Η εξαιρετική πολιτική σταθερότητα της Σπάρτης, η οποία δεν γνώρισε ούτε τυραννία εμφύλιο πόλεμο, δεν ερμηνεύεται μόνο μέσα από την έννοια της πειθαρχίας, που τους εμπέδωσε η σπαρτιατική παιδεία αλλά οφείλεται στο μικτό χαρακτήρα του συντάγματος (άνθρωποι του λαού, ευγενείς και βασιλείς είναι εξ ίσου αφοσιωμένοι σε ένα καθεστώς στο οποίο συμμετέχουν), εν μέρει δε ίσως ακόμη περισσότερο στη διαρκεί επαγρύπνηση «αρχών» που τους ακολουθεί ο φόβος των εξεγέρσεων. Ποιοι ήταν, όμως, οι πολιτειακοί θεσμοί της Σπάρτης;
Οι πολιτειακοί θεσμοί
Η Απέλλα
Η Συνέλευση, που ονομάστηκε Απέλλα στη μεγάλη ρήτρα την αρχαϊκή εποχή και Εκκλησία (όπως στην Αθήνα) στα κείμενα της κλασικής εποχής, περιλαμβάνει αυτοδικαίως όλους τους πολίτες, τους Σπαρτιάτες ή Ίσους, στους οποίους απαγορευόταν κάθε οικονομική δραστηριότητα και οι οποίοι αφιέρωναν όλο το χρόνο τους στον πόλεμο, τη στρατιωτική εκπαίδευση και την πολιτική. Σύντομα ο αριθμός αυτών των Ομοίων γνώρισε σημαντική μείωση, από 8.000 περίπου το 479 π.Χ σε λιγότερο από 1.500 το 371π.Χ.
Η Συνέλευση συνεδρίαζε τακτικά, πιθανόν κάθε μήνα. Δεν φαίνεται όλοι οι Σπαρτιάτες να χαίρουν του δικαιώματος λόγω ίσου για όλους, που έκανε τόσο περήφανους τους Αθηναίους: εκτός από τους βασιλείς, τη Γερουσία και τους έφορους, δεν ελάμβαναν το λόγο εκτός από εκείνους που ο προεδρεύων έφορος επέλεγε. Η ψήφος δεν γινόταν με την ανάταση των χεριών ούτε με μυστικά ψηφοδέλτια, όπως στην Αθηναϊκή δημοκρατία, αλλά συνηθέστερα με την διά βοής αρχαϊκή και υποτυπώδη διαδικασία. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο πρόεδρος της συνεδρίασης μπορούσε να ζητήσει από πολίτες να εκφράσουν τη γνώμη τους μετακινούμενοι προς τη μία ή την άλλη πλευρά της συνέλευσης: αυτό έκανε ο Σθένελος το 432 π.Χ. Η μέθοδος αυτή επέτρεπε τόσο την άρση των αμφισβητήσεων όσο και τον εκφοβισμό.
Η Γερουσία
Η Γερουσία και το Συμβούλιο των Γερόντων περιελάμβανε τους δύο βασιλείς και είκοσι οκτώ γέροντες πάνω από εξήντα ετών. Αυτοί οι παλαιοί έδρευαν διά βίου. Η εκλογή τους γινόταν, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, κατά τρόπον παιδαριώδη: ο κάθε υποψήφιος παρουσιαζόταν μπροστά στη Συνέλευση και οι πάρεδροι, κλεισμένοι σε ένα γειτονικό οίκημα, εκτιμούσαν την ένταση των επιδοκιμασιών. Κατά τον Ξενοφώντα η είσοδος στη Γερουσία ήταν η ανταμοιβή μιας ενάρετης ζωής, αλλά κατά τον Αριστοτέλη ήταν αποτέλεσμα σκληρού ανταγωνισμού στο στενό πλαίσιο μιας ομάδας ανδρών και επιβράβευε περισσότερο τη φιλοδοξία παρά την αξία. Το να εμπιστευτούν εξουσίες σε άνδρες τόσο μεγάλης ηλικίας αποτελούσε για το φιλόσοφο σφάλμα, επειδή «υπάρχει το γήρας του πνεύματος, όπως υπάρχει και το γήρας του σώματος». Επιπλέον μην έχοντας να λογοδοτήσουν οι γέροντες ήταν επιρρεπείς στη διαφθορά.
Η γερουσία ασκεί σημαντικές νομικές εξουσίες: ιδιαίτερα εκδικάζει, μαζί με τους εφόρους, τις κορυφαίες υποθέσεις. Το Συμβούλιο έχει επίσης την ευθύνη της προετοιμασίας των αποφάσεων της Συνέλευσης και οφείλει να υποβάλλει τα νομοσχέδια στο λαό. Αυτή η λειτουργία, ανάλογη της Βουλής πολλών ελληνικών πόλεων, πιστοποιείται στη Σπάρτη ήδη από τη μεγάλη Ρήτρα, που πιθανόν χρονολογείται το αργότερο κατά το ήμισυ του 7ου αιώνα π.Χ.
Οι δύο βασιλείς
Η βασιλεία των πρώτων αρχαϊκών χρόνων επέζησε στη Σπάρτη με τη μορφή δυαρχίας. Οι δύο δυναστείες των Αγειαδών και των Ευρυποντιδών και οι δύο των Ηρακλειδών, βασιλεύουν από κοινού επί πέντε αιώνες, από τον 8ο έως τον 3ο αιώνα π.Χ. Η απαρχή αυτής της δυαρχίας προκάλεσε σειρά συζητήσεων στους σύγχρονους ιστορικούς. Οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι οι δύο δυναστείες κατάγονταν από δίδυμους και, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, υπάρχει ένας πολύ ισχυρός δεσμός μεταξύ της δυαδικής βασιλείας και της προστασίας που ασκούν στη Σπάρτη οι δίδυμοι Διόσκουροι. Στους κόλπους των δύο βασιλικών οικογενειών, η διαδοχή είναι αυστηρά κληρονομική χωρίς ο κανόνας της διαδοχής να είναι η πρωτοτοκία: σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ο γιος που γεννήθηκε έπειτα από την άνοδο του πατέρα στο βασιλικό αξίωμα έχει περισσότερα δικαιώματα από τον πρωτότοκο που γεννήθηκε όταν ο πατέρας ήταν ένας απλός ιδιώτης.
Τα προνόμια των βασιλέων είναι γνωστά χάρη στους δύο καταλόγους που μας παρέδωσαν οι Ηρόδοτος και Ξενοφών. Οι ιστορικοί αναλύοντας τις δικαιοδοσίες των βασιλέων τείνουν να να εξετάζουν διαδοχικά τις «εξουσίες», τις «τιμές» και τα «υλικά προνόμια» τους. Οι όροι που χρησιμοποιούνται από τον Ηρόδοτο (γέρεα) και τον Ξενοφώντα (τιμαί) συνδυάζουν αυτές τις έννοιες. Τα «γέρεα» συνδυάζουν αντιλήψεις περί τιμής και εξουσίας και εμφανίζονται σαν «πατρώοι νόμοι» και κατατάσσονται από τον Ηρόδοτο σε τρεις κατηγορίες: τις δικαιοδοσίες σε περίοδο πολέμου, τις αντίστοιχες σε περίοδο ειρήνης, τις αποδιδόμενες τιμές στους βασιλείς μετά θάνατον. Ο Ξενοφών ακολουθεί την ίδια τάξη. Οι δύο συγγραφείς σημειώνουν την αντίθεση μεταξύ της σπουδαιότητας του βασιλιά ευρισκόμενου σε εκστρατεία και της μετριοπάθειας των εξουσιών του στη Σπάρτη, μεταξύ της υποταγής εν ζωή βασιλιά στους νόμους και τη μετά θάνατον ηρωοποίηση του.
Η Μεγάλη Ρήτρα δεν μνημονεύει τους εφόρους, κάτι που μπορεί να σημαίνει πως η ανάδυση τους στο επίπεδο του πολιτικού σπαρτιατικού βίου είναι μεταγενέστερη. Από πολλές πλευρές η Εφορεία αποτελεί ένα αξίωμα κλασικού τύπου: οι πέντε έφοροι εκλέγονται για ένα έτος από και μέσα από το λαό. Η εξουσία που ασκούν συγκρίθηκε με την τυραννία και οι σχέσεις των κυβερνώντων με τους κυβερνώμενους αναδεικνύουν την Εφορεία σε εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση.
Η διπλωματία και ο πόλεμος αποτελούν το ευρύτερο γνωστό πεδίο της σπαρτιατικής ζωής, χάρη στο πλήθος των ενδείξεων, υπαινικτικών και άλλοτε λεπτομερειακών, των αρχαίων ιστορικών. Στην κλασική περίοδο η Συνέλευση είναι αυτή που αποφασίζει περί ειρήνης ή πολέμου, Είναι εκείνη που επιλέγει το βασιλιά ή το στρατηγό που θα αναλάβει την αρχιστρατηγία. Οι έφοροι κηρύσσουν την επιστράτευση ή καθορίζουν των αριθμό των κλάσεων που πρέπει να αναχωρήσουν σε εκστρατεία και συνεπώς το μέγεθος της αποστολής. Οι ίδιοι επίσης διεξάγουν τις επίσημες διαπραγματεύσεις, τόσο εν καιρώ ειρήνης, όσο και εν καιρώ πολέμου.
Επειδή οι εκστρατείες από ξηράς δέσμευαν τον τακτικό στρατό της πόλης, η φρουρά επανδρωμένη με πολίτες και περιοίκους λογικά διοικείτο από τον έτερο βασιλιά. Ω ς τα τέλη του 6ου αιώνα οι δύο βασιλείς διοικούσαν από κοινού το στράτευμα, όμως κατά την εισβολή του 506 π.Χ. στην Αττική, ο Κλεομένης Α’ και ο Δημάρατος έδιναν αντικρουόμενες διαταγές με αποτέλεσμα τη διάλυση του στρατεύματος. Από τότε ένας νέος νόμος ορίζει ότι μόνο ένας από τους βασιλείς θα αναχωρεί σε εκστρατεία, ενώ ο άλλος θα παραμένει στη Σπάρτη.
Βεβαίως εδώ υπάρχει ένας παράγοντας ανισότητας μεταξύ των βασιλέων: ο ένας αναλαμβάνει μεν εντολή που εμπεριέχει πολλούς κινδύνους, μα μπορεί να του προσφέρει δόξα και επιρροή, ενώ ο άλλος αδημονεί στη Σπάρτη. Ένας βασιλιάς με κύρος που απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του «δάμου» και που έχει το απαραίτητο πολιτικό βάρος να επιβάλλει την εκλογή των φίλων του στο αξίωμα του έφορου, κατορθώνει μερικές φορές να εμπνεύσει και να διευθύνει άμεσα ή έμμεσα όλη την εξωτερική πολιτική της πόλης: είναι η περίπτωση για πολλά χρόνια του Κλεομένη Α’ και του Αγησίλαου και για μικρότερη διάρκεια του Πλειστοάνακτα και του Παυσανία.
[…] συντάγματος. Άλλωστε, στη Σπάρτη εκτός από την Απέλλα υπήρχε και η μικρή εκκλησία, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, […]