Ουδετερότητα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Στην αρχή κάθε πολέμου οι χώρες που τηρούν ουδετερότητα είναι πολλές, αλλά στο τέλος ελάχιστες. Σύρονται σε αυτόν είτε από καταναγκασμό είτε από φόβο μη μείνουν έξω από τη διανομή της λείας.

Ουδετερότητα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο

Η κατάσταση της ουδετερότητας, ή μη, είχε λιγότερο σχέση με τις ιδεολογικές επιλογές των κυβερνήσεων των χωρών αυτών και περισσότερο με γεωπολιτικά συμφέροντα κα με τις δυνατότητες απόσπασης μεγαλύτερων ανταλλαγμάτων από τον έναν ή τον άλλο συνασπισμό. Έτσι η Ελλάδα του Μεταξά αποτελεί τον μόνο σίγουρο βαλκανικό σύμμαχο της κοινοβουλευτικής Αγγλίας. Κατ΄ αντιδιαστολή η ολοκληρωτική Βουλγαρία επιλέγει το στρατόπεδο του Άξονα, διότι η Γερμανία μπορεί να ικανοποιήσει τις βλέψεις της για έξοδο στο Αιγαίο.

Η Ουγγαρία του δικτάτορα Χόρτι προσδοκά την προσάρτηση της Τρανσιλβανίας από τη Ρουμανία Αντίθετα, η Ισπανία απέφυγε να ταυτίσει την τύχη της με τον Άξονα παρά τις χάρες που όφειλε ο «Καουντίλιο» στον «Φίρερ».

Ο Μουσολίνι μιλώντας -παραμονές της σύγκρουσης- στους στρατηγούς του, περιγράφει ως εξής το ασταθές ντόμινο της βαλκανικής ουδετερότητας: «Η Γιουγκοσλαβία έχει κάθε λόγο να παραμείνει ήσυχη, όπως η Τουρκία, ιδιαίτερα αφ’ ότου η Γερμανία εγκαταστάθη στη Ρουμανία και η Βουλγαρία ενίσχυσε τις στρατιωτικές της δυνάμεις. Η Βουλγαρία μπορεί να διαδραματίσει ρόλο στον αγώνα μας και να λάβει τα αναγκαία μέτρα, ώστε να μη χαθεί η μοναδική ίσως ευκαιρία πραγματοποιήσεως των βλέψεων της, καταλήψεως της Μακεδονίας και εξόδου της εις το Αιγαίο».

Ήδη από τη μυστική διάσκεψη στη Νέα Αγγλία (1941) μεταξύ Ρούσβελτ και Τσώρτσιλ ο Αμερικανός πρόεδρος ενημερώνει τον Βρετανό πρωθυπουργό ότι έχει προτείνει στην Ιαπωνία την ουδετερότητα της Ινδοκίνας και του Σιάμ, την οποία θα εγγυούνταν οι ΗΠΑ, Ιαπωνία, Μ. Βρετανία και Κίνα. Το Τόκιο αποδέχεται την ουδετερότητα υπό όρους: Τη λήξη του κινεζοϊαπωνικού πολέμου, την αναγνώριση της ιαπωνικής κυριαρχίας στις αναφερόμενες περιοχές και τη διακοπή εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών των στρατιωτικών προπαρασκευών και των οικονομικών κυρώσεων, που είχαν τεθεί σε ισχύ από τις 27 Ιουλίου 1941.

Όμως ο Τσώρτσιλ καταφέρνει να «ρυμουλκήσει» τον Ρούσβελτ στις βρετανικές θέσεις, προσθέτοντας μια κρίσιμη παράγραφο στο ανακοινωθέν: «Οιαδήποτε περαιτέρω επέμβαση της Ιαπωνίας στον νοτιοδυτικό Ειρηνικό θα δημιουργήσει κατάσταση, έναντι της οποίας η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών θα υποχρεωθεί να λάβει αντίμετρα, έστω και αν αυτά οδηγήσουν τελικά σε πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Ιαπωνίας». Το Περλ Χάρμπορ απέχει μόνο 120 μέρες.

Προϊόν της Διάσκεψης είναι «ο Χάρτης του Ατλαντικού», ένα κείμενο καλών προθέσεων που κατοχυρώνει την αυτοδιάθεση των εθνών στην μεταπολεμική περίοδο. Ο Ρούσβελτ γνωστοποιεί στον Τσώρτσιλ ότι δεν είναι αποδεκτή η πολιτική που είχε εφαρμόσει η Βρετανία κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο εξής οι Σύμμαχοι θα μιλούν για έναν πόλεμο που διεξάγουν εν ονόματι των «Ηνωμένων Εθνών».

Η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση είναι από τις πρώτες μαζί με Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Γιουγκοσλαβία Βέλγιο, Ολλανδία, Νορβηγία και Λουξεμβούργο, υπογράφουν τον «Χάρτη του Ατλαντικού», η προσυπογραφή του οποίου θα αποτελέσει μεταπολεμικά προϋπόθεση εισδοχής στον ΟΗΕ.

Το Αραβικό Απελευθερωτικό Κίνημα στη Μέση Ανατολή χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τον Χίτλερ ως «ο φυσικός σύμμαχος εναντίον της Αγγλίας» και επιδιώκει επέκταση της εξέγερσης κατά των Βρετανών. Όταν ο γερμανόφιλος Αλί Ρασίντ γίνεται πρωθυπουργό ς στη Βαγδάτη τον Απρίλιο του 1941, εξωθεί τον Τσώρτσιλ σε κατάληψη του Ιράκ. Αυτή η ιδιότυπη αραβική «ουδετερότητα» βλάστησε πάνω σε ένα έντονο αντιβρετανισμό των λαών της Μέσης Ανατολής και της βόρειας Αφρικής που είχαν κακές εμπειρίες από από την αποικιακή αυτοκρατορία.

Οι αραβικές πρωτεύουσες αλλά και οι Στοκχόλμη και Βέρνη γίνονται -ή ανέχονταν να γίνουν- επίκεντρα δράσης των προπαγανδιστικών και μυστικών υπηρεσιών και των δύο αντιπάλων, αλλά και ανθρωπιστικών ή επισιτιστικών αποστολών, όπως επίσης και τόποι ανταλλαγής αιχμαλώτων πολέμου. Είναι το αντίτιμο της ουδετερότητας τους, αν και η Ελβετία θα έχει και 50 νεκρούς από έναν κατά λάθος αμερικανικό αεροπορικό βομβαρδισμό τον Απρίλιο του 1944.

Μετά τον πόλεμο Ελβετοί και Σουηδοί διπλωμάτες θα παρουσιάσουν στοιχεία για την εύνοια τους προς τους Συμμάχους. Αντιμετωπίζονται με δυσπιστία, καθώς εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να παρουσιάσουν ανάλογα ντοκουμέντα στην άλλη πλευρά αν ο νικητής ήταν διαφορετικός.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *