Οι οικονομικοί πόροι που είχε στη διάθεση της η Ελληνική Επανάσταση μπορούν να συνοψισθούν: στα λάφυρα, στις λείες και στα λύτρα, στα εσωτερικά δάνεια και στις αναγκαστικές εισφορές, στην τακτική φορολογία, στους τελωνειακούς δασμούς, στις εκούσιες εισφορές και στις εισφορές των φιλελλήνων.
Τα λάφυρα θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικό έσοδο του Αγώνα, επαρκές τουλάχιστον για τα δύο πρώτα έτη του πολέμου. Όμως λόγω έλλειψης επιμελητείας ελάχιστα ποσά εισήλθαν στο δημόσιο ταμείο. Από την κατάληψη της Μονεμβασίας, του Ναβαρίνου, της Τριπολιτσάς, του Ακροκορίνθου του Ναυπλίου και από την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη μηδαμινά κατόρθωσαν να εισέλθουν στο δημόσιο ταμείο. Το γεγονός αυτό δημιούργησε έντονες αντιθέσεις ανάμεσα στις χερσαίες δυνάμεις και στο ναυτικό των πολεμικών νησιών, γιατί οι νησιώτες έβλεπαν ότι ότι από την πλουσιότατη περιουσία του εχθρού, που χωρίς τον στόλο δεν θα μπορούσε να πέσει στα χέρια των Ελλήνων, δεν είχαν κανένα σημαντικό κέρδος.
Το ίδιο βέβαια θα μπορούσαν να υποστηριχθεί για τις οποιεσδήποτε κατώτερου ύψους ναυτικές λείες του πολέμου, που επειδή όμως τις ήλεγχε το Κοινό των ναυτικών νησιών, ήταν οπωσδήποτε κάτω από δημοσιονομικώτερη διαχείριση. Στον ίδιο παρονομαστή μπαίνουν και το θέμα των λύτρων για τους αιχμαλώτους του πολέμου.
Τα εσωτερικά δάνεια ήταν από την αρχή καταδικασμένα, όχι μόνο για τις περισσότερες κτηματοκρατικές περιοχές σπάνιζε το χρήμα, αλλά και γιατί η αποθηκευτική αντίληψη της χρήσης του ρευστού κεφαλαίου δημιουργούσε οικονομική συνείδηση τελείως ανεξοικείωτη προς την ιδέα της δημιουργίας πίστεως και της μακροχρόνιας δανειακής τοποθέτησης. Γι’ αυτό κατά κανόνα τα εσωτερικά δάνεια μετατρέπονταν σε υποχρεωτικά,«βίαια» , και έτσι το μόνο αποτέλεσμα που είχαν ήταν η μετατροπή τους σε αναγκαστική ερανική εισφορά των πλουσίων. Ισχνά οφέλη σε ρευστό απέδιδαν τα δάνεια αυτά, όταν συνδυάζονταν με την εκμετάλλευση των εθνικών κτημάτων, με μέσο τις ομολογίες.
Η δημοσιονομική αυτή τακτική ήταν καταστρεπτική για την αξία της εθνικής περιουσίας και οδηγούσε σε διαχειριστικές ανωμαλίες. Ανάλογου γένους πόροι, πλατύτερης όμως λαϊκής βάσεως, ήταν οι αναγκαστικές εισφορές όπως και οι δημεύσεις μέρους της εκκλησιαστικής περιουσίας. Τελικά η εσωτερική δανειακή πολιτική της προσωρινής διοίκησης μετατρεπόταν εκ των πραγμάτων σε ερανική διαδικασία, που ήταν φυσικό να έχει ελάχιστη απόδοση.
Οι οικονομικοί πόροι από την τακτική φορολογία δεν είχαν καλύτερη τύχη. Μολονότι που θεωρητικά οι γεωργικές πρόσοδοι έπρεπε να είναι το κυριότερο έσοδο της Επανάστασης και παρ’ όλη τη νομοθετική φροντίδα της προσωρινής Διοίκησης, ώστε η επιβολή των φόρων πάνω στην παραγωγή να ρυθμίζεται σε δίκαιη βάση, η φοροληπτική αντίδραση κληρονομημένη από την τουρκοκρατία, της οποίας διατηρήθηκε η φορολογική οργάνωση και το σύστημα της εκμίσθωσης των φόρων, οδηγούσε σε μια οργανωμένης μορφής και γενικού χαρακτήρα κατάχρηση, που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει ο υποτυπώδης δημοσιονομικός οργανισμός της Επανάστασης.
Χαμηλότερης απόδοσης πόρος λόγω των συνθηκών ήταν οι τελωνειακοί δασμοί. Το μικρό ύψος των εισαγωγών και η εκμίσθωση του δικαιώματος είσπραξης σε ιδιώτες, που γίνονταν από την πιεστική ανάγκη των προσωρινών κυβερνήσεων να έχουν στη διάθεση τους ρευστό χρήμα, έκανε και το έσοδο αυτό να έχει μηδαμινή απόδοση. Μεγαλύτερη απόδοση φαίνεται να είχαν τα εξαγώγιμοι δασμοί, που βάρυναν και τα εξαγώγιμα στη αλλοδαπή και τα από επαρχία σε επαρχία μεταφερόμενα είδη. Και αυτών των δασμών η είσπραξη γινόταν με εκμίσθωση. Ενοικιαστές ήταν οι πρόκριτοι, οι αρχηγοί των στρατιωτικών σωμάτων και οι πλούσιοι έμποροι. Η εκμίσθωση γινόταν είτε με εικονικούς πλειστηριασμούς, είτε με διαταγές εκτέλεσης προς τα στρατιωτικά σώματα.
Η εκμισθωτική αυτή μορφή της είσπραξης των φόρων διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης. Ο λαός, και ιδιαίτερα ο αγροτικός, ήταν αγανακτισμένος με τους λιμαίνοντες την παραγωγή ενοικιαστές, κεφαλαιούχους και υπαλλήλους της Διοίκησης, που αποτελούσαν πραγματική σπείρα εκμετάλλευσης της αγροτικής περιουσίας, δημόσιας και ιδιωτικής, και του δημόσιου ταμείου. Αποτέλεσμα ήταν η μείωση της παραγωγής και της εξαγωγής των αγροτικών προϊόντων και η ελάττωση των προσόδων του κράτους. Εξάλλου, γενική ήταν η κατακραυγή για τον φόρο της δεκάτης, τον βασικό δηλαδή δημόσιο φόρο, που είχε παραμείνει από την εποχή της τουρκοκρατίας.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών