Οι ελληνικές κοινωνίες των πρώτων μεταμυκηναϊκών αιώνων δεν διέφεραν από τις κοινωνίες της μυκηναϊκής εποχής. Όπως και εκείνες, σχηματίζονταν από έναν εσωτερικό κύκλο, στον οποίο ανήκαν οι πολίτες του κράτους, και ένα εξωτερικό, που περιείχε κάθε άλλη ομάδα ανθρώπων. Οι πολίτες του κράτους χωρίζονταν σε δύο βασικές τάξεις: τους ευγενείς και τον κοινό λαό. Έξω από τα όρια του πολιτικού σώματος ήταν: μερικοί ελεύθεροι (ντόπιοι, ξένοι), δουλοπάροικοι, δούλοι. Όλες οι κοινωνίες δεν είχαν όλες τις τάξεις του εξωτερικού κύκλου, γιατί δεν συγκέντρωναν τις αντίστοιχες προϋποθέσεις.
Οι ευγενείς ήταν κατ’ εξοχήν πολεμιστές. Οι μάχες έπαιρναν τη μορφή συμπλοκών μεταξύ των ευγενών των δύο παρατάξεων. Οι μη ευγενείς μάχονταν ως συρφετός, χωρίς τεχνική, εξάλλου υστερούσαν και σε σωματική αλκή και σε οπλισμό. Η υπεροχή των ευγενών ως πολεμιστών οφειλόταν σε πολλά γεγονότα: από μικρή ηλικία έπαιρναν κατάλληλη εκπαίδευση από τους γονείς τους ή και άλλους έμπειρους ευγενείς και διέθεταν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου στην άσκηση του σώματος και του μαχητικού ήθους τους, με εικονικές μάχες και συχνά κυνήγια. Επίσης διατρέφονταν καλύτερα, ιδίως με ζωικές πρωτεΐνες.
Από πολιτική άποψη, οι εξουσίες εκπορεύονταν από τον λαό, οι συνελεύσεις των πολιτών συγκαλούνταν σπάνια, κατά τη βούληση των ηγεμόνων, και σε αυτές μόνο οι ευγενείς λάμβαναν το λόγο. Εξάλλου, μόνο ευγενείς αναδεικνύονταν αρχηγοί φρατριών και φυλών και έπαιρναν άλλα αξιώματα. Οι αρχηγοί των φρατριών και φυλών ή άλλοι από τους γεροντότερους και εμπειρότερους γίνονταν μέλη των συμβουλευτικών σωμάτων.
Από την προέχουσα θέση των ευγενών ως πολεμιστών και ως παραγόντων της πολιτείας απέρρευσε η οικονομική υπεροχή τους. Έναντι των υπηρεσιών που πρόσφεραν σε τομείς ζωτικούς για την επιβίωση της κοινότητας λάμβαναν μεγαλύτερα μερίδια κατά τη διανομή των γαιών και λαφύρων. Με την πάροδο του χρόνου δημιούργησαν νέες πηγές πλουτισμού. Επειδή διέθεταν μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια, μπορούσαν να συγκροτήσουν μεγάλα ποίμνια και να προσλάβουν θήτες και δούλους για την αξιοποίηση τους. Καθώς οι τόποι βόσκησης δεν ήταν κοινοτικοί, όσο κανείς αύξαινε τον αριθμό των αγελαίων ζώων του, τόσο περισσότερο συμμετείχε στην εκμετάλλευση μαις πλουτοπαραγωγικής πηγής, που ανήκε στην ολότητα.
Τα παραπάνω πλεονεκτήματα και προνόμια τροφοδοτούσαν το γόητρο των ευγενών. Αλλά στο ίδιο αποτέλεσμα συνέτειναν και άλλοι παράγοντες, όπως η φήμη των προγόνων τους, πραγματικών και μυθικών. Μεταξύ των ευγενών υπήρχε η τάση είτε να ανάγουν την καταγωγή τους σε ήρωες, είτε να ηρωοποιούν μερικούς από τους ιστορικούς προγόνους τους και να τους αποδίδουν υπεράνθρωπες πράξεις τους.
Κατά τους πρώτους αιώνες της τελευταίας προχριστιανικής χιλιετίας, σε όλες τις ελληνικές κοινωνίες τα περιγράμματα των δύο αυτών τάξεων είχαν σταθεροποιηθεί και τα όρια που τις χώριζαν ήταν αδιαπέραστα. Για να προαχθεί ένας από τους πολλούς στην τάξη των αρίστων, έπρεπε να αποκτήσει στη διάρκεια της ζωής του όλα τα πλεονεκτήματα, οικονομικά, σωματικά, ψυχικά και ηθικά, που διέκριναν τους ευγενείς.
Αντίθετα, στις μεταμυκηναϊκές ελληνικές κοινωνίες, που είχαν από καιρό προχωρήσει σε καθεστώς ατομικής ιδιοκτησίας, άρχισαν να εμφανίζονται περιπτώσεις υποβιβασμού μη ευγενών σε ακόμη ταπεινότερη κοινωνική βαθμίδα. Οι αρχικοί κλήροι παρέμεναν αδιαίρετοι, εφόσον μεταβιβάζονταν από πατέρα σε μοναχογιό. Όταν οι γιοι ήταν περισσότεροι, η πατρική κτηματική περιουσία διανεμόταν σε ανάλογα τεμάχια. Έπειτα από μερικές γενιές, εκτάσεις γης που είχαν διαθρέψει μια οικογένεια έπρεπε να συντηρήσουν περισσότερες, εκτός αν μεσολαβούσαν γεγονότα: όπως κληρονομιές πλαγίων συγγενών και αποστολή των απορότερων σε αποικίες.
Επειδή οι εκτός από την αγροτική οικονομία κλάδοι δεν ήταν ανεπτυγμένοι, ελάχιστοι από εκείνους που υπέφεραν τις συνέπειες αυτής της εξέλιξης μπορούσαν να βρουν πόρο ζωής ως μεταλλωρύχοι, αλιείς, τεχνίτες. Οι περισσότεροι κατέληγαν να μισθώνουν την εργασία τους ως θήτες έναντι κατοικίας, τροφής και ενδυμασίας. Στις αρχαϊκές εκείνες κοινωνίες όποιος έπαυε να έχει γη, έπαυε και να έχει πολιτικά δικαιώματα.
Οι θήτες ήταν ελεύθεροι, αλλά η μοίρα τους δεν ήταν καλύτερη από τη μοίρα των δούλων. Αν υπήρχαν ανάγκες εργατικών χεριών, προσλαμβάνονταν συνήθως σε αγροκτήματα, με συμφωνία διάρκειας ενός έτους έναντι στέγης, τροφής και ενδυμασίας. Αλλιώς, έκαναν ευκαιριακές δουλειές ή επαιτούσαν.
Οι δούλοι ήταν κτήματα των ιδιωτών. Οποιοσδήποτε ελεύθερος μπορούσε να γίνει δούλος, αν αιχμαλωτιζόταν από εχθρικό στρατό ή από πειρατές και δεν εξαγοραζόταν από τους συγγενείς του. Τα παιδιά δούλων παρέμεναν δούλοι. Οι γόνοι ελεύθερων ανθρώπων από δούλους ήταν ελεύθεροι. Έτσι οι ιδιοκτήτες δούλων είχαν στην κατοχή τους: αιχμαλώτους που τους κατοχυρώθηκαν στην διανομή της λείας, δούλους που αγόρασαν, παιδιά δούλων τους.
Δούλους διατηρούσαν οι λίγες σχετικά οικογένειες, που, ως πλουσιότερες, είχαν μεγαλύτερο κύκλο εργασιών, και σε αριθμούς ανάλογους που δεν καλυπτόταν από την εργασία των μελών της οικογένειας και των θητών που προσλαμβάνονταν ως βοηθοί. Επειδή οι πρόσθετες ανάγκες εξυπηρετούνταν κυρίως από γυναίκες, οι άνδρες δούλοι ήταν σπάνιοι. Γι’ αυτό το λόγο, όπως προκύπτει από τα ομηρικά χωρία, οι νικητές των πολεμικών συγκρούσεων θανάτωναν τους άνδρες αιχμαλώτους που δεν εξαγοράζονταν και μοιράζονταν μεταξύ τους τις γυναίκες.
Από τα ομηρικά έπη φαίνεται ακόμη ότι οι κύριοι φέρονταν με μεγάλη ελευθεριότητα προς τους δούλους, οι οποίοι άλλωστε γίνονταν μέλη του οίκου. Παραδείγματα σκληρότητας, καταπιέσεων, περιφρονητικής συμπεριφοράς δεν αναφέρονται. Αντίθετα, συναντούμε περιπτώσεις δούλων που κατέχουν θέσεις εμπιστοσύνης και απολαμβάνουν την εκτίμηση, την στοργή, ακόμη και τη γενναιδωρία των κυρίων τους.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους