Οι Συνθήκες της Κάνλιτζα (1855-1856)

Οι Συνθήκες της Κάνλιτζα (προάστιο της Κωνσταντινούπολης) ήταν δύο και υπογράφτηκαν ανάμεσα την Ελλάδα και την Οθωμανική αυτοκρατορία το 1855 και το 1856 αντίστοιχα. Ήταν απόρροια του Κριμαϊκού πολέμου και των γεγονότων που συνέβησαν στον ελλαδικό χώρο παράλληλα με τον πόλεμο αυτό ανάμεσα τη Ρωσία και την Οθωμανική αυτοκρατορία.

Οι Συνθήκες της Κάνλιτζα (1855-1856)
Ο Βόσπορος από την Κάνλιτζα

Τα γεγονότα πριν τις Συνθήκες της Κάνλιτζα

Στην Ελλάδα, κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, συνέβησαν σοβαρά γεγονότα. Όταν έγινε γνωστό ότι τα ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και ετοιμάζονταν να κινηθούν προς τα νότια, οι Έλληνες κατελήφθησαν από υπέρμετρο ενθουσιασμό. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της προστασίας των δικαιωμάτων των Ορθοδόξων, τον οποίο έδινε ο τσάρος στον πόλεμο αυτό -σε συνδυασμό και με τις γνωστές ελληνικές μεγαλοϊδεατικές αντιλήψεις- πολλαπλασίασε το συναισθηματικό ενδιαφέρον των Ελλήνων, για τους υπόδουλους ομοεθνείς και δημιούργησε ατμόσφαιρα φιλοπόλεμη. Η Ρωσία ενίσχυε, φυσικά, το φιλοπόλεμο αυτό ρεύμα, το οποίο δημιουργούσε αντιπερισπασμό στους Τούρκους, αλλά ουσιαστική βοήθεια δεν προσέφερε στους Έλληνες, γιατί η επιτήρηση των Αγγλογάλλων ήταν συνεχής και αυστηρή.

Παραταύτα, η Ελλάδα παρέβλεψε το γεγονός αυτό και εισήλθε σε έναν ακήρυχτο πόλεμο εναντίον της της Τουρκίας, τον οποίο κατηύθυνε περισσότερο το πανελλήνιο φρόνημα και λιγότερο η υπεύθυνη κυβέρνηση. Παρά τις συστάσεις, αλλά και τις απειλές των συμμάχων της Τουρκίας Μεγάλων Δυνάμεων προς την ελληνική κυβέρνηση, να παραμείνει ουδέτερη διάφορα σώματα, ελληνικά, αποτελούμενα από τακτικούς στρατιώτες και εθελοντές εισέβαλαν στο τουρκικό και άρχισαν αγώνα εναντίον των Τούρκων. Επικεφαλής των σωμάτων αυτών ήταν παλιοί οπλαρχηγοί, αλλά και νεώτεροι αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού. Ο Όθων και η ελληνική κυβέρνηση ενίσχυε με κάθε μέσο τους αναχωρούντες για την ελληνοτουρκική μεθόριο. Υποτίθεται ότι όλα αυτά γίνονταν μυστικά, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε τους αναχωρούντες να εκδηλώνουν τον ενθουσιασμό τους με παρελάσεις στους αθηναϊκούς δρόμους, κατά τις οποίες τα πολεμικά εμβατήρια και οι πυροβολισμοί στον αέρα ήταν στην ημερήσια διάταξη.

Στην Ήπειρο έσπευσαν πρώτοι, για να ενισχύσουν τους εξεγερθέντες υπόδουλους Έλληνες εναντίον των τουρκικών τοπικών αρχών, ο υπολοχαγός Σπυρ. Καραϊσκάκης και ο συνάδελφος του Δημ. Γρίβας, των οποίων οι αρχικές επιτυχίες προξένησαν μεγάλο ενθουσιασμό. Ωστόσο, ο κύριος στόχος, της απελευθέρωσης της Άρτας, καθυστερούσε, γιατί οι ενισχύσεις των Τούρκων, οι οποίες έφθαναν στην Πρέβεζα με την προστασία των αγγλικών πολεμικών, δυσκόλευαν την κατάσταση για τους Έλληνες. Τότε, η σκέψη όλων στράφηκε προς τον παλαίμαχο υποστράτηγο Θεόδ. Γρίβα, ο οποίος και ανέλαβε τον συντονισμό των επιχειρήσεων στην Ήπειρο. Παράλληλα, η κυβέρνηση ενίσχυε συνεχώς τους επαναστάτες με νέους εθελοντές και πολεμοφόδια. Ο Γρίβας, με τη βοήθεια και των άλλων αξιωματικών, είχε σημαντικές επιτυχίες, και λίγο αργότερα, με την ενίσχυση και του Κίτσου Τζαβέλλα, που έφθασε στο μεταξύ εκεί και ενώθηκε μαζί του, απελευθερώθηκε σχεδόν ολόκληρη η Νότια Ήπειρος. Συγχρόνων γινόταν προετοιμασίες για προέλαση και κατάληψη των Ιωαννίνων.

Στη συνέχεια, η επανάσταση μεταδόθηκε στη Θεσσαλία, όπου εισέβαλαν (αρχές 1854) οι εθελοντές-επαναστάτες, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στη Λαμία με τη φροντίδα του υπουργού των Στρατιωτικών Σκαρλάτου Σούτσου και του μοιράρχου της περιοχής Σωτ. Κροκιδά. Επικεφαλής των επαναστατών και εδώ ήταν παλιοί οπλαρχηγοί και νέοι αξιωματικοί, όπως ο Γεώρ, Δυοβουνιώτης, ο Νάκος Πανουργιάς, ο Παπακώστας Τζαμάλας, ο Ευαγ. Κοντογιάννης, ο Ευαγ. Μπαλτατσός, ο Θεοδ. Ζιάκας, ο Γεώρ. Καταραχιάς, ο Καλαμάρας Τσουκαλάς, οι οπλαρχηγοί Τζακόπουλος, Κόρακας, Στουρνάρας, Καραμήτσος κ.α.

Κατά τα μέσα Μαρτίου πέρασε στη Θεσσαλία και ο υποστράτηγος και υπασπιστής του Όθωνα Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, ο οποίος ανέλαβε τον συντονισμό του αγώνα. Έτσι, από τον Απρίλιο εντάθηκε η δράση των Ελλήνων εθελοντών που ξεπερνούσαν τις 6.000 χιλιάδες και ενισχύονταν συνεχώς από τους ντόπιους αγωνιστές. Από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των Ελλήνων ήταν η κατάληψη, μετά από σφοδρή μάχη, του χωριού Πλάτανος Αλμυρού (12 Μαρτίου), η νίκη στα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων (8 Απριλίου), η μάχη γύρω από το Δομοκό (13 Απριλίου) και η νίκη στην Καλαμπάκα (10 Μαΐου). Οι επαναστάτες έγιναν κύριοι της Θεσσαλικής πεδιάδας.

Στη Μακεδονία, η επανάσταση άρχισε κατά τα μέσα Μαρτίου 1854, αλλά δεν είχε την έκταση και την ένταση των εξεγέρσεων της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Οι Τούρκοι είχαν τη δυνατότητα να μεταφέρουν από τα πλησιέστερα στρατιωτικά κέντρα ένοπλες δυνάμεις για την έγκαιρη καταστολή της. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, όμως, οι Μακεδόνες δεν υστέρησαν σε αγωνιστική διάθεση και η επανάσταση εκδηλώθηκε σε τρία σημεία: α) στη Χαλκιδική, όπου αποβιβάστηκε ο πρώην υπασπιστής του Όθωνα Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσος με σώμα 500 περίπου ανδρών, β) στα Γρεβενά, όπου πέρασε μετά την εξέγερση στη Θεσσαλία, ο παλιός οπλαρχηγός Θεοδ. Ζιάκας και γ) στην περιοχή του Ολύμπου, όπου αγωνίστηκε σώμα Μακεδόνων οπλαρχηγών.

Καθώς ήταν επόμενο, ο ακήρυχτος αυτός πόλεμος οδήγησε στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας. Η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε ζητήσει διαμέσου του πρεσβευτή της στην Αθήνα και με την υπόδειξη των συμμάχων της Άγγλων και Γάλλων, τελεσιγραφικά αό την ελληνική κυβέρνηση: α) να σταματήσει αμέσως την ενίσχυση των επαναστατών, β) να ανακαλέσει και α τιμωρήσει τους αξιωματικούς, οι οποίοι συμμετείχαν στα επαναστατικά κινήματα και γ) να καταστείλει την αντιτουρκική προπαγάνδα του τύπου. Επειδή η ελληνική απάντηση δεν κρίθηκε ικανοποιητική, ο Τούρκος πρέσβης εγκατέλειψε την Αθήνα, ενώ η Ελλάδα ανακάλεσε τον Ανδρέα Μεταξά, που ήταν τότε πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, ανέλαβαν πλέον να δώσουν λύση στο θέμα η Αγγλία και η Γαλλία, οι οποίες κατέφυγαν στην αποτελεσματική πολιτική των κανονιοφόρων.

Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο του 1854, απηύθυναν ταυτόσημες αυστηρές διακοινώσεις προς την Ελλάδα, για τη στάση της. Ζητούσαν από την ελληνική κυβέρνηση την ικανοποίηση των τουρκικών απαιτήσεων και από τον Όθωνα, ειδικότερα, την αποκήρυξη των επαναστατών της Ηπειρο-Θεσσαλία και της Μακεδονίας, καθώς και την αντικατάσταση της κυβέρνησης Αντ. Κριεζή. Κατά την τελευταία διακοίνωση τους δεν παρέλειψαν να κάνουν και σαφή υπαινιγμό για δυναστική αλλαγή (εκθρόνιση του Όθωνα) και ακόμη να θέσουν 15ήμερη προθεσμία για την ικανοποίηση των όρων τους.

Ο βασιλιάς, αν και είχε ενστερνιστεί τα ιδανικά λαού και είχε καταληφθεί από τον φιλοπόλεμο ενθουσιασμό των Ελλήνων, την τελευταία μέρα της τελεσιγραφικής προθεσμίας (14 Μαΐου), αναγκάστηκε να υποκύψει. Δεν είχε καμιά δυνατότητα επιλογής πλέον, γιατί οι Αγγλογάλλοι, την ίδια μέρα αποβίβασαν αγήματα στον Πειραιά και απέκλεισαν την πρωτεύουσα, με αποτέλεσμα η προστατευμένη Ελλάδα να βρεθεί και αποκλεισμένη. Ο Όθων αφού δήλωσε ότι θα τηρήσει αυστηρή ουδετερότητα έναντι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έπαυσε την κυβέρνηση και κάλεσα τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο να σχηματίσει κυβέρνηση. Το Υπουργείο Στρατιωτικών ανέλαβε, ως εκπρόσωπος της γαλλικής μερίδας, ο Δημήτριος Καλλέργης, ο οποίος είχε γνωρισθεί παλαιότερα στο Λονδίνο και είχε συνδεθεί φιλικά με τον στρατηγό Λουδοβίκο Ναπολέοντα, ανηψιό του Μεγάλου Ναπολέοντα, και από το 1851, αυτοκράτορα της Γαλλίας ως Ναπολέων Γ’.

Το Υπουργείο Κατοχής, όπως αποκλήθηκε η κυβέρνηση αυτή, πολιτεύθηκε κατά τη δύσκολη αυτή περίοδο, με σύνεση. Διέταξε τη διάλυση των εθελοντικών σωμάτων και δέχθηκε, σιωπηρώς, την επάνοδο των αξιωματικών στις τάξεις του στρατού, για την αποφυγή εσωτερικής αναταραχής. Πάντως, αντέδρασαν αρκετοί και στις παραμεθόριες περιοχές είχε αρχίσει να παρατηρείται, εξαιτίας των γεγονότων, έξαρση της ληστείας.

Το έργο της κυβέρνησης ήταν δυσχερέστατο, γιατί υπήρχαν και άλλα δεινά της Κατοχής, τα οποία προσπαθούσε να μετριάσει. Τα ξένα αγήματα φέρονταν με προκλητικό τρόπο που μεγάλωνε την αγανάκτηση του λαού. Στην Αθήνα και τον Πειραιά πραγματοποιούσαν στρατιωτικές παρελάσεις, για να εκφοβίσουν τους κατοίκους και να ταπεινώσουν περισσότερο τον Όθωνα. Κατέστρεψαν τα τυπογραφεία των φιλορωσικών εφημερίδων Αιών και Ελπίς και έθεσαν υπό κράτηση τους διευθυντές τους Ιω. Φιλήμονα και Κων. Λεβίδη. Κια το χειρότερο τα στρατεύματα Κατοχής μετέφεραν από τη Βάρνα και μετέδωσαν στον πληθυσμό της Αττικής την επιδημία της χολέρας, από την οποία πέθαναν περισσότερα από 3.000 άτομα.

Οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ύστερα από μεσολάβηση και πίεση των Αγγλογάλλων, αποκαταστάθηκαν κατά την περίοδο της Κατοχής. Διορίσθηκαν νέοι διπλωματικοί εκπρόσωποι και από τα δύο μέρη, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα και στη συνέχεια κλείστηκαν δύο ελληνοτουρκικές συνθήκες, οι Συνθήκες της Κάνλιτζα.

Οι Συνθήκες της Κάνλιτζα

Η πρώτη ήταν η Συνθήκη φιλίας, εμπορίου και ναυτιλίας, η οποία υπογράφτηκε στις 8 Ιουνίου 1855, από τον απεσταλμένο και αργότερα πρεσβευτή της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη Ανδρέα Κουντουριώτη και επικυρώθηκε στις 21 Ιουλίου του ίδιου έτους.

Η δεύτερη ελληνοτουρκική συνθήκη, η οποία θεωρείτο συμπληρωματική της πρώτης και αφορούσε στην καταδίωξη της ληστείας, υπογράφτηκε στις 20 Απριλίου 1856 από την κυβέρνηση του Δημητρίου Βούλγαρη (ο Αλ.Μαυροκορδάτος είχε παραιτηθεί). Μεταξύ των άλλων, η συνθήκη αυτή προέβλεπε τη συνεργασία των δύο κρατών, ιδιαίτερα στις όμορες επαρχίες, για την πάταξη της ληστείας και κάθε μία χώρα επέτρεπε στα καταδιωκτικά αποσπάσματα της άλλης να καταδιώκουν τους ληστές, σε ορισμένη ακτίνα, μέσα στο έδαφός της.

Πηγή: https://www.ekdotikeathenon.gr/istopia-toy-ellhnikoy-ethnoys-p16.html

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *