Οι Μοιραίοι το δημοφιλέστερο ποίημα του Κώστα Βάρναλη, χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα κατορθώματα του νεοελληνικού λυρισμού. Το ποίημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Μαύρος Γάτος το 1922. Ο κοινωνικός στόχος του ποιήματος είναι σαφής: να απεικονίσει με τα πιο παραστατικά χρώματα τη δυστυχία των απόκληρων της ζωής.
«Η ποίηση του Βάρναλη, γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης, δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την αρχή μπαρούτι. Κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά γυμνάσματα και δοκιμές και περιπλανήσεις στοὺς λειμώνες των ασφόδελων. Μ’ άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Η ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα πού έπεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού».
«Η πείρα της κοινωνικής θεωρίας, γράφει ο Μιχαήλ Περάνθης, αλλά και η αρχαία ελληνική αγωγή μαζί με μία εκτάκτως λεπτή έλξη προς το αισθητικό και το ωραίο, το καλλιτεχνικό ωραίο, που ρέει στο αίμα του, διαμόρφωσαν ένα προσωπικό και φιλοσοφημένο λογοτεχνικό χαρακτήρα, -που συγκέντρωσε τις ελπίδες για την καλλιέργεια και στον τόπο μας της αριστερής τέχνης».
Οι Μοιραίοι
Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,
μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,
(ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα)
ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές,
ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,
νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.
Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο
καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς,
ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο
τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!
Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται
ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!
(Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα
καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,
ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)
Τοῦ ἑνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος – ἴδιο στοιχειὸ
τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα
στὸ σπίτι λιώνει ἀπὸ χτικιό,
στὸ Παλαμήδι ὁ γυιὸς τοῦ Μάζη
κ᾿ ἡ κόρη τοῦ γιαβῆ στὸ Γκάζι.
-Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας!
-Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!
-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!
-Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!
«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;… κανένα στόμα
δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.
Ἔτσι, στὴν σκοτεινὴ ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα
ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ:
δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα!
προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!
Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm#