Ονομαστοί οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου ήταν οι: Αναγνώστης Πετιμεζάς, Νικόλαος, Πετιμεζάς, Ανδρέας Λόντος, Ανδρέας Ζαΐμης, Δημήτριος Πλαπούτας, Κανέλλος Δεληγιάννης, Γεώργιος Σισίνης και Σωτήρης Χαραλάμπης.
Οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου
Ο Αναγνώστης Πετιμεζάς (1765-1822)

Ο Αναγνώστης Πετιμεζάς (ή Πετμεζάς) γεννήθηκε στα Σουδενά Καλαβρύτων και καταγόταν από την ιστορική οικογένεια των Πετιμεζάδων. Ήταν γιος του Σωτήρη Πετιμεζά, αδελφού του Αθανασίου Πετιμεζά που φονεύθηκε στη Βυσωκά Καλαβρύτων το 1769. Μετά το θάνατο του θείου του, μαζί με τον άλλο θείο του Κωνσταντίνο Πετιμεζά κατέφυγε στη Ζάκυνθο, όπου υπηρέτησε στα ελληνικά τάγματα που οργάνωσαν οι Ρώσοι στα Επτάνησα. Μετείχε στην Αγία Λαύρα και έλαβε μέρος στις μάχες των Καλαβρύτων, στην Ακροκόρινθο, στην Τρίπολη υπό τις διαταγές του Κολοκοτρώνη. Πολέμησε επίσης στη μάχη των Δερβενακίων. Σκοτώθηκε μαζί με τον γιο του Σωτήρη Πετιμεζά (ηλικίας δεκαεπτά χρονών) και τον παπα-Καλομοίρη στο Βασιλικό της Σικυώνας, κοντά στην Κόρινθο, στις 12 Αυγούστου 1822 σε τουρκική ενέδρα ενώ προσπαθούσε να σταματήσει τα υπολείμματα του στρατού του Δράμαλη, που επιχειρούσαν αντεπίθεση από την Κόρινθο.
Ο Νικόλαος Πετιμεζάς (1790-1865)

Ο Νικόλαος Πετιμεζάς γεννήθηκε στα Σουδενά Καλαβρύτων και ήταν γιος του Αθανασίου, γόνου της ιστορικής οικογένειας των Πετιμεζάδων και αδελφός του Βασιλείου. Το 1804, μετά την δολοφονία του πατέρα του, κατέφυγε στη Ζάκυνθο και κατατάχθηκε στα αγγλικά τάγματα της Επτανήσου όπου διακρινόμενος έγινε αξιωματικός. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση του 1821 επέστρεψε στη Πελοπόννησο και μαζί με άλλους Πετιμεζάδες μετείχε σε πολλές μάχες. Το 1826 με δύναμη 600 ανδρών κατέλαβε το Μέγα Σπήλαιο και απέκρουσε τις εφόδους του Ιμπραήμ. Στη συνέχεια διετέλεσε πληρεξούσιος της επαρχίας Καλαβρύτων και αργότερα μετά την απελευθέρωση εκλέχτηκε βουλευτής. Όταν το 1833 συστάθηκε η Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή ήταν ένας από τους πρώτους δέκα Μοιράρχους του Σώματος. Απεβίωσε στα Καλάβρυτα το 1865.
Ο Ανδρέας Λόντος (1786-1845)

Ο Ανδρέας (Σωτηράκη) Λόντος ήταν προεστός του Αιγίου, με σημαντική στρατιωτική και πολιτική δράση στην Επανάσταση του 1821, καθώς και έπειτα από αυτή. Γεννήθηκε το 1786 στη Βοστίτσα (Αίγιο) από ισχυρή οικογένεια προυχόντων της πόλης. Ήταν γιος του προεστού Σωτηράκη Λόντου που αποκεφαλίστηκε το 1812 στην Τριπολιτσά. Παππούς του ήταν ο Γκολφίνος ο οποίος συμμετείχε στην Εξέγερση του 1770. Σπούδασε στο σχολαρχείο της Βοστίτσας, το οποίο διεύθυνε ο Ευστάθιος Παλαμάς, πρόγονος του μετέπειτα ξακουστού ποιητή Κωστή Παλαμά. Ο Ανδρέας έζησε για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη και επανήλθε στην Πελοπόννησο το 1816. Συνήψε φιλία με τον νέο Μόρα-Βαλεσή Σακήρ Αχμέτ και το 1818 αναγορεύτηκε επίσημα σε προεστό με έγγραφο των εκπροσώπων του Καζά Βοστίτσας, επικυρωμένο από τον επίσκοπο Κερνίκης Προκόπιο. Προεπαναστατικά μυήθηκε στην Φιλική εταιρεία και εργάστηκε για την προπαρασκευή της Επανάστασης. Στο σπίτι του πραγματοποιήθηκε η Σύσκεψη της Βοστίτσας. Μετείχε ενεργά στην Επανάσταση, όπως και οι αδελφοί του Αναστάσιος και Λουκάς. Στις 23 Μαρτίου κήρυξε την επανάσταση στο Αίγιο, εκδίωξε τους Τούρκους χωρίς μάχη και ύψωσε την πρώτη Ελληνική επαναστατική σημαία. Στη διάρκεια της επανάστασης διοικούσε δικό του σώμα στρατού, με το οποίο πήρε μέρος στην πολιορκία της Πάτρας και του Μεσολογγίου. Κατά τον Καλλίνικο Καστόρχη (1789 – 1877) ο Ανδρέας Λόντος σε συνεννόηση με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό εκφώνησε την 25 Μαρτίου του 1821 προς συμπατριώτες του τον ίδιο λόγο που εκφώνησε και ο Γερμανός στην Αγία Λαύρα Καλαβρύτων. Μετά από αυτό επικεφαλής ενόπλων συμμετείχε στην πολιορκία της Πάτρας και του Ρίου.
Ο Ανδρέας Ζαΐμης (1792-1840)

Ο Ανδρέας Ζαΐμης γεννήθηκε στην Κερπινή Καλαβρύτων το 1791, γιος του προεστού των Καλαβρύτων Ασημάκη Ζαΐμη που πρώτος σήκωσε το λάβαρο της επανάστασης στην Αγία Λαύρα στις 17 Μαρτίου 1821. Νέος μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία, εγκατέλειψε τις σπουδές του στην Ιταλία και πήρε μέρος στην Επανάσταση, μαχόμενος στην πολιορκία της Πάτρας και στο Μεσολόγγι. Χρημάτισε πληρεξούσιος στη συνέλευση της Επιδαύρου το 1822. Το 1826, μετά τα δραματικά γεγονότα του Μεσολογγίου, ανέλαβε με απόφαση της Τρίτης Εθνοσυνέλευσης (που διέκοψε τις εργασίες της) πρόεδρος της «Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδος», αναλαμβάνοντας την ευθύνη της διακυβέρνησης και της συνέχισης του Αγώνα. Επί Καποδίστρια διορίστηκε μέλος του «Πανελληνίου» και το 1837 σύμβουλος επικρατείας μέχρι το θάνατό του το 1840 στην Αθήνα. Παντρεύτηκε την Ελένη Δεληγιάννη, κόρη του προεστού των Λαγκαδίων, Ιωάννη Δεληγιάννη. Ο γιος του Θρασύβουλος και ο εγγονός του Αλέξανδρος διετέλεσαν επίσης πρωθυπουργοί. Ο ιστορικός Αμβρόσιος Φραντζής τον καταγράφει ως έναν από τους προύχοντες που συμμετείχαν στη σύσκεψη της Βοστίτσας ο οποίος ήρθε σε έντονη λεκτική αντιπαράθεση με τον Παπαφλέσσα, αρνούμενος να πιστέψει τους αναληθείς (όπως αποδείχτηκε) ισχυρισμούς του για δήθεν εξασφαλισμένη Ρωσική βοήθεια στον επικείμενο Αγώνα.
Ο Δημήτριος Πλαπούτας (1786-1864)

Ο Δημήτριος Πλαπούτας γεννήθηκε στο χωριό Παλούμπα της επαρχίας Γορτυνίας και ήταν γιος του κλέφτη Νικόλα-Κόλια Πλαπούτα. Την περίοδο 1811 με 1812, κατέφυγε στη Ζάκυνθο όπου υπηρέτησε ως εκατόνταρχος στα ελληνικά σώματα του Βρετανικού Στρατού. Παντρεύτηκε το 1803 την Στεκούλα Κολοκοτρώνη με την οποία δεν απέκτησε παιδιά, σε δεύτερο γάμο απέκτησε μία κόρη. Το 1816, ευρισκόμενος στην Πελοπόννησο, διώκεται και πάλι από τις οθωμανικές αρχές ως πρωταγωνιστή του φόνου των Τούρκων στην Αλωνίσταινα. Καταφεύγει στη Ζάκυνθο και εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία (15 Οκτωβρίου 1818) από τον Αναγνώστη Τσοχαντάρη. Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης έσπευσε στην επαναστατημένη Ελλάδα. Ήταν σημαντικός οπλαρχηγός, πιστός οπαδός του Κολοκοτρώνη. Συγκρότησε δικό του στρατό (800-1.000 άνδρες) και διακρίθηκε στη μάχη του Βαλτετσίου και στη πολιορκία της Τρίπολης. Διορίστηκε υπαρχηγός στη αποτυχημένη Πολιορκία της Πάτρας (1822). Στην εμφύλια διαμάχη που ξέσπασε στήριξε τους Κουντουριώτες, ενώ αργότερα με τον ερχομό του Ιμπραήμ πολέμησε μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον οποίο και στήριξε στα χρόνια της Αντιβασιλείας. Καταδικάστηκε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία και φυλακίστηκε. Αποφυλακίστηκε όταν δόθηκε γενική αμνηστία. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την πολιτική. Εκλέχθηκε πληρεξούσιος στη Δ’ Εθνική Συνέλευση και βουλευτής Καρύταινας (1844-1847), ενώ διετέλεσε γερουσιαστής (1847-1862) και επίτιμος υπασπιστής του Όθωνα. Απεβίωσε στις 27 Ιουλίου 1864 στον οικογενειακό Πύργο των Πλαπουταίων στο Παλούμπα.
Ο Κανέλλος Δεληγιάννης (1780-1862)

Ο Κανέλλος Δεληγιάννης γεννήθηκε στα Λαγκάδια Γορτυνίας και ήταν γιος του πρόκριτου (κοτζαμπάσηδες) του Μοριά, Ιωάννη Δεληγιάννη-Παπαγιαννόπουλου, ενός εκ των ισχυροτέρων προσωπικοτήτων της εποχής. Παντρεύτηκε την Αθανασία Α. Παπατσώνη, συγγενή του ομώνυμου προκρίτου, και απέκτησαν μία κόρη, τη Μαρία (-1854). Λόγω της πρωτοκαθεδρίας της οικογενείας του στην περιοχή έγινε σύντομα πρόκριτος, ενώ κατά τη διάρκεια της Επανάστασης διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο. Το 1844 εκλέχτηκε πρόεδρος της βουλής, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1845.
Μετά τη δολοφονία του πατέρα του, Ιωάννη Δεληγιάννη-Παπαγιαννόπουλου, στις 12 Φεβρουαρίου 1816, ο Κανέλλος αναδείχθηκε αρχηγός της οικογένειάς του. Οργάνωσε και χρηματοδότησε μεγάλο μέρος της επανάστασης στο Μοριά με έξοδα της οικογένειάς του. Ύστερα από αρκετές μικροσυμπλοκές με τους Τούρκους, αλλά και με άλλες οικογένειες προκρίτων, κήρυξε μαζί με άλλους αγωνιστές την επανάσταση στα Λαγκάδια, στις 23 Μαρτίου 1821. Την 1η Απριλίου 1821 διέταξε τη σφαγή όλων των Τούρκων Λαγκαδινών (40 οικογένειες) και την πυρπόληση του τζαμιού. Συνολικά σφαγιάστηκαν 300 άοπλοι άντρες, οι οποίοι λίγες ημέρες νωρίτερα είχαν αφοπλιστεί, γυναίκες και παιδιά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να τρομοκρατηθούν οι κάτοικοι της γύρω περιοχής που φοβούμενοι αντίποινα, εντάχθηκαν στο πλευρό των Δεληγιανναίων, οι οποίοι είχαν πλέον πέσει στη δυσμένεια των Τούρκων και χρειάζονταν υποστήριξη. Διόρισε γενικό στρατηγό του στρατού του, ο οποίος αποτελούνταν από 3500 εμπειροπόλεμους μισθοφόρους, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη τον οποίο η οικογένειά του και κυρίως ο πατέρας του είχαν κυνηγήσει άγρια επί χρόνια, για να σώσουν το Μοριά από τις λεηλασίες του κατά των Ελλήνων και Τούρκων χωρικών, και με εντολή της Πύλης, που απειλούσε με εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού αν δεν τον συνελάμβαναν.
Πολέμησε στο Μεσολόγγι, στη Μάχη του Πέτα, στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και σε πολλά άλλα μέρη. Στην Τριπολιτσά είχε θυσιαστεί ο αδελφός του ο οποίος είχε προσφερθεί ως όμηρος στους Τούρκους για να καθησυχάσει τις υποψίες τους πριν από την έναρξη της Επανάστασης. Κατά τη διάρκεια του πρώτου ελληνικού εμφυλίου πολέμου, συντάχθηκε με τους προκρίτους του Μοριά και τους Υδραίους, συμπαρασύροντας μάλιστα και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, με αντάλλαγμα τον αρραβώνα της κόρης του με τον γιο του Κολοκοτρώνη, Κολίνο. Στη δεύτερη φάση του εμφυλίου πολέμου, όμως, φυλακίστηκε από την κυβέρνηση Κουντουριώτη μαζί με τον Κολοκοτρώνη και άλλους προκρίτους στο μοναστήρι του προφήτη Ηλία στην Ύδρα, για να αποφυλακιστεί μερικούς μήνες αργότερα ώστε μαζί με τον Κολοκοτρώνη να αντιμετωπίσουν τον Ιμπραήμ Πασά. Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, ο Δεληγιάννης έλαβε σύνταξη αντιστράτηγου ενώ επί Όθωνα έλαβε το βαθμό του συνταγματάρχη και διετέλεσε νομοεπιθεωρητής Μεσσηνίας. Πέθανε πάμπτωχος αφού θυσίασε όλη την περιουσία του για την Επανάσταση.
Ο Γεώργιος Σισίνης (1769-1831)

Ο Γεώργιος Σισίνης γεννήθηκε στη Γαστούνη της Ηλείας και καταγόταν από πλούσια και ιστορική οικογένεια της περιοχής. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν πρόκριτος της Γαστούνης. Ήταν γιος του Χρύσανθου Σισίνη και της Γαλλίδας Βικτωρίας (Victoria Bertran) και είχε τρεις αδερφούς (τον Νικόλαο, τον Πέτρο και τον Μιχαήλ) που πέθαναν πριν από την επανάσταση και μία αδελφή που αργότερα παντρεύτηκε τον Σωτήρη Χαραλάμπη. Τα αδέλφια του ήταν ιατροί, όπως και ο πατέρας του, και ο ίδιος αναφέρεται ότι ήταν πρακτικός ιατρός. Ο Γεώργιος Σισίνης είχε παντρευτεί την Υακίνθη Σταθακοπούλου και είχε δύο γιούς, τον Μιχαήλ και τον Χρύσανθο. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819. Πριν από το ξέσπασμα της Επανάστασης οι Τούρκοι τον κάλεσαν για να συζητήσουν στην Τρίπολη αλλά ύστερα από υπόδειξη του Παλαιών Πατρών Γερμανού, παρίστανε τον άρρωστο και δεν πήγε. Κήρυξε την Επανάσταση το 1821 στην Ηλεία και βοήθησε σημαντικά τον αγώνα. Θεωρείται ως ένας από τους σπουδαιότερους τροφοδότες των επαναστατικών σωμάτων της Πελοποννήσου. Στον στρατιωτικό αγώνα διακρίθηκε κυρίως στις μάχες της Πάτρας, του Λάλα και του Χλεμουτσίου. Ως πολιτικός, διετέλεσε πληρεξούσιος της Ηλείας στην Β’ και πρόεδρος της Γ’ και Δ’ Εθνοσυνελεύσεων ενώ το 1829 εκλέχτηκε πρόεδρος της Γερουσίας. Το 1825 συνελήφθη μαζί με τον γιο του, Χρύσανθο, και φυλακίστηκε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις στην Ύδρα. Την Άνοιξη του ίδιου χρόνου αποφυλακίστηκαν και συνέχισαν τις πολεμικές τους επιχειρήσεις. Την περίοδο του Καποδίστρια διορίστηκε μέλος στο “Πανελλήνιον” αλλά σύντομα παραιτήθηκε επειδή διαφώνησε με την πολιτική του. Παρόλα αυτά δεν έλαβε μέρος στη δολοφονία του Καποδίστρια, την οποία και κατέκρινε. Το 1829 χρημάτισε πρόεδρος της Γερουσίας και απεβίωσε στη Γαστούνη το 1831.
Ο Σωτήρης Χαραλάμπης (1770-1826)
Ο Σωτήρης Χαραλάμπης υπήρξε από τους μεγαλύτερους άρχοντες της Πελοποννήσου πριν την Επανάσταση και ήταν γιος του Αναστασίου Χαραλάμπη. Γεννήθηκε το 1770 στη Ζαρούχλα Αχαΐας, είχε νυμφευθεί την Βικτωρία Σισίνη αδελφή του Γ. Σισίνη και κατοικούσε στα Καλάβρυτα. Όταν έγινε η επανάσταση, της οποίας ήταν πρωτουργός, εξελέχτηκε από το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας Καλαβρύτων αρχιστράτηγος όλων των εκεί καπεταναίων. Ήταν μυημένος στην Φιλική Εταιρεία, πολέμησε στο Σαραβάλι, στο Πουρναρόκαστρο και στην πολιορκία της Πάτρας με στρατιωτικό σώμα που συντηρούσε ο ίδιος. Είχε εκλεγεί στην Πελοποννησιακή Γερουσία το 1821 και είχε πάρει μέρος ως πληρεξούσιος της επαρχίας Καλαβρύτων στην Α’ Εθνική Συνέλευση Επιδαύρου και στην Β’ Εθνική Συνέλευση Άστρους. Μετά την Α’ Εθνική Συνέλευση είχε πάρει μέρος στο Βουλευτικό το 1822 και μετά την Β’ Εθνική Συνέλευση, είχε εκλεγεί αντιπρόεδρος το 1823 στο Εκτελεστικό. Πέθανε το 1826 στο Ναύπλιο.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών
Με πληροφορίες από: https://el.wikipedia.org