Τον 18ο αιώνα, το Μεσολόγγι, με το μόχθο των κατοίκων και τα αγαθά της γης και της λιμνοθάλασσας του, είχε εξελιχθεί σε μία από τις σημαντικότερες και πλέον ευημερούσες πόλεις της δυτικής Ελλάδας. Η θέση της πόλης, σε συνδυασμό με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της, επέβαλε να κατασκευαστούν και να συντηρηθούν οι οχυρώσεις του, αφού από το Βορρά και την Ανατολή η πόλη δεν είχε καμία φυσική και οχυρωματική κάλυψη, γιατί το έδαφος της είναι επίπεδο σε ακτίνα τεσσάρων και πλέον χιλιομέτρων. Δυτικά και νότια, η λιμνοθάλασσα παρουσίαζε ένα φυσικό ανασχετικό εμπόδιο, που δυσχέραινε την πρόσβαση προς την πόλη, η οποία γινόταν μόνο με μικρά πλοία μέσω μιας στενής διώρυγας, που αποκαλούσα «αυλαίμονα». Αυτό τον «αυλαίμονα» επιτηρούσε από το 1806 το μικρό οχύρωμα που κατασκεύασε πάνω στο νησάκι Βασιλάδι ο Αλή Πασάς.

Κατά τη διάρκεια της αναταραχής που δημιούργησε στη νότια Ελλάδα ο άτυχος ξεσηκωμός του 1770, οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης προχώρησαν στην κατασκευή μερικών αμυντικών έργων γύρω από την πόλη τους και κυρίως στην κατασκευή αμυντικής τάφρου. Σε αγγλικό χάρτη του 1795 απεικονίζεται καθαρά η πόλη του Μεσολογγίου, τειχισμένη με οχυρωματικό περίβολο.
Με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης οι Μεσολογγίτες, αφού έδιωξαν τους λιγοστούς Τούρκους που κατοικούσαν στην πόλη τους, φρόντισαν να επισκευάσουν και να ανανεώσουν τις ισχνές οχυρώσεις. Η προνοητική αυτή ενέργεια τους αποδείχθηκε σωτήρια λίγο αργότερα, όταν μετά την καταστρεπτική για τους Έλληνες μάχη του Πέτα, τον Ιούλιο του 1822, οθωμανικά στρατεύματα άρχισαν να κινούνται προς το Νότο με στόχο την κατάπνιξη της Επανάστασης.
Τότε η μόνη σημαντική στρατηγική θέση που παρέμενε στα χέρια των Ελλήνων ήταν η πόλη του Μεσολογγίου, που αντιστάθηκε σθεναρά και με επιτυχία στην πρώτη πολιορκία από τα οθωμανικά στρατεύματα, που κράτησε περίπου έξι μήνες. Η πολιορκία, όμως, αυτή κατέδειξε την ανάγκη άμεσης ισχυροποίησης των οχυρώσεων του Μεσολογγίου, έτσι ώστε η φρουρά της πόλης να μπορεί να αποκρούσει με επιτυχία κάθε μελλοντική πολιορκία της.
Το έργο της μελέτης, του εκσυγχρονισμού και της πλήρους ανακατασκευής των οχυρώσεων της πόλης ανατέθηκε στον μόλις αφιχθέντα στο Μεσολόγγι από την Ιταλία Χιώτη Μηχανικό Μιχαήλ Κοκκίνη, με τον οποίο συνεργάστηκε ο αρχιτέκτονας Σταύρος Κουτζούκης. Ο Κοκκίνης, ο οποίος φαίνεται να είχε σπουδάσει μηχανικός στη ναπολεόντεια Γαλλία, η οποία την εποχή εκείνη είχε αναπτύξει εξαιρετικά την οχυρωματική αρχιτεκτονική, αφοσιώθηκε με ενθουσιασμό στην κατασκευή των οχυρώσεων, τις οποίες ο ίδιος χαρακτήρισε σε γραπτά κείμενα του ως: «ιερόν έργον του Γένους».
Οργάνωσε τους εργάτες που θα εκτελούσαν το έργο σε τέσσερις εκατονταρχίες, με έναν επιστάτη για κάθε δέκα εργάτες. Στη συνέχεια δημιούργησε συνεργεία χτιστών και εκσκαφέων, ενώ καθόριζε και τις ώρες εργασίας και ανάπαυσης του προσωπικού, τον αυστηρό καθημερινό έλεγχο όσων από ους εργάτες ισχυρίζονταν ότι ήταν άρρωστοι και την απόλυση όσων απειθούσαν.
Ζήτησε από τους αξιωματικούς της πόλης να ορίσουν ειδική θέση στην προκυμαία του λιμανιού για την εκφόρτωση της ξυλείας και της άμμου που θα χρησιμοποιούσε στις οχυρωματικές εργασίες, ενώ απαιτούσε -για λόγους ασφαλείας- κανένας ξένος προς το έργο χωρίς έγγραφη άδεια να μην μπορεί να το επισκέπτεται. Τέλος, μέσα στο πλαίσιο της ταχύρυθμης εξέλιξης των εργασιών, ζήτησε να καταλογισθεί άμεσα σε βάρος των προμηθευτών του ασβέστη, που καθυστέρησαν να τον παραδώσουν, η αμοιβή των χτιστών για όσες ημέρες δεν εργάστηκαν από αυτήν την αιτία.
Οι εργασίες κατασκευής του έργου άρχισαν στις 7 Μαΐου 1823 και κράτησαν μέχρι τα τέλη του επόμενου έτους. Εκτός από τους εργάτες, που εργάστηκαν σκληρά, πολλοί κάτοικοι της πόλης βοήθησαν με προσωπική τους εργασία. Το όλο αμυντικό έργο ολοκληρώθηκε λίγους μήνες πριν την τελευταία πολιορκία του Μεσολογγίου.
Το σχήμα του οχυρωμένου περιβόλου της πόλης ήταν ασύμμετρο επτάγωνο. Οι ισχυρότερες των οχυρώσεων αναπτύσσονταν επί τεθλασμένης, πριονωτής γραμμής, βόρεια και εν μέρει ανατολικά της πόλης. Οι πλευρές αυτές ήταν και οι πλέον ευάλωτες, αφού κανένα φυσικό εμπόδιο δεν μπορούσε να εμποδίσει την ενδεχόμενες εχθρικές χερσαίες επιθέσεις.
Ο Κοκκίνης κατασκεύασε τις οχυρώσεις της μαρτυρικής πόλης όχι ιδιαίτερα ψηλές -είχαν ύψος μόλις 3,5 μέτρα- αλλά πολύ ανεκτικές, ώστε να αντέχουν στα πλήγματα του εχθρικού πυροβολικού και σε ενδεχόμενες υπονομεύσεις. Το μήκος των χερσαίων τειχών δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο, έφθανε περίπου τα 2.000 μέτρα. Δύο στην ουσία προμαχώνες, ο ένας ευρύτερος και στραμμένος προς το Βορρά και ο άλλος οξύμορφος και στραμμένος προς τα ανατολικά, βοηθούσαν αποτελεσματικά στην καλύτερη οργάνωση της άμυνας των τειχών και στην ασφαλή πλαγιοφύλαξη τους.
Τα τείχη ήταν λιθόκτιστα, ισχυροποιημένα με ασβεστοκονίαμα. Ήταν ευρύτατα στη βάση και με έντονη κλίση, περίπου 30 μοιρών, στα ανώτερα εξωτερικά τους σημεία, έτσι ώστε και τα βλήματα του εχθρικού πυροβολικού να εξοστρακίζονται, πάνω στις σκληρές λίθινες επιφάνειες τους, χωρία να τα βλάπτουν και η αναρρίχηση επιτιθέμενων πολιορκητών, εφοδιασμένων με κλίμακες, να είναι δύσκολη.
Η παλιά τάφρος, που χώριζε την πόλη από τη στερεοελλαδίτικη γη, διευρύνθηκε κατά περίπου οκτώ μέτρα και βάθυνε κατά δύο. Παράλληλα οι Μεσολογγίτες γέμισαν ορισμένα σημεία της με θαλασσινό νερό, ώστε η πρόσβαση και η προσβολή των τειχών να γίνουν ακόμη δυσκολότερες.
Πέραν της τάφρου οι πολιορκημένοι είχαν δημιουργήσει προτάφρο με προστατευτικά αναχώματα σε πολλά σημεία των χερσαίων οχυρώσεων. Τα αναχώματα αποδείχθηκαν πολύ χρήσιμα βοηθητικά οχυρωματικά έργα, γιατί πίσω από αυτά συγκεντρώνονταν σε μεγάλες ομάδες, αθέατοι από τους πολιορκητές, οι υπερασπιστές του Μεσολογγίου κάθε φορά που ενεργούσαν αιφνιδιαστικές επιθέσεις εναντίον του εχθρικού στρατοπέδου. Πίσω από τα αναχώματα, στην προτάφρο, συγκεντρώθηκε η Φρουρά και το τελευταίο βράδυ πριν την Έξοδο.
Οι οχυρώσεις ενισχύθηκαν με 40 κανόνια και τέσσερα βομβοβόλα που ήταν στραμμένα τα σκοτεινά τους στόμια προς την κατεύθυνση από όπου περίμεναν οι Μεσολογγίτες να εκδηλωθεί η οθωμανική επίθεση κατά της πόλης τους. Για να τιμήσει ηρωικές προσωπικότητες που είχαν διακριθεί για τους αγώνες τους για την ελευθερία ο Κοκκίνης έδωσε τιμητικά τα ονόματα τους στα πυροβολεία πάνω στα οποία είχαν τοποθετηθεί τα κανόνια που υπεράσπιζαν την πόλη.
Έξω από την πόλη η Φρουρά φρόντισε να κατεδαφίσει τα λιγοστά υπάρχοντα κτίρια, μεταξύ των οποίων και τους ναούς του Αγίου Δημητρίου και Αγίου Αθανασίου, ώστε να μην εμποδίζεται η γραμμή του πυρός των πυροβόλων των οχυρώσεων, αλλά και να μην βρίσκουν σημεία στήριξης και καταφύγια μέσα σε αυτά τα σουλτανικά στρατεύματα, που δεν άργησαν να εμφανιστούν μπροστά στην πόλη του Μεσολογγίου. Ήταν άνοιξη του 1825.
Κατά τη δεύτερη πολιορκία τα σπίτια του Μεσολογγίου δέχθηκαν πολλά πυρά και μεταβλήθηκαν σε ερείπια, τα οποία οι Μεσολογγίτες χρησιμοποίησαν για να επιδιορθώσουν τις ζημιές που είχαν υποστεί οι οχυρώσεις.
Τη νύχτα της Εξόδου, οι Μεσολογγίτες πυροδότησαν τις μεγάλες ποσότητες πυρίτιδας που άφησαν πίσω τους. Από τις εκρήξεις οι οχυρώσεις καταστράφηκαν παρασύροντας στο θάνατο πολλούς Τούρκους, Αλβανούς και Αιγύπτιους που είχαν ήδη αρχίσει να εισβάλλουν στην πόλη που εγκατέλειπαν οι υπερασπιστές της. Εκείνη τη νύχτα σκοτώθηκε και ο δημιουργός των οχυρώσεων, ο Μιχαήλ Κοκκίνης.
Τα οχυρωματικά έργα που κατασκεύασε ο Κοκκίνης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην άμυνα της πόλης του Μεσολογγίου. Πάνω στα τείχη της, που ο Ιμπραήμ πασάς περιφρονητικά χαρακτήρισε «φράχτη» και που άστοχα υπολόγιζε ότι θα κατελάμβανε μέσα σε 15 μέρες, γεννήθηκαν τα ηρωικά γεγονότα που δόξασαν τη γενναία Φρουρά της πόλης και έκαναν γνωστό το Μεσολόγγι ως σύμβολο ελευθερίας και αντίστασης, σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ελάχιστα χρόνια αργότερα μετά την Έξοδο της Φρουράς και των κατοίκων και συγκεκριμένα το 1829, άρχισαν οι Μεσολογγίτες να επιστρέφουν στην κατεστραμμένη πόλη τους. Για να ξαναοικοδομήσουν τα σπίτια τους, όσους από αυτούς αναγνώριζαν από τα απομεινάρια των τειχών λίθους με τους οποίους ήταν χτισμένα τα σπίτια τους και είχαν χρησιμοποιηθεί για την επιδιόρθωση των τειχών τότε, τους αποσπούσαν από τα τείχη και τους παρελάμβαναν. Ουσιαστικά αλλά και πρακτικά το Μεσολόγγι αναγεννήθηκε ως άλλος Φοίνικας από τις στάχτες και τα ερείπια του.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών