Η θρησκεία αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς όλων των λαών. Το «ομόθρησκον» είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούνται για να αποδείξουν την ενότητα αλλά και την ομοιότητα τους οι Έλληνες. Τι συνέβη όμως με τον κύριο εκφραστή της θρησκείας των Ελλήνων, την Ορθόδοξη Εκκλησία, από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά;
Οι κατακτητές, σύμφωνα με τον ιερονομικό κώδικα των μωαμεθανών, το Κοράνιο, αλλά και για άλλους λόγους, πολιτικού και οικονομικού συμφέροντος, έδειξαν ανεκτικοί απέναντι στις θρησκευτικές εθνικές ιδιαιτερότητες των ραγιάδων. Οι υπόδουλοι Έλληνες εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός αυτό και συσπειρώθηκαν γύρω από την εκκλησιαστική τους εξουσία, την οποία περιόρισε, αλλά δεν κατήργησε ο σουλτάνος. Έτσι, διαχώρισαν τον εαυτό τους από τους αλλόθρησκους Τούρκους (ή ακόμη και με τους ετερόδοξους Φράγκους).
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και τη κατάλυση της πολιτικής εξουσίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία παρέμεινε πλέον ο μόνος εκπρόσωπος και αρχηγός των υπόδουλων Ορθοδόξων, σύμφωνα με το σύστημα των Millet, δηλαδή της διαίρεσης των υποταγμένων με βάση μόνο τους θρησκευτικούς δεσμούς, που υιοθέτησε από την αρχή της κυριαρχίας ο οθωμανικός κρατικός μηχανισμός. Ο ίδιος ο Μωάμεθ Β’ φρόντισε για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής διοίκησης και επιδίωξε να ρυθμίσει τις σχέσεις του με το Πατριαρχείο και μέσω αυτού με το χριστιανικό ποίμνιο. Με εντολή του, συγκλήθηκε στις αρχές Ιανουαρίου 1454, Σύνοδος Επισκόπων στην Κωνσταντινούπολη και εξέλεξε νέο Πατριάρχη το μοναχό Γεννάδιο. Μετά την εγκατάσταση του νέου Πατριάρχη εκδόθηκε αυτοκρατορικό διάταγμα (βεράτι) με σειρά προνομίων, δυνάμει των οποίων ο επικεφαλής της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατέστη Εθνάρχη. Τα προνόμια αυτά διαιρούνται σε εκκλησιαστικά και πολιτικά.
Σύμφωνα με τα εκκλησιαστικά ο Πατριάρχης μπορούσε να:
- να ασκεί ανώτατη εποπτεία επί του ορθόδοξου κλήρου, των ναών, των μοναστηριών, καθώς και της περιουσίας αυτών.
- να δικάζει κληρικούς για παραπτώματα όχι μόνο εκκλησιαστικής φύσεως, αλλά και πολιτικής
- να αποφασίζει μαζί με την Πατριαρχική Σύνοδο των αρχιερέων, για κάθε ζήτημα δογματικό, ή πολιτικό, που αφορούσε την Ορθόδοξη Εκκλησία
- να επιβάλλει ποινές στους απειθούντες
- να διορίζει, να μεταθέτει και να παύει τους υπ’ αυτόν κληρικούς, σχεδόν χωρίς έλεγχο, αφού η Υψηλή Πύλη εξέδιδε -κατά κανόνα- χωρίς αντίρρηση τα ανάλογα φιρμάνια.
Σύμφωνα με τα πολιτικά ο Πατριάρχης μπορούσε:
- να ιδρύει σχολεία, να διορίζει δασκάλους και να φροντίζει γενικά για την εκπαίδευση
- να ρυθμίζει αστικές υποθέσεις που αφορούσαν τους Ορθόδοξους και συνδέονταν -άμεσα ή έμμεσα- με τον θρησκευτικό βίο (γάμοι, βαπτίσεις, διαζύγια, επιτροπείες ανηλίκων, κληρονομιές κ.λ.π.)
- να αποφασίζει και για άλλες αστικές υποθέσεις, οικονομικές δοσοληψίες ή κτηματικές διαφορές κ.λ.π
- να επιβέλλει φορολογία σε λαϊκούς και κληρικούς, για την αντιμετώπιση οικονομικών αναγκών της Εκκλησίας
- να διατηρεί ειδικούς υπαλλήλους για την είσπραξη φόρων
- να εισηγείται στην Υψηλή Πύλη την αποκατάσταση γενομένων αδικιών ή να προβαίνει σε παραστάσεις υπέρ των υποδούλων
Η σουλτανική αυτή ενέργεια υπήρξε αποφασιστική για την τύχη των Ελλήνων. Ωστόσο, δεν πρέπει να παρερμηνευτεί, ως προς τα αληθινά της κίνητρα. Οι λόγοι, για τους οποίους παραχωρήθηκαν τα προνόμια αυτά στον ορθόδοξο Πατριάρχη και, κατά συνέπεια, στους διαδόχους του, δεν υπαγορεύονταν μόνο από τις διατάξεις του Ισλάμ, που συνιστούσε στους μωαμεθανούς ηγεμόνες να τηρούν στάση ανοχής απέναντι στους λαούς της Βίβλου, δηλαδή Εβραίους και Χριστιανούς. Ο Μωάμεθ ορμήθηκε προπαντός από πολιτικούς λόγους: η εκχώρηση προνομίων στο Πατριαρχείο παρείχε στους Τούρκους τη δυνατότητα να κυβερνούν ευχερέστερα τους Χριστιανούς, δεδομένου ότι ο Πατριάρχης αναλάμβανε την υποχρέωση, απέναντι στο κυρίαρχο οθωμανικό κράτος, να τηρεί σε υποταγή τους πιστούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Παράβαση ή αδυναμία εκπλήρωσης της υποχρέωσης αυτής συνεπαγόταν καθαίρεση ή θάνατο για τον Πατριάρχη, που ήταν υπεύθυνος για κάθε επαναστατική ενέργεια ή ακόμα και ύποπτη κίνηση των ραγιάδων. Αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος της παραχώρησης των προνομίων.
Η τακτική αυτή του σουλτάνου ενείχε και άλλο στόχο: να εμποδίσει -στην πράξη- την ένωση των νέων υπηκόων του ορθοδόξων της Ανατολής με καθολική Δύση, όπως είχε αποφασιστεί στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας για λόγους σκοπιμότητας (απόκρουση της τουρκικής απειλής). Με τον τρόπο αυτό ικανοποιούσε το θρησκευτικό συναίσθημα των Ορθοδόξων και ταυτόχρονα απομάκρυνε το ενδεχόμενο ανάληψης σταυροφορίας από μέρους των Καθολικών της Ευρώπης, για την απελευθέρωση των Χριστιανών της Ανατολής. Ο σουλτάνος είχε συμφέρον να διατηρηθεί το υφιστάμενο χάσμα μεταξύ Ορθόδοξης και Καθολικής Εκκλησίας. Γι’ αυτό, άλλωστε, και προτίμησε για τον πατριαρχικό θρόνο τον Γεώργιο Σχολάριο, γνωστό για τις ανθενωτικές του ιδέες και τα αντιπαπικά του φρονήματα.
Βέβαια, η μετέπειτα εξέλιξη της κατάστασης στον ελληνικό χώρο δεν δικαίωσε τους υπολογισμούς του σουλτάνου. Το εθνικό φρόνημα και ο πόθος της λύτρωσης από τα δεινά της δουλείας έθεσαν σε δεύτερη μοίρα την αντίθεση με τους Καθολικούς και ώθησαν τους Έλληνες σε συνεργασία για την απελευθέρωση τους. Σε αρκετές περιπτώσεις οι Έλληνες ενίσχυσαν, παρά τα σκληρά μέτρα της τουρκικής εξουσίας, τους Δυτικούς στους πολέμους τους κατά των Οθωμανών, με την ελπίδα να ενισχυθούν στο μέλλον και οι ίδιοι, για την ανάκτηση της ελευθερίας τους.
Θεωρητικά, η Εκκλησία, με τα προνόμια που είχε στη διάθεση της, ασκούσε τα καθήκοντα της χωρίς επεμβάσεις της οθωμανικής εξουσίας. Στην ουσία, όμως, τα πράγματα συνέβαιναν διαφορετικά. Οι Τούρκοι επενέβαιναν πολλές φορές στην εκλογή του Πατριάρχη, ή με διάφορα προσχήματα τον εξανάγκαζαν σε παραίτηση, για να επιλέξουν άλλον της αρεσκείας τους. Μέρος της ευθύνης για τις ανωμαλίες αυτές έφερε και η αντιζηλία και η διαμάχη μεταξύ των ισχυρών Ελλήνων -λαϊκών και κληρικών- που με τις ενέργειες τους υπονόμευαν τον Πατριάρχη.
Οι τουρκικές επεμβάσεις εκτείνονταν σε όλους τους τομείς που αφορούσαν την Ορθόδοξη Εκκλησία, ανάλογα με τις διαθέσεις των ισχυρών και προπαντός του σουλτάνου. Παραταύτα, οι εκάστοτε Πατριάρχες προσέφεραν -στα πλαίσια πάντα των διορθοδόξων πνευματικών καθηκόντων τους- ανυπολόγιστη βοήθεια προς το Έθνος. Ήταν, κατά κανόνα, το στήριγμα των Ελλήνων. Η ευθυκρισία τους μάλιστα ήταν σε τέτοιο υψηλό βαθμό, ώστε προσέφευγαν σ’ αυτή ακόμη και Τούρκοι, αφού ο καδής έκρινε, συνήθως, τις δικαστικές υποθέσεις, ανάλογα με την αξία των προσφερομένων δώρων των διαδίκων. Για τους Έλληνες ο Πατριάρχης δεν ήταν μόνο ηγέτης της Εκκλησίας, αλλά και του Έθνους. Ήταν, δηλαδή, τυπικά και ουσιαστικά Εθνάρχης. Μαζί με τον υπ’ αυτόν κλήρο αποτέλεσε τον πλέον καθοριστικό παράγοντα της εθνικοπολιτικής αποκατάστασης του Γένους.
Πηγή: https://www.ekdotikeathenon.gr/istopia-toy-ellhnikoy-ethnoys-p16.html