Ο Εμφύλιος Πόλεμος, κατά τον οποίο οι πολιτείες του βόρειου και του νότιου μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών πολέμησαν η μία κατά της άλλης για τέσσερα χρόνια (1861-1865). Ήταν η πιο βίαιη σύγκρουση στην αμερικανική ιστορία. Οι στρατιώτες, ενωτικοί και συνομοσπονδιακοί, δεν εκτελούσαν απλά εντολές, αλλά ήταν βαθιά πολιτικοποιημένοι και προσδοκούσαν ότι η κυβέρνηση θα λάμβανε σοβαρά υπόψιν τις απόψεις τους για τον πόλεμο και τα αίτια του.
Στη μέση του πολέμου ένας απλός στρατιώτης, ο Γ.Ν. Ουάιλντμαν έγραφε στο δάσκαλο του ότι οι μελλοντικές γενιές θα έβλεπαν τους στρατιώτες όπως έβλεπε και η δική του γενιά εκείνους τους πατριώτες που διακήρυξαν την Ανεξαρτησία από τη Μεγάλη Βρετανία το 1776, και διαμόρφωσαν το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, που θέσπισε νόμους και την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Ένας άλλος απλός στρατιώτης , ο Χένρι Γουντ, εξηγούσε ότι πολεμούσε για να υπερασπίσει το Σύνταγμα που δημιουργήθηκε από τους πατριώτες του Επαναστατικού Στρατού. Ο Γουντ και ο Ουάιλντμαν, νέοι και οι δύο, εργένηδες, από τις αγροτικές περιοχές της Αμερικής είχαν πολλά κοινά. Ακόμη περιέγραψαν τον Εμφύλιο Πόλεμο με παρόμοιους όρους. όμως, ο Ουάιλντμαν ήταν από το Βορρά και ο Γουντ από το Νότο, και πολέμησαν σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Η πολιτική δράση των στρατιωτών
Η πολιτική δραστηριότητα, οι ιδέες των στρατιωτών για την κυβέρνηση και η πρόοδος του πολέμου διασταυρώνονταν με πολλούς τρόπους. Ως προϊόντα κοινωνιών που ενθάρρυναν την ανάμιξη στην πολιτική, οι στρατιώτες της Ένωσης και της Συνομοσπονδίας δημιούργησαν λογοτεχνικές και πολιτικές ομάδες με θέματα συζήτησης τη στρατολόγηση και την πολιτική στο ζήτημα της δουλείας και παρακολούθησαν στενά τις πολιτικές εκλογές, τις οποίες θεωρούσαν ζωτικές για την εξέλιξη του πολέμου.
Σε όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου, απλοί στρατιώτες πραγματοποίησαν συναντήσεις, συμμετείχαν σε διαλέξεις, εξέδιδαν στρατιωτικές εφημερίδες και έγραψαν γράμματα για τις αιτίες του πολέμου. Τέτοιες δραστηριότητες καταδεικνύουν ότι πολλοί στρατιώτες, οι περισσότεροι από τους οποίους κατατάχθηκαν εθελοντικά, θεωρούσαν τον εαυτό τους πολίτη που επιλέγει να πάρει μέρος σε έναν πόλεμο που ξέσπασε για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους. Πίστευαν πως διακυβεύονταν πολλά κρίσιμα ζητήματα και αναγνώριζαν τη σημαίνουσα θέση που κατείχαν η δουλεία και η φυλή τον πόλεμο.
Οι εφημερίδες των στρατιωτών δεν λογοκρίνονταν. Μερικές ήταν εβδομαδιαίες, άλλες εκδίδονταν σποραδικά, μερικές διαρκούσαν επί μήνες, άλλες εξαφανίζονταν ύστερα από μία και μοναδική έκδοση. Μερικές είχαν τη μορφή κανονικής εφημερίδας, άλλες τυπώνοντας σε οποιαδήποτε διαθέσιμη επιφάνεια, από τοίχους μέχρι την πίσω επιφάνεια χρησιμοποιημένων στρατιωτικών εγγράφων. Άλλες ήταν χειρόγραφες. Οι εφημερίδες καταπιάνονταν με πολεμικά θέματα και βοηθούσαν τους στρατιώτες που ασχολούνταν με την πολιτική να διατηρήσουν την ταυτότητα τους ως πολίτες.
Παρά τις ομοιότητες τους στις πολιτικές συνήθειας των στρατιωτών της Ένωσης και της Συνομοσπονδίας, εμφανίστηκαν διαφορές μεταξύ Βόρειων και Νότιων στις προσδοκίες που είχε ο καθένας στη επίδραση του στην κυβέρνηση. Η στροφή προς την πολιτική δεν έλειπε ανάμεσα στους συνομοσπονδιακούς στρατιώτες, αλλά ο πολιτικός σχολιασμός παρέμενε αντιδραστικός συγκρινόμενος με εκείνον των ενωτικών στρατιωτών, οι οποίοι προσδοκούσαν ότι η γνώμη τους θα επηρέαζε την πολιτική της κυβέρνησης.
Οι συνομοσπονδιακοί στρατιώτες μπορεί να γκρίνιαζαν για κάποια μη δημοφιλή πολιτική όπως η στρατολόγηση, αλλά είχαν λίγες ελπίδες αλλαγής των δυσάρεστων μέτρων. Ένας στρατιώτης από τη Γεωργία συνόψισε συνομοσπονδιακή άποψη για τη δουλειά ενός στρατιώτη ως «δράση, όχι σκέψη». Αντίθετα, όπως εξήγησε ένας στρατιώτη, οι Βόρειοι πίστευαν ότι η κυβέρνηση στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στη γνώμη «ημών των ταπεινών στρατιωτών» όταν ανέπτυσσε στρατηγικές.
Και στους δύο στρατούς οι αναλύσεις εστιάζονταν στα θέματα του πατριωτισμού, της Αμερικανικής Επανάστασης, της πολιτικής, στη θέση του ατόμου στην κοινωνία, το ρόλο του Θεού στον πόλεμο, τη δουλεία, τη φυλή και τον εξοπλισμό των μαύρων Αμερικανών. Εμφανείς διαφορές εμφανίζονταν στον τρόπο που οι συνομοσπονδιακοί και οι ενωτικοί ερμήνευαν αυτά τα θέματα, τα οποία σχετίζονταν άμεσα ή έμμεσα με τη δουλεία.
Οι Βόρειοι στρατιώτες για τη δουλεία
Στο Βορρά, οι μαύροι Αμερικανοί ήταν από τους πρώτους που αντιλήφθηκαν ότι ο πόλεμος της απόσχισης πρέπει να ήταν επίσης πόλεμος κατά της δουλείας. Παρ’ όλο που δεν γίνονταν δεκτοί στο στρατό για πάνω από ένα χρόνο, οι Αφροαμερικανοί που προσπάθησαν να στρατολογηθούν το 1861 ερμήνευαν τον πόλεμο ως αγώνα για την ελευθερία των μαύρων και απόλαυση των πολιτικών δικαιωμάτων που υποσχόταν η Αμερικανική Επανάσταση.
Παρ’ όλο που οι απόψεις των λευκών στρατιωτών στο θέμα της δουλείας ποίκιλλαν, και παρ’ όλο που πάντα υπήρχαν στρατιώτες, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι πολεμούν για να σώσουν την Ένωση και όχι για να απελευθερώσουν δούλους, από το τέλος του 1861 και μέχρι το τέλος του πολέμου πολλά ενωτικά στρατεύματα περνούσαν από τη διστακτική υποστήριξη της απελευθέρωσης στη αποφασιστική αξίωση κατάργησης της δουλείας. Αναρίθμητοι στρατιώτες συμμερίζονταν ότι αν η Ένωση δεν αντιμετώπιζε τη δουλεία ως αιτία πολέμου και δεν αποφάσιζε να την εξαλείψει, η δουλεία θα «εμφανιζόταν διαρκώς και θα δημιουργούσε νέα προβλήματα» μέχρι να εκμηδενιστεί.
Μερικοί από τους λόγους για τους οποίους οι στρατιώτες ήταν υπέρμαχοι της κατάργησης της δουλείας ήταν: η πίστη της αποτελεσματικότητας της απελευθέρωσης ως πολεμικού μέτρου, ανησυχίες για την αδικία της δουλείας, περιφρόνηση για τον αντίκτυπο της δουλείας στη νότια κοινωνία, αγανάκτηση για τη βίαιη διάλυση των οικογενειών των δούλων και αηδία για τη διασταύρωση των μεταξύ αφεντών κα δούλων, που ήταν εμφανής στα αναρίθμητα ανοιχτόχρωμα παιδιά των δούλων που έμοιαζαν στους αφέντες τους. Οι φυλετικές απόψεις των περισσοτέρων λευκών Βορείων παρέμειναν πολύ περιορισμένες για να ασπαστούν ίσα δικαιώματα για τους μαύρους Αμερικανούς, αλλά παρά τους περιορισμούς αυτούς, πολλοί στρατιώτες αναγνώριζαν την αναγκαιότητα της χειραφέτησης και απαιτούσαν να υλοποιηθεί όσον το δυνατόν πιο γρήγορα.
Οι Νότιοι στρατιώτες για τη δουλεία
Οι συνομοσπονδιακοί στρατιώτες δεν ήταν το ίδιο ενήμεροι ότι ο πόλεμο γινόταν για τη δουλεία, παρ’ όλο που η νότια αρμονία επί του θέματος γινόταν ασυμφωνία όσο προχωρούσε ο πόλεμος. Το 1861 οι στρατιώτες συμφωνούσαν για την αναγκαιότητα της δουλείας και πήγαιναν στον πόλεμο για προασπίσουν αυτά που θεωρούσαν ως στυλοβάτες της ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης.
Οι στρατιώτες υπερασπίστηκαν τη δουλεία ως προπύργιο της ιεραρχικής κοινωνικής δομής, που ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη ώστε λίγοι λευκοί Νότιοι μπορούσαν να φανταστούν την κοινωνία τους χωρίς δούλους, ανεξάρτητα αν κατείχαν δούλους ή όχι. Πολλοί συνομοσπονδιακοί στρατολογήθηκαν επειδή πίστευαν ότι πιθανή νίκη των Βόρειων και κατάργηση της δουλείας δεν θα εξάλειφαν τη δουλεία, αλλά θα αντέστρεφαν τους παραδοσιακούς φυλετικούς ρόλους, ελευθερώνοντας τους μαύρους και υποβαθμίζοντας τους φτωχούς λευκούς.
Καθώς οι κακουχίες του πολέμου δημιούργησαν εντάσεις στη λεπτή κοινωνική ισορροπία του Νότου, όσοι δεν είχαν δούλους αμφισβήτησαν την άρχουσα ιεραρχία, διερωτώμενοι γιατί θα έπρεπε να πολεμήσουν για την περιουσία των εύπορων ιδιοκτητών δούλων. Κάποιοι συνομοσπονδιακοί λιποτακτούσαν, αλλά οι περισσότεροι συνέχισαν να πολεμούν από ανασφάλεια για τη θέση τους σε μια κοινωνία χωρίς δούλους, με μειούμενη δέσμευση και αυξανόμενη ταξική διάσταση που μείωνε την αποτελεσματικότητα της Συνομοσπονδίας στον πόλεμο.