Ολυμπιακή θεολογία

Η ολυμπιακή θεολογία είναι ένα από τα επιτεύγματα των πρώιμων ιστορικών χρόνων. Συμπιέσθηκε το πλήθος των θρησκευτικών δοξασιών σε ένα ευσύλληπτο σχήμα και θεμελιώθηκε η «επίσημη» ελληνική θρησκεία. Κάθε πόλη και κάθε κοινότητα έσπευσε να αναγνωρίσει στις τοπικές θεότητες τις ακτινοβόλες ολυμπιακές θεότητες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εντύπωση ότι όλα τα ελληνικά φύλα, ιωνικά, αχαϊκά, δωρικά, αιολικά, είχαν την ίδια θρησκεία. Στην επίφαση της ομοιομορφίας συνέβαλε και το δελφικό ιερό, γιατί όλες οι πόλεις το συμβουλεύονταν για την οργάνωση ή την αναδιοργάνωση των λατρειών. Στην πράξη όμως παλαιές θεότητες και παλαιά τελετουργικά δεν ξεριζώθηκαν. Μια θρησκευτική ιδιοτυπία από τόπο σε τόπο ήταν πάντα αισθητή στην αρχαία Ελλάδα.

Ολυμπιακή θεολογία

Το σχήμα που εισήγαγε ο Όμηρος βάζοντας σε τάξη το πλήθος των θεών και των δαιμόνων της ταραγμένης μεταμυκηναϊκής εποχής βασίζεται σε μια ομάδα εννέα μεγάλων θεών που κυβερνούν τον κόσμο. Η ομάδα αυτή αποτελεί μια οικογένεια (πατέρα μητέρα και επτά παιδιά), που θυμίζει βασιλική οικογένεια των γεωμετρικών χρόνων: όπως ο βασλιάς είχε το ανάκτορό του στην κορυφή ενός λόφου, έτσι και ο Ζευς είχε το ανάκτορό του στην πιο ψηλή κορυφή του Ολύμπου. Χαμηλότερα ο Ήφαιστος είχε φτιάξει κατοικίες για άλλους θεούς.

Στο ανάκτορο του Δία υπήρχαν ευρύχωρα δωμάτια όπου γινόταν η «αγορά των θεών». Στις συνεδρίες ιδιαίτερη θέση είχε η σύζυγός του Ήρα και τα περισσότερο διακεκριμένα παιδιά του η Αθηνά και ο Απόλλων. Από τα υπόλοιπα πέντε μέλη της οικογένειας μόνο ο Ήφαιστος και ο Άρης είχαν μητέρα την Ήρα. Της Αρτέμιδος (και του Απόλλωνα) μητέρα ήταν η Λητώ, του Ερμή η Μαία και της Αφροδίτης η Διώνη.

Εκτός από τους εννέα αυτούς θεούς έπαιρναν μέρος στην διακυβέρνηση του κόσμου και δύο άλλοι μεγάλοι θεοί, αδελφοί του Δία, ο Ποσειδώνας και ο Άδης. Επειδή όμως ο Άδης βασίλευε στον Κάτω Κόσμο απέφευγαν να τον συναριθμούν στους ολύμπιους θεούς (όταν τον ανέφεραν προτιμούσαν να τον ονομάζουν Πλούτωνα). Τη θέση του Άδη συνηθέστερα κατείχε η Εστία, αδελφή του Δία. Αργότερα και την Εστία, υποχρεωμένη να μένει διαρκώς στο σπίτι και να μην απασχολείται με τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου, την αντικαθιστούσαν με τον θεό Διόνυσο. Τέλος, στη Δήμητρα, που πάντοτε είχε τη θέση της στην ολυμπιακή θεολογία, ήταν εμπιστευμένες οι ταπεινές ασχολίες των γεωργών. Συνήθως τη θεωρούσαν ευνοούμενη του Δία, αν και ο Ησίοδος την παρουσιάζει ως κόρη του Κρόνου, άρα αδελφή του Δία.

Το σχήμα αυτό έδωσε κρυστάλλινη διαύγεια στο ομιχλώδες πάνθεο της εποχής: όπως επικεφαλής του «κράτους της πόλης» ήταν η βασιλική οικογένεια, έτσι και ο κόσμος είχε επικεφαλής τον ένα δυνατό βασιλιά, τη σύζυγό του, τους δύο αδελφούς του, τα επτά παιδιά του και μια καλόβολη θεά που η θέση της ήταν περισσότερο κοντά στους ταπεινούς καλλιεργητές τη γης. Το πλήθος των άλλων θεών ή βρίσκονταν στην υπηρεσία των μελών της βασιλικής οικογένειας ή είχαν αναλάβει μικρότερα έργα στις επιμέρους περιοχές του κόσμου και της ζωής.

Εκτός από τους θεούς αυτούς στα πρώιμα ιστορικά χρόνια φαίνεται ότι η σκέψη των Ελλήνων την απασχολούσε πολύ η ιδέα της Μοίρας. Από τον Όμηρο είναι φανερό ότι τη Μοίρα την αντιλαμβάνονταν ως θεότητα ή ως δαίμονα ούτε καν ως συγκεκριμένη προσωπικότητα, αλλά ως ένα είδος τυφλής δύναμης, στην οποία όφειλαν να υποτάσσονται θεοί και άνθρωποι. Έτσι οι θεοί δεν ήταν για τους Έλληνες παντοδύναμοι, αλλά απλώς ισχυροί. Έπρεπε να υποτάσσονται και αυτοί στην αναπόδραστη Αναγκαιότητα, στην οποία έδιναν το όνομα Μοίρα.

Η βιοσοφική αυτή έννοια προέκυψε από τη συναίσθηση ότι στη ζωή υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες οι άνθρωποι δεν έχουν δικαίωμα της εκλογής ή νιώθουν τη θέληση τους ανίσχυρη. Η τυφλή ή ψυχρή αυτή δύναμη πρέπει να πήρε υπόσταση ταυτόχρονα με τους θεούς. Γι΄αυτό είναι φυσικό θεοί και άνθρωποι να είναι ευχαριστημένοι με ό,τι από πριν αυτή ορίζει στον καθένα.

Ονομάστηκε Μοίρα, γιατί ορίζει το μεράδι καθενός στη ζωή ή ό,τι «αναλογεί» σε καθένα ή ακόμη ό,τι είναι «δίκαιο» ή «ταιριαστό». Ως ψυχρή δύναμη η Μοίρα και αδιάφορη απέναντι στους ανθρώπους, ήταν μάταιο να τμάται με λατρεία. Για τα μεταγενέστερα χρόνια, οπότε είναι μαρτυρημένη μια υποτυπώδης λατρεία, εξυπακούεται ότι μπορούσε με τη λατρεία να επηρεάζεται.

Συνηθέστερα πίστευαν αργότερα σε τρεις Μοίρες που ήταν αδελφές και έσπευδαν κοντά σε κάθε άνθρωπο μόλις γεννιόταν και ετοίμαζαν το «νήμα της ζωής του». Τα ονόματά τους Κλωθώ, Λάχεσις και Άτροπος αναφέρονται στο κλώσιμο του νήματος, την απονομή παντός ό,τι «ελάγχανε» στον καθένα και στο αμετάτρεπο των αποφάσεων τους.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους