Οι γυναίκες της Σπάρτης

Πίσω από τους 300 του Λεωνίδα των Θερμοπυλών βρίσκονταν οι γυναίκες της Σπάρτης. Με κριτήριο την Ωραία Ελένη μπορεί κανείς να υποθέσει ότι από όλη την Ελλάδα οι γυναίκες της Σπάρτης ήταν οι πιο όμορφες. Ήταν όμως η ομορφιά αυτοσκοπός για τις Σπαρτιάτισσες;

Οι γυναίκες της Σπάρτης
Γοργώ, η σύζυγος του Λεωνίδα

Ο γάμος για μια Σπαρτιάτισσα ήταν ό,τι ήταν ο πόλεμος για έναν Σπαρτιάτη: αντιπροσώπευε το στόχο της ενηλικίωσης αι την ευκαιρία να πραγματώσουν ένα τον ρόλο τους για τον οποίο τις προόριζε η κοινότητα. Ωστόσο, για τον έξω κόσμο, τους άλλους Έλληνες, οι Σπαρτιάτισσες κοπέλες και γυναίκες ήταν το ίδιο περίεργες και ακατανόητες όσο και οι Σπαρτιάτες που έδωσαν μάχη μέχρι θανάτου στις Θερμοπύλες.

Στη Σπάρτη τα κορίτσια γυμνάζονταν και σε καμία περίπτωση δεν ήταν περιορισμένα σε αμιγώς οικιακές και στατικές εργασίες. Ήταν εκπληκτικές αθλήτριες. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, σκοπός αυτής της κοπιαστικής φυσικής άσκησης ήταν ο ευγονισμός. Με άλλα λόγια αποσκοπούσε στην ανατροφή γυναικών που θα γίνονταν ρωμαλέες μάνες για τα παιδιά τους -ιδανικά αρσενικά παιδιά- για την επόμενη γενιά ενήλικων πολεμιστών της Σπάρτης που θα μάχονταν για λογαριασμό της τους εξωτερικούς εχθρούς της, αλλά και τους εσωτερικούς: τον πληθυσμό των σκλάβων, τους είλωτες.

Ορισμένες επιτύμβιες επιγραφές που σώζονται αναγράφουν τον όνομα κάποιας Σπαρτιάτισσας και δίπλα «πέθανε στη γέννα» -επισήμανση τιμής, δόξας για τη νεκρή γυναίκα, όπως για τον άνδρα Σπαρτιάτη ήταν τιμή να γραφτεί «πέθανε στον πόλεμο». Οι Σπαρτιάτες ανεπιφύλακτα απέδιδαν τιμές στις γυναίκες, σε αντίθεση με την Αθήνα, όπου, όπως αναφέρει ο Περικλής στον επίλογο του Επιταφίου που εκφώνησε κατά την ταφή των νεκρών του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού πολέμου, πιο αξιοσέβαστες Αθηναίες είναι εκείνες για τις οποίες δεν έχει ακουστεί δημόσια έπαινος ή ψόγος. Ούτε και οι ίδιες και οι Σπαρτιάτισσες δεν δίσταζαν να μιλήσουν. Στην ερώτηση μιας γυναίκας από την Αττική, «γιατί μόνο οι Σπαρτιάτισσες μπορείτε να εξουσιάζετε τους άνδρες», η Γοργώ, συζύγου του Λεωνίδα, απάντησε την χαρακτηριστική φράση «γιατί μόνο εμείς γεννάμε (πραγματικούς) άνδρες».

Όταν ερχόταν η ώρα της Σπαρτιάτισσας να παντρευτεί, σε ηλικία 18 ετών, το τελετουργικό και οι εκδηλώσεις ήταν διαφορετικό από ό,τι σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Ο γάμος τελούνταν ύστερα από αρπαγή. Ακόμη κι αν ο άνδρας κηδεμόνας ενός κοριτσιού την είχε αρραβωνιάσει με κάποιον, ένας άλλος μπορούσε να την αρπάξει και να την κάνει στη συνέχεια γυναίκα του διά της βίας. Αν ο αρραβώνας ακολουθούνταν από το γάμο, η τελετή ήταν μια άχαρη υπόθεση, σε αντίθεση με τα χαρούμενα τραγούδια των παρθένων που προηγούνταν. Τα μαλλιά της νύφης ξυρίζονταν σχεδόν και έπειτα η νύφη έμπαινε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με μόνη φορεσιά ένα μακρύ ανδρικό χιτώνα και μια ζώνη. Μετά θα ερχόταν ο άνδρας, θα της έβγαζε τον χιτώνα και θα την διακόρευε.

Ο έγγαμος βίος δεν ήταν ιδιαίτερα θερμός για το ζευγάρι. Μέχρι την ηλικία των 30 ετών ο σύζυγος θα περνούσε κάθε βράδυ στη συσκηνία μαζί με τους συντρόφους του και οι συζυγικές σεξουαλικές συνευρέσεις θα γίνονταν στα κρυφά. Ακόμη και μετά τη συμπλήρωση των τριάντα χρόνων του συζύγου και αφού το ζευγάρι είχε φέρει στον κόσμο νόμιμα και υγιή παιδιά, η σεξουαλική εμπειρία μιας Σπαρτιάτισσας ήταν πολύ διαφορετική από εκείνην μιας μέσης Ελληνίδας. Με ή χωρίς τη συναίνεση της, ο σύζυγος μπορούσε να τη δανείσει σε έναν άλλο άνδρα με τον οποίο και για τον οποίο θα γεννήσει, νομίμως, γνήσια τέκνα. Σε οποιοδήποτε άλλο ελληνικό μέρος αυτό θα συνιστούσε μοιχεία και θα επέσυρε τιμωρία, -στην Αθήνα ακόμη και θάνατο.

Σε άλλες περιπτώσεις, ένας γηραιότερος Σπαρτιάτης, ο οποίος είχε μείνει χήρος, αλλά δεν ήθελε να ξαναπαντρευτεί και να κάνει νέα οικογένεια, μπορούσε να πάρει στο σπίτι του ως οικονόμο και σύντροφο τη σύζυγο ενός άλλου Σπαρτιάτη. Λέγεται πως η γυναίκα που συμμετείχε σε αυτό το τρίγωνο ήταν ευτυχής με τη ρύθμιση αυτή, αφού της δινόταν η δυνατότητα να έχει υπό τον έλεγχο της περισσότερα του ενός νοικοκυριά.

Ο Ευριπίδης και ο Αριστοτέλης δεν ήταν οι μοναδικοί μη Σπαρτιάτες Έλληνες που θεωρούσαν αυτήν την κατάσταση των Σπαρτιατισσών σκανδαλώδης. Ένα άλλο πράγμα που απεχθανόταν ο Αριστοτέλης αναφορικά με τις Σπαρτιάτισσες, ήταν το γεγονός ότι κατείχαν και μπορούσαν να διαθέσου γαίες. Στην Αθήνα οι γυναίκες μπορούσαν να διαθέτουν μια μικρή περιουσία, αλλά πάντα υποτάσσονταν στην βούληση του άρρενα κηδεμόνα. Στην Σπάρτη, αντίθετα, είχαν καταφέρει, μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη, να να κατέχουν και να ελέγχουν το ένα τρίτο των ιδιωτικών γαιών.

Οι Σπαρτιάτες έκριναν ότι εάν ήθελαν η πόλη τους να διατηρήσει έναν στρατιωτικό τρόπο ζωής, δεν μπορούσαν να αγνοήσουν ή να βάλουν στο περιθώριο, πόσο μάλλον να καταπιέζουν τις γυναίκες. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι τα κορίτσια της Σπάρτης είχαν πρόσβαση σε ένα είδος δημόσιας εκπαίδευσης, που περιελάμβανε σκληρή και -στα μάτια των περισσότερων Ελλήνων αταίριαστη στη γυναικεία φύση- άθληση. Έτσι εξηγείται και το δικαίωμα των Σπαρτιατισσών σε έγγεια περιουσία. Σε αντάλλαγμα οι γυναίκες της Σπάρτης -γιαγιάδες, μάνες, σύζυγοι, αδελφές, θείες και ανηψιές- με αίσθηση καθήκοντος προσέφεραν στους άνδρες τους την αδιαμφισβήτητη αφοσίωση τους με την προϋπόθεση ότι αυτοί οι άνδρες πραγμάτωναν τα ρωμαλέα φιλοπόλεμα ιδεώδη που οι ίδιοι είχαν καθορίσει «Ή ταν ή επί τας»- αυτή ήταν πράγματι η ημερήσια διάταξη.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *