Για πολύ καιρό οι Ετρούσκοι θεωρούνταν «μυστηριώδης λαός». Όλες οι θεωρίες περί καταγωγής τους έχουν ενισχυθεί από επιφανείς αρχαιολόγους. Η πιο διαδεδομένη και ίσως εκείνη με τους περισσότερους υποστηρικτές λέει ότι προέρχονταν από την Ανατολή. Η θεωρία αυτή βασίζεται στην αφήγηση του Ηροδότου, που μιλά για την μετανάστευση των Λυδίων οι οποίοι υπό την ηγεμονία του Τυρρηνού, ήρθαν από τη Μικρά Ασία. Οι Τυρρηνοί (έτσι αποκαλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες τους Ετρούσκους) ήταν ο πρώτος πυρήνας του λαού που αργότερα θα ονομάζονταν Ετρούσκοι. Μία παρεμφερής άποψη υποστηρίζει ότι κατάγονταν από τους Πελασγούς, φύλο που κατοίκησε στον ελλαδικό χώρο πριν από τους Έλληνες.
Ένα από τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν τη θεωρία της Ανατολής είναι η αδιαμφισβήτη και εκπληκτική οικονομική και πολιτισμική άνθηση της Ετρουρίας ακριβώς την εποχή που υπήρχαν έντονες επιρροές από τον κόσμο της Ανατολής στην επικράτεια. Εκείνη την εποχή συγκριτικά με άλλες ιταλικές πόλεις, ο ετρουσκικός πολιτισμός γνώρισε αξιοσημείωτη ανάπτυξη.
Μεταγενέστερες μελέτες κατέρριψαν αυτή την άποψη, καθώς από τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν προκύπτουν στοιχεία που να πιστοποιούν ότι μετανάστευσαν Ανατολίτες στα ετρουσκικά εδάφη. Μαζί με τα εντυπωσιακά κοσμήματα από ελαφαντόδοντο και μπρούντζο σαφείς επιρροές από τις διακοσμητικές τεχνικές της Ανατολής έχουν βρεθεί και καλλιτεχνήματα στα οποία είναι φανερή η συνέχιση της παράδοσης του πολιτισμού της Βιλανόβα.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα η θεωρία της Ανατολής επανεξετάζεται και παίρνει μικρότερη διάσταση. Δεν ήταν ένας ολόκληρος λαός που μετέβη στο έδαφος της μελλοντικής Ετρουρίας και έδωσε ζωή σε ένα νέο πολιτισμό, αλλά επρόκειτο κυρίως για μετακινήσεις ανθρώπων που ασχολούνταν με το εμπόριο. Στην Ελλάδα και στην Ανατολή είχαν ήδη ξεκινήσει εξαγωγές προϊόντων πολυτελείας στην Ετρουρία, όπου η άρχουσα τάξη διέθετε μεγάλο μέρος του πλούτου για να αποκτήσει αυτά τα αγαθά, με αποτέλεσμα η Ετρουρία να γίνει μία πολλά υποσχόμενη αγορά για τους εμπόρους της εποχής.
Είναι γεγονός ότι μαζί με τους εμπόρους έφτασαν και πολλοί τεχνίτες αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, ίδρυσαν εκεί τα εργαστήρια τους και ξεκίνησαν να παράγουν εξωτικά αντικείμενα που έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης από τους αγοραστές τους. Επομένως δεν ήταν συγκεκριμένος πληθυσμός που μετακινήθηκε κάποια στιγμή στο παρελθόν, αλλά μικρές ομάδες ατόμων με διαφορετική καταγωγή που άρχισαν να εγκαθίστανται στην Ετρουρία περίπου τον 8ο π.Χ. αιώνα και συνέβαλαν στην ανάπτυξη του ερουσκικού πολιτισμού.
Υπάρχουν και άλλες θεωρίες που μιλούν για τη μετανάστευση πληθυσμών περίπου το 1200 π.Χ. δηλαδή πριν από την άνθηση του πολιτισμού Βιλανόβα (εποχή του σιδήρου). Και εκείνη τη εποχή υπήρξαν μια απροσδόκητη ανάπτυξη και η εδραίωση μιας νέας κουτούρας που ονομάζεται Cultura appenninina (ή Εποχή του Χαλκού στην Ιταλία). Σταδιακά τα χαρακτηριστικά της εξελίχθηκαν και οδήγησαν στον πολιτισμό της Βιλανόβα. Συγχρόνως, σε άλλες περιοχές της ιταλικής χερσονήσου συνεχίστηκε η παράδοση των προγόνων, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον επονομαζόμενο πολιτισμό των «λακκοειδών τάφων».
Στις περιοχές που αργότερα κατοικήθηκαν από τους Ετρούσκους άρχισε να διαδίδεται το έθιμο της αποτέφρωσης των νεκρών κοινό στοιχείο με τους «πολιτισμούς των τεφροδόχων» που επικρατούσε στην Κεντρική Ευρώπη εκείνη την εποχή. Μεταγενέστερες πιο ακριβείς μελέτες και αναλύσεις κατέρριψαν και αυτή την άποψη καθώς δεν μπόρεσε να αποδειχθεί ότι η διάδοση του εθίμου της αποτέφρωσης οφείλεται στη μαζική μετανάστευση πληθυσμών των Άλπεων.
Υπάρχει όμως ένα ακόμα δεδομένο που περιπλέκει περισσότερο το ζήτημα και συνδέεται με την ανατολική Μεσόγειο. Ακριβώς την ίδια περίοδο εμφανίζονται οι «Λαοί της θάλασσας», που με τις επιδρομές τους σηματοδότησαν το τέλος των μυκηναϊκών ανακτόρων. Επιπλέον, λεηλάτησαν τις πόλεις των Συροφοινίκων, με αποτέλεσμα να καταστραφεί ο πολιτισμός των Χετταίων, και απείλησαν την πανίσχυρη αιγυπτιακή αυτοκρατορία.
Ανάμεσα στους Λαούς της θάλασσας ήταν και οι Τούρσα, που κάποιοι θέλησαν να ταυτίσουν με τους Τυρρηνούς, δηλαδή τους Ετρούσκους. Αυτές οι μετακινήσειςστη λεκάνη της Μεσογείου έφεραν στις ιταλικές ακτές μια εθνική ομάδα από την Ανατολή (μάλλον από τη Λήμνο, όπου έχουν βρεθεί στοιχεία για μια γλώσσα με εκείνη των Ετρούσκων). Ωστόσο, για να επιβεβαιωθεί πρέπει να αποδειχθεί η έκταση της μεταναστευτικής κίνησης κάτι που δεν έχει γίνει.
Στις δύο θεωρίες, της ανατολικής και της βόρειας καταγωγής, προστίθεται και μία τρίτη που υποστηρίζει την ιθαγένεια του ετρουσκικού πολιτισμού και βασίζεται τη σκέψη του Διονύσιου του Αλικαρνασσέως, ο οποίος υπογράμμισε τη διαφορετικότητα των Ετρούσκων, ως προς την γλώσσα και τον πολιτισμό, σε σχέση με τους υπόλοιπους γνωστούς λαούς.
Ακόμα κι αυτοί οι ισχυρισμοί ήταν προπαγάνδα υπέρ της Ρώμης είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ο Ετρούσκοι διακρίνονταν από μια πολιτισμική «μοναδικότητα». Η άποψη της ιθαγένειας επιβεβαιωνόταν από τα διάφορα συνδετικά στοιχεία στις διάφορες ετρουσκικές περιόδους, ενώ τη στήριξαν και οι γλωσσολόγοι, που έβλεπαν στη γλώσσα στοιχεία εμμονής στις γλώσσες προ-ινδοευρωπαϊκής προέλευσης.
Το 1947 η διαφωνία ανάμεσα στους υποστηρικτές των τριών θεωριών σχετικά με την καταγωγή των Ετρούσκων φαίνεται βρήκε λύση χάρη στον διάσημο Μάσιμο Παλατίνο, μελετητή των Ετρούσκων, ο οποίος πρότεινε να αανθεωρήσουν τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζαν το ζήτημα. Κατά την άποψη του, δεν είχε νόημα να συζητούν για τη μετακίνηση ενός ήδη ανεπτυγμένου πολιτισμού ή για τη συνέχιση μιας προϋπάρχουσας πραγματικότητας. Αντίθετα, έπρεπε να εστιάσουν στη συγκρότηση του ετρουσκικού πολιτισμού συνυπολογίζοντας όλους τους παράγοντες που του έδωσαν τα γνωστά του χαρακτηριστικά.
Με αυτόν τον τρόπο οι διαφορετικές απόψεις μπορούσαν να συμπληρώσουν η μία την άλλη και τελικά να διασαφηνιστούν πολλά σημεία της πρώιμης ετρουσκικής ιστορίας. Όφειλαν να λάβουν υπόψη όλα τα δεδομένα: την ύπαρξη αυτόχθονων στοιχείων αλλά και τις σημανικές εξωγενείς επιρροές, καθώς ήταν όλοι παράγοντες που είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του εν λόγω πολιτισμού. Ενώ ο Παλατίνο έφτασε πολύ κοντά στο να δώσει ένα τέλος στη φιλονικία αιώνων ο μύθος για την μυστηριώδη καταγωγή των Ετρούσκων συνεχίζει να υπάρχει ως τις μέρες μας.
Με πληροφορίες από: nationalgeographic