό, αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να τον κατευθύνει σε κάποιες στιγμές περίσκεψης, που τελικα τον οδηγούσαν σε μεγαλύτερες εκρήξεις.
Όταν έγινε Ολυμπιονίκης, αφού πήρε μέρος στην πομπή της πόλης, έκανε και μία δική του, ιδιωτική, χρησιμοποιώντας τα χρυσά αγγεία του ιερού της Ολυμπία, αλλά κανείς δεν του είπε τίποτα. ήθελε να είναι πάντα στο επίκεντρο των συζητήσεων. Μια φορά έδωσε ένα υπέρογκο ποσό για να αγοράσει ένα σκύλο και όλη η πόλη συζητούσε αυτή την απερισκεψία. Όταν έπαψε, όμως, να αποτελεί θέμα συζήτησης, έκοψε την ουρά του σκύλου, για να υπάρξει δεύτερος γύρος συζητήσεων.
Αυτός ήταν ο Αλκιβιάδης. Ακραίος, βίαιος, εγωκεντρικός, ματαιόδοξος, παρορμητικός, επιβλητικός, καιροσκόπος, προδότης.
Πηγή: Θουκυδίδου Ιστορίαι εκδ.ΚΑΚΤΟΣ
Πηγή: Μια σταγόνα Ιστορία, Δ. Καμπουράκης, εκδ. Πατάκη