Οι «συνεσταλμένοι» του Παλαιών Πατρών Γερμανού

Οι τελευταίοι μήνες του 1820 βρήκαν τις άρχουσες ομάδες της Πελοποννήσου σε μεγάλη αναταραχή. Η τοποθέτηση του Χουρσίτ Πασά ως Μόρα Βαλεσή συνδέεται με τον πόλεμο κατά του Αλή Πασά, αλλά και με πληροφορίες που διέρρεαν για μια νέα «αποστασία», προερχόμενη τη φορά αυτή από τους Χριστιανούς της Πελοποννήσου. Στις συνθήκες αυτές, οι μυημένοι κοτζαμπάσηδες και αρχιερείς φρόντισαν να μείνουν «συνεσταλμένοι», σύμφωνα με την έκφραση του Παλαιών Πατρών Γερμανού, κι ενώ δεν γνώριζαν ακόμη ότι είχε αποφασιστεί η Έναρξη της Επανάστασης. Τελικά πέτυχαν να καθησυχάσουν τον Χουρσίτ, διευκολύνοντας την αναχώρηση του για την Ήπειρο.

Οι «συνεσταλμένοι» του Παλαιών Πατρών Γερμανού
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός

Η Πελοπόννησος υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη δεξαμενή άντλησης μελών για τη Φιλική εταιρεία. Στους μυημένους συγκαταλέγονται οι Μανιάτες αρχηγοί και οι περισσότεροι Μοραΐτες ένοπλοι που πολέμησαν στα Επτάνησα στα χρόνια των Ναπολεόντειων πολέμων. Καθοριστική για τη εξάπλωση της Εταιρείας ήταν η μύηση των προεστών και κοτζαμπάσηδων που διέθεταν οικονομική ευρωστία και εκτεταμένα δίκτυα επιρροής. Τα μεσαία στρώματα ήταν ιδιαίτερα δεκτικά στα νεοτερικά προστάγματα της εθνικής ιδεολογίας και ακολούθως, στις συνωμοτικές πρακτικές με τις οποίες συναρτήθηκαν οι επαναστατικές κινήσεις στις αρχές του 19ου αιώνα. Καθοριστικές προσωπικότητες για την εξάπλωση της Εταιρείας ήταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, καθώς και ο Ιωάννης Βλασσόπουλος και ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, προξενικοί υπάλληλοι της Ρωσίας.

Οι «συνεσταλμένοι» του Παλαιών Πατρών Γερμανού

Ο Παπαφλέσσας από την Κωνσταντινούπολη κατέφτασε στην Πελοπόννησο τον Δεκέμβριο του 1820, για να προετοιμάσει τη Έναρξη της Επανάστασης και να προλειάνει το έδαφος για τον άφιξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη.

Η άφιξη του Παπαφλέσσα δημιούργησε ανησυχία στα περιβάλλοντα των προεστών για ενέργειες που θα εξέθεταν τους ίδιους και το χριστιανικό πληθυσμό στην οθωμανική διοίκηση. Προσπάθησαν να περιορίσουν τις μετακινήσεις του, αλλά μάταια. Στα τέλη Ιανουαρίου ο Παπαφλέσσας συναντήθηκε με Φιλικούς στη Βοστίτσα (Αίγιο) και έπειτα με ορισμένους κοτζαμπάσηδες και αρχιερείς, στην πλειονότητα τους από τις επαρχίες Αχαΐας. Παρά τις εντάσεις που προέκυψαν, τελικά υπήρξε μια συνεννόηση, που αφορούσε μια εντατικοποίηση των προετοιμασιών και τον προσδιορισμό ενός χρονικού ορίζοντα για την εκδήλωση της Επανάστασης, από τέλη Μαρτίου ως τα τέλη Μαΐου. Διαφορετικές απόψεις και αντιθέσεις δυσχέραναν τη λήψη απόφασης.

Ο Παπαφλέσσας είχε ήδη αρχίσει να προετοιμάζεται πυρετωδώς για την Επανάσταση, άλλωστε το είχε δηλώσει ευθαρσώς και στη σύσκεψη στη Βοστίτσα. Η δήλωση του αυτή σε συνδυασμό με την εκρηκτική πραγματικότητα στις επαρχίες, τις οποίες οι πρόκριτοι και οι κοτζαμπάσηδες δεν ήταν σε θέση πλέον να ελέγξουν, και, από την άλλη υπήρχε η οθωμανική διοίκηση που τους θεωρούσε έτσι κι αλλιώς υπεύθυνους κάθε αναταραχής.

Ο τοποτηρητής του Χουρσίτ Πασά κάλεσε τους κοτζαμπάσηδες και τους αρχιερείς στην Τριπολιτσά για να ελέγξει τις κινήσεις τους, καθώς πίστευε ότι αν δεν ηγούνταν της εξέγερσης οι «κεφαλές» των ραγιάδων, καμιά εξέγερση δεν θα μπορούσε να ξεσπάσει. Αυτή η λανθασμένη εκτίμηση επιτάχυνε τις εξελίξεις. Όσοι αρνήθηκαν να προσέλθουν στην Τριπολιτσά -σχεδόν όλες οι «κεφαλές» της Αχαΐας- ήταν πια εκτεθειμένοι ως πρωτεργάτες της επικείμενης εξέγερσης. Ακόμη και οι περισσότερο «συνεσταλμένοι» άρχισαν να κάμπτονται, αφού πια δεν ήταν σε θέση να αναβάλουν ούτε να αποτρέψουν την Επανάσταση.

Από τα μέσα Μαρτίου μικρές ομάδες ενόπλων έστηναν ενέδρες σε «γυφτοχαρατζήδες» και άλλους μουσουλμάνους. Στις τάξεις των μουσουλμάνων προκλήθηκε πανικός. Στην Πάτρα κλείστηκαν στο φρούριο και στις 21 Μαρτίου προχώρησαν πρώτοι σε επιθετική ενέργεια. Ένα σώμα ενόπλων βγήκε από το φρούριο και έκαψε κτίρια στην αγορά, ενώ κανονιοβολισμοί έπλητταν τη μητρόπολη και τις χριστιανικές συνοικίες. Τους αντιμετώπισαν κάτοικοι της πόλης και τους υποχρέωσαν να επιστρέψουν στο φρούριο. Στη συνέχεια, ειδοποίησαν τους προύχοντες της Αχαΐας ζητώντας ενισχύσεις.

Στις 23 Μαρτίου εισήλθαν στην πόλη οι αδελφοί Κουμανιώτες με τους άνδρες τους, παρακινημένοι από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και τον Ζαΐμη. Όλοι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου. Πραγματοποίησαν συσκέψεις, τελέστηκε δοξολογία την 25η Μαρτίου, συγκροτήθηκε Διευθυντήριο την 25η Μαρτίου, συντάχθηκε προκήρυξη την 26 Μαρτίου και οργανώθηκε η πολιορκία του φρουρίου: φτιάχθηκε κανονιοστάσιο με κανόνια που προσέφεραν Επτανήσιοι καπετάνιοι, δημιουργήθηκε οπλοποιείο, οργανώθηκε νοσοκομείο, διακόπηκε η υδροδότηση στο φρούριο και επιχειρήθηκε η ανατίναξη του με τη μέθοδο του λαγουμιού.

Οι μεταξύ των Ελλήνων φιλονικίες και το όχι και τόσο αξιόμαχο ανθρώπινο δυναμικό σε συνδυασμό με τις ενισχύσεις των Τούρκων που έφτασαν στις 3 Απριλίου έδωσαν τη δυνατότητα στους Τούρκους να κρατήσουν το φρούριο για τα επόμενα επτά χρόνια.

Μια επιστολή του Ανδρέα Λόντου προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, το καλοκαίρι του 1827, αναφέρεται στην κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή: «Μετά την φυγήν μου εκείθεν, φθάσας εις Βοστίτσαν εύρον ένδον της πόλεως τους εχθρούς, επροσπάθησα συμβοηθούμενος παρά του κυρίου Ζαΐμη να υπερασπισθώ τας κωμοπόλεις και τας επαρχίας εκείνης από τας επιδρομάς του εχθρού, εφρόντισα να ενθαρρύνω τους δειλιάσαντας και να εμποδίσω πολλούς κακοήθεις από το να κάμψωσι τον αυχένα, πτοηθέντες, εις τον τυραννικόν ζυγόν».

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

error

Enjoy this blog? Please spread the word :)

Αρέσει σε %d bloggers: