Στην Ελλάδα οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για την ευδοκίμηση της Επανάστασης, ιδίως στις περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, Στερεάς και Πελοποννήσου. Οι ευνοϊκές αυτές συνθήκες οφείλονταν κυρίως την ύπαρξη συμπαγών ελληνικών πληθυσμών, που υπερτερούσαν αριθμητικά στους εγκατεστημένους στην ίδια περιοχή Τούρκους. Ιδιαίτερα ευνοϊκός για την Επανάσταση στις ίδιες περιοχές ήταν και ο γεωγραφικός παράγοντας: η ορεινή σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωση, οι οροσειρές, που έφραζαν την είσοδο από Βορρά στη Στερεά Ελλάδα, αφήνοντας λίγες μόνο διαβάσεις. Προπάντων η μεγάλη απόσταση, ιδίως της Πελοποννήσου, από τα κύρια στρατιωτικά κέντρα και την πρωτεύουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Επίσης, σπουδαίο στοιχείο ήταν η τεράστια, τότε, εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας στην Πελοπόννησο. Η ύπαρξη, έτσι, πολλών αφοσιωμένων και τολμηρών στελεχών της και παράλληλα στρατιωτικού ενθουσιασμού και ισχυρού επαναστατικού φρονήματος στο λαό των πόλεων και της υπαίθρου. Ένα ακόμη ευνοϊκό στοιχείο ήταν η μειωμένη στρατιωτική δύναμη των Τούρκων στη Πελοπόννησο. Μεγάλο τμήμα της είχε μετακινηθεί μαζί με τον αρχηγό της είχε μετακινηθεί στην Ήπειρο για την καταπολέμηση του Αλή πασά.
Ωστόσο, παρόλο που με μια πρώτη ματιά οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές, δεν έλειπαν και οι δυσκολίες για το όλο εγχείρημα. Αρχικά ο αρχηγός της Επανάστασης δεν θα ήταν επί τόπου. Στην Πελοπόννησο, πολλοί από τους πρόκριτους, με επιρροή στις επαρχίες τους, που ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία και ορισμένοι είχαν διορισθεί από τον Υψηλάντη ως μέλη των Εφοριών της, ήταν δηλαδή αρμόδιοι να κηρύξουν την Επανάσταση, δίσταζαν να προχωρήσουν σε αυτή και πρόβαλλαν αντιρρήσεις για τη δυνατότητα επιτυχίας της και άρα τη σκοπιμότητα της. Όλοι σχεδόν μέσης και προχωρημένης ηλικίας, με τα κριτήρια της εποχής, χωρίς να διαθέτουν την ορμή και την τόλμη της νεότητας, αλλά και επηρεασμένοι οι περισσότεροι, υποσυνείδητα ή συνειδητά, από την οικονομική και κοινωνική θέση τους, που θα την διακινδύνευαν από την Επανάσταση, έβλεπαν εντονότερα τους δυσμενείς παράγοντες της επιχείρησης.
Στη Στερεά Ελλάδα υπήρχαν αναγνωρισμένοι αρματολοί, μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία και πρόθυμοι για τον Αγώνα, και όπου αυτοί είχαν τον κύριο λόγο στις επαρχίες και όχι οι πρόκριτοι, η έναρξη της Επανάστασης φαινόταν ευκολότερη. Η γειτνίαση όμως με τα στρατεύματα των Τούρκων και προπαντός η παρουσία ισχυρού τουρκικού στρατού στην Ήπειρο, αποτελούσαν δυσμενή παράγοντα, ανασταλτικό τουλάχιστον, ιδίως στη δυτική Ελλάδα, που συνορεύει άμεσα με την Ήπειρο.
Στα νησιά, τέλος, σε αυτά μάλιστα που διέθεταν τα περισσότερα και μεγαλύτερα πλοία, η έναρξη της Επανάστασης παρουσίαζε επίσης δυσκολίες, ιδίως στην πλουσιότερη και ισχυρότερη Ύδρα, που οι συντηρητικοί πρόκριτοι ήταν αντίθετοι, αν δεν είχε τουλάχιστον εξουδετερωθεί προηγουμένως ο στόλος του σουλτάνου, ενώ και στις Σπέτσες οι ισχυρότεροι από τους προκρίτους σκέπτονταν κατά τον ίδιο τρόπο. Υπήρχαν όμως και στα δύο νησιά, όπως και στα Ψαρά, ενθουσιώδη και αποφασιστικά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας και υπήρχαν ακόμη, ιδίως στην Ύδρα, πολλοί άνεργοι ναύτες πρόθυμοι για τον Αγώνα.
Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να υποπτεύονται ότι οι Έλληνες ετοίμαζαν Επανάσταση και έκτοτε οι πρόκριτοι και τα υπεύθυνα στελέχη της Επανάστασης ζούσαν σε ατμόσφαιρα μεγάλης ανησυχίας ή και αγωνίας από τον Φεβρουάριο του 1821. Κατόρθωναν, όμως, με ποικίλα τεχνάσματα και ευφυείς δικαιολογίες, να παραπλανούν και να καθησυχάζουν τις τουρκικές αρχές.
Οι δύο στάσεις απέναντι στην προοπτική για κήρυξη Επανάστασης, η μία διστακτική, εφεκτική και αναβλητική, ακόμη και αρνητική, έστω από σωφροσύνη και αυξημένο αίσθημα ευθύνης, των συντηρητικών προκρίτων, που μετείχαν ωστόσο στη Φιλική Εταιρεία. Η άλλη ενθουσιώδης, ορμητική αδίστακτα αποφασιστική για την ταχεία έναρξη του Αγώνα, των ζωηρότερων στελεχών της Εταιρείας, εκδηλώθηκε καθαρότερα, ιδίως στη Πελοπόννησο, κατά τους τελευταίους μήνες του 1820 και προπαντός τον Ιανουάριο, τον Φεβρουάριο και το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου του 1821.
Είχαν και οι δύο τα επιχειρήματα τους. Τελικά επικράτησε η δεύτερη. Πέρα από την επιχειρηματολογία της, βρήκε ισχυρό σύμμαχο στο έντονο επαναστατικό κλίμα, που είχε δημιουργηθεί κατά τους τελευταίους μήνες, από τη δράση της Φιλικής Εταιρείας, και στα προληπτικά μέτρα που ως συνέπεια του κλίματος αυτού έλαβαν οι Τούρκοι και που στρέφονταν κυρίως εναντίον των προκρίτων. Τότε και οι περισσότερο διστακτικοί, και οι αντίθετοι ακόμη, είδαν ότι, όπως είχαν προχωρήσει τα πράγματα, η μόνη διέξοδος, η μόνη ελπίδα σωτηρίας ήταν η Επανάσταση.
Έτσι, ιδιαίτερα κρίσιμοι για την έναρξη της Επανάστασης στην Ελλάδα, και τις πρώτες επιτυχίες της, υπήρξαν οι μήνες από το Νοέμβριο του 1820 ως τον Μάρτιο του 1821, περίοδος προετοιμασιών και ανησυχιών, καθημερινών ζυμώσεων και δραστήριων ενεργειών.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών