Οι Γενουάτες στην Ανατολή

Οι Γενουάτες, αντίπαλοι των Βενετών στο εμπόριο, είχαν επεκτείνει την εμπορική τους πολιτική στην Ανατολή, η οποία είχε δύο πόλους: τον Εύξεινο Πόντο και την περιοχή της Κύπρου και της Συρίας. Από αυτούς τους δύο ο Εύξεινος πόντος απέκτησε μεγαλύτερη σημασία, κυρίως αφότου οι Μαμελούκοι της Αιγύπτου διέλυσαν τα χριστιανικά κράτη της Παλαιστίνης και της Συρίας και έβαλαν τέλος στην κυριαρχία τους το 1291 με την πτώση της Άκρας.

Οι Γενουάτες στην Ανατολή
Η συνοικία των Γενουατών στον Γαλατά

Οι Γενουάτες είχαν διεισδύσει στον Εύξεινο Πόντο από το τέλος του 12ου αιώνα με την άδεια των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος τους παραχώρησε ευρύτατα εμπορικά προνόμια με τη συνθήκη του Νυμφαίου. Από τότε η γενουατική διείσδυση στη Ρωμανία προχώρησε με ταχύτατο ρυθμό. Ίδρυσαν μια αποικία στην ανατολική ακτή του Κεράτιου κόλπου, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, τον Γαλατά, καθώς και μια άλλη στον Καφφά στην Κριμαία, όπου αργότερα επέκτειναν την κυριαρχία τους σε ολόκληρη τη νότια ακτή της χερσονήσου.

Παράλληλα, με την συγκατάθεση διαφόρων Τούρκων ηγεμόνων, οι Γενουάτες απέκτησαν εγκαταστάσεις σε διάφορα λιμάνια και πόλεις της Μικράς Ασίας. Ύστερα από συνθήκη με τους Κομνηνούς δημιούργησαν μια ανθηρή εμπορική παροικία και στην Τραπεζούντα.

Όταν στα χρόνια του Ανδρόνικου Β’ η βυζαντινή αυτοκρατορία άρχισε να καταρρέει, οι Γενουάτες φρόντισαν να επωφεληθούν αποκτώντας ερείσματα στο Αιγαίο για να διευκολυνθεί η ναυσοπλοΐα τους και να εξυπηρετηθεί καλύτερα το εμπόριο τους. Η γενουατική οικογένεια των Zaccaria πήρε τη Χίο. Αργότερα, οι Γενουάτες συμμάχησαν με τους Ιωαννίτες Ιππότες και τους βοήθησαν να καταλάβουν τα Δωδεκάνησα. Μολονότι πολύ γρήγορα δημιουργήθηκαν προστριβές ανάμεσα στους δύο συμμάχους, τα Δωδεκάνησα χωρίς ποτέ να γίνουν γενουατική κτήση παρέμειναν στη σφαίρα επιρροής της Γένουας.

Γαλατάς

Ο Γαλατάς ήταν η σπoυδαιότερη γενουατική αποικία στην Ανατολή εξαιτίας της προνομιακής θέσης της απένατι από την βυζαντινή πρωτεύουσα. Ήταν σταθμός για τα πλοία που μετέφεραν εμπορεύματα από τον Εύξεινο Πόντο προς τη δυτική Ευρώπη και γρήγορα εξελίχθηκε σε σπουδαίο εμπορικό κέντρο, που πρώτα συναγωνίστηκε και έπειτα επισκίασε την Κωνσταντινούπολη.

Οι Γενουάτες, με τη συνθήκη του Νυμφαίου, πήραν το δικαίωμα να εγκατασταθούν στην ανατολική ακτή του Κεράτιου. Για ένα διάστημα ο Μιχαήλ Η’ τους υποχρέωσε να εγκαταλείψουν τον Γαλατά και να εγκατασταθούν στην Ηράκλεια. Το 1267 επέτρεψε να ξαναγυρίσουν στον Γαλατά, ίσως για να τους ελέγχει καλύτερα, με τον όρο να μείνουν οι εγκαταστάσεις τους ατείχιστες. Ο αυτοκράτορας μάλιστα κατέστρεψε διάφορα οχυρωματικά έργα που προϋπήρχαν στην περιοχή.

Το 1303 ο Ανδρόνικος Β’ τους παραχώρησε και άλλες εγκαταστάσεις στον Γαλατά και οι Γενουάτες επωφελούμενοι από την εξασθένιση της αυτοκρατορίας άρχισαν να οχυρώνουν τις εγκαταστάσεις τους με τείχος και τάφρο και λίγο αργότερα ίδρυσαν δικό τους ναύσταθμο. Σιγά σιγά άρχισαν να αγοράζουν τα γύρω κτήματα και να εξαπλώνονται έξω από την περιοχή που τους είχε παραχωρηθεί. Πριν από τα μέσα του 14ου αιώνα η αποικία είχε εξελιχθεί παραγματικά σε «κράτος εν κράτει» μέσα στη βυζαντινή αυτοκρατορία και επανειλημμένως απείλησε σοβαρά την Κωνσταντινούπολη.

Τη διοίκηση του Γαλατά ασκούσε ο ποτεστάτος (εξουσιαστής), ο οποίος διοριζόταν από την μητρόπολη και είχε στη δικαιοδοσία του όλους τους Γενουάτες της Ρωμανίας. Η αποικία είχε δική της νομοθεσία, δικά της δικαστήρια και δικά της τελωνεία. Ενώ η οκονομική ζωή της Κωνσταντινούπολης σημείωνε συνεχή πτώση, η οικονομική ζωή του Γαλατά γινόταν όλο και ανθηρότερη.

Στην αρχή ο πληθυσμός του Γαλατά ήταν γενουατικός. Όταν όμως η αποικία άρχισε να επεκτείνεται και η Κωνσταντινούπολη να καταρρέει σημειώθηκε μια αξιόλογη μετακίνηση βυζαντινού πληθυσμού προς τον Γαλατά. Οι Βυζαντινοί που εγκαταστάθηκαν εκεί ανήκαν κυρίως στα κατώτερα κοινωνιά στρώματα, τα οποία υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης και του τουρκικού κινδύνου αναγκάστηκαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους Λατίνους, που διέθεταν και συνεπώς πρόσφεραν εργασία. Όταν οι Οθωμανοί προσάρτησαν τον Γαλατά, τον Μάιο του 1453, μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήταν Έλληνες.

Κριμαία

Η Κριμαία (ή Ταυρική χερσόνησος) ήταν και κατά την Αρχαιότητα και κατά τον Μεσαίωνα περιοχή σημαντικότατη για το διεθνές εμπόριο. Στη χερσόνησο αυτή βρισκόταν η αφετηρία διαφόρων δρόμων, που οδηγούσαν προς την ενδοχώρα της σημερινής Ρωσίας και της κεντρικής Ασίας, ενώ τα λιμάνια της ήταν ανοικτά προς την απέναντι παραλία του Εύξεινου Πόντου, δηλαδή τις περιοχές της Τραπεζούντας και της Σινώπης, από όπου ξεκινούσαν άλλοι δρόμοι που οδηγούσαν στην Αίγυπτο ή τη Μεσοποταμία. Άλλοι πολυσύχναστοι θαλάσσιοι δρόμοι ενώναν τα λμάνια της δυτικής Ευρώπης.

Με τις προϋποθέσεις αυτές ο Ελληνισμός, που βρισκόταν εγκαταστημένος στα παράλια της Κριμαίας από την Αρχαιότητα, ενισχύθηκε και ευημέρησε κατά την περίοδο της ακμής της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ οι βάρβαροι λαοί (Αλανοί, Ζίκχοι, Γότθοι κ.α.) που κατοικούσαν στην ενδοχώρα είχαν υποταχθεί στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Με τις προϋποθέσεις αυτές επίσης οι δυτικοί Ευρωπαίοι, και κυρίως οι Γενουάτες και οι Βενετοί, ενδιαφέρθηκαν για την περιοχή αυτή. Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες όμως φρόντιζαν να την κρατούν κλειστή στους ξένους.

Όταν η βυζαντινή αυτοκρατορία άρχισε να παρακμάζει, η Κριμαία ξέφυγε από την κυριαρχία της, κυρίως επειδή διάφοροι τουρκικοί λοαί, είχαν αρχίσει να μεταναστεύουν από την κεντρική Ασία προς τις βόρεις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 η περιοχή αποσπάσθηκε οριστικά. Στις αρχές του 13ου αιώνα εισέβαλαν στην Κριμαία οι Μογγόλοι του Τζενκίς-Χαν και λίγο αργότερα ιδρύθηκε στην περιοχή του Βόλγα το μογγολικό (ή ταταρικό) κράτος της Χρυσής Ορδής, που σιγά σιγά επεκτάθηκε και στην χερσόνησο. Με τον καιρό οι βάρβαροι λαοί της ενδοχώρας αφομοιώθηκαν από τους Μογγόλους. Στα παράλια όμως ο Ελληνισμός εξακολουθούσε να επιζεί.

Οι Γενουάτες επωφελούμενοι από τη συνθήκη του Νυμφαίου και από την ρευστή κατάσταση που είχε επικρατήσει μετά την μογγολική εισβολή κατόρθωσαν να διεισδύσουν στη Κριμαία και να ιδρύσουν την πρώτη τους αποικία στον Καφφά το 1266.

Με την εγκατάσταση των Γενουατών εκεί ο Ελληνισμός των άλλων πόλεων της Χερσονήσου, οι οποίες ήταν υποτελείς στους Μογγόλους παρήκμασε σταδιακά γιατί, καθώς είχε χάσει την πολιτική ανεξαρτησία του, δεν μπόρεσε να αντέξει στον οικονομικό ανταγωνισμό των Λατίνων. Το 1365 οι Γενουάτες επέκτειναν την κυριαρχία τους και στην πόλη της Σουγδαίας, η οποία είχε διατελέσει για πολλά χρόνια σπουδαίο εμπορικό κέντρο. Τέλος το 1380 οι Γενουάτες πήραν από τους Μογγόλους με συνθήκη και άλλα εδάφη και έγιναν κύριοι της παράκτιας περιοχής από τον Καφφά ως το Σύμβολο (Balaklava).

Όταν οι Οθωμανοί άρχισαν να εξαπλώνονται απειλητικοί προς τη Δύση και προς την Ανατολή και κυρίως όταν κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη, οι γενουατικές αποικίες της Κριμαίας βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση και αναγνώρισαν υποτέλεια στον σουλτάνο. Τον Νοέμβριο του 1453 η Γένουα ανέθεσε την διακυβέρνηση της σε ένα μεγάλο οικονομικό οργανισμό, την Τράπεζα του Αγίου Γεωργίου.

Και η Γένουα και η νέα διοίκηση, για να σωθούν οι υπερπόντιες αυτές κτήσεις, προσπάθησαν να προσεταιρισθούν τους ντόπιους πληθυσμούς μεταβάλλοντας πολιτική. Πρώτα αγωνίστηκαν να περιορίσουν τη δράση της Καθολικής Εκκλησίας: ζήτησαν να απομακρυνθεί ο Λατίνος επίσκοπος του Καφφά, που παρενοχλούσε με τη στάση του τους ορθοδόξους εκεί Αρμένιους και συνέστησαν επιείκεια για μικτούς γάμους. Επίσης συμβούλευσαν τις τοπικές αρχές να φέρονται καλά προς τους ντόπιους. Η πολιτική όμως αυτή δεν μπορούσε να καρποφορήσει. Πρώτον, είχε αρχίσει να εφαρμόζεται όταν ήταν πια αργά, και δεύτερον, δεν ήταν δυνατόν να ασκηθεί σε όλη την έκταση γιατί εμπόδιζε ο πάπας.

Έτσι, όταν ο Μωάμεθ Β’ το 1475 αποφάσισε να κυριεύσει τις γενουατικές αποικίες της Κριμαίας οι εκεί Έλληνες δεν βοήθησαν τους Λατίνους κυριάρχους τους. Αντίθετα, διευκόλυναν τους Τούρκους. Πέντε μέρες αφότου οι Οθωμανοί άρχισαν να πολιορκούν τον Καφφά, οι Έλληνες και οι Αρμένιοι έκαναν ανταρσία και ζήτησαν από τους Γενουάτες, που ήταν λιγότεροι σε αριθμό, να παραδώσουν την πόλη στους Οθωμανούς, το οποίο και έγινε. Η άποψη πως η τουρκική κυριαρχία ήταν προτιμότερη από τη λατινική είχε γίνει παραδεκτή και στην Κριμαία.

Αιγαίο

Το νησί της Χίου είχε τεράστια στρατηγική σημασία για τους Βυζαντινούς, επειδή ελέγχει από τη θέση του την περιοχή και τον κόλπο της Σμύρνης, καθώς και της Φώκαιας, όπου υπήρχαν σπουδαιότατα ορυχεία. Ακόμη στη Χίο παραγόταν, όπως ακόμη παράγεται μαστίχα, πολύ σημαντικό προϊόν για την φαρμακευτική.

Όταν στις αρχές του 14ου αιώνα οι περιοχές του Αιγαίου άρχισαν να μαστίζονται από τις τουρκικές επιδρομές, η Χίος βρέθηκε σε κρίσιμη κατάσταση. Στη γειτονική Φώκαια ήδη βρισκόταν ο Γενουάτης ο Μανουήλ Zaccaria, στον οποίο ο Μιχαήλ Η’ είχε παραχωρήσει την εκμετάλλευση των ορυχείων. Ο Zaccaria, ζημιωμένος από τις πειρατικές επιχειρήσεις των Τούρκων και παράλληλα διαπιστώνοντας πως το βυζαντινό κράτος δεν διέθετε δύναμη, ζήτησε από τον Ανδρόνικο Β’ να του αναθέσει την άμυνα της Χίου, αλλάο ααυτοκράτορας ανέβαλε την απάντηση του.

Ανάμεσα στα 1307 και 1309, ένα άλλο μέλος της οικογένειας Zaccaria, ο Βενέδικτος, κατέλαβε την Χίο υπό περιστάσεις που δεν είναι γνωστές με σαφήνεια. Πάντως το νησί εξακολουθούσε να παραμένει υπό την κυριαρχία του Βυζαντινού αυτοκράτορα, ο οποίος το παραχώρησε στον Βενέδικτο με συνθήκη για δέκα χρόνια και του χορήγησε φορολογική ατέλεια αλλά με τον όρο να ανεμίζουν βυζαντινές σημαίες στα τείχη του. Αργότερα η συνθήκη παρατάθηκε και ανανεώθηκε από τους απογόνους του.

Η Χίος κατά το διάστημα της γενουατοκρατίας εξελίχθηκε σε ανθηρότατο εμπορικό κέντρο, καθώς βρισκόταν στο σταυροδρόμι της θαλάσσιας οδού από την Γένουα προς την Κωνσταντινούπολη και των άλλων μικρότερων οδών, που συνέδεαν τα λιμάνια του δυτικού και βόρειου Αιγαίου με τα λιμάνια της Μικράς Ασίας. Οι Έλληνες του νησιού εξακολουθούσαν να επιδίδονται στο εμπόριο. Το μεγάλο όμως διαμετακομιστικό εμπόριο, που άφηνε πολλά κέρδη, πέρασε στα χέρια των Γενουατών, μέχρι το 1566, οπότε το νησί κατακτήθηκε από τους Τούρκους.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους