Οι Έμποροι των Εθνών είναι μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Όπως όλα τα βιβλία του συγγραφέα είναι γραμμένο στη γνωστή ιδιάζουσα καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη, με τους διαλόγους σε γλώσσα καθομιλουμένη. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο δισεβδομαδιαίο περιοδικό «Μη Χάνεσαι» του Βλάση Γαβριηλίδη, σε συνέχειες, από τις 8 Νοεμβρίου του 1882 μέχρι τις 8 Φλεβάρη του 1883.

Πλοκή
Το έργο διαδραματίζεται στο διάστημα 1199 με 1207, παραμονές της Δ΄ Σταυροφορίας, όταν Βενετοί και Γενοβέζοι πειρατές εξορμούν για να κυριαρχήσουν στις Κυκλάδες. Στο βιβλίο, παράλληλα με το ερωτικό πάθος, περιγράφεται και το κλίμα της εποχής όπου «οι έμποροι των εθνών» με βασικό κίνητρο τη δίψα για χρήμα, καταφεύγουν σε ωμότητες και αυθαιρεσίες. Ο Ιωάννης Μούχρας, ένας ευπατρίδης της Νάξου αλλά και πειρατής ο ίδιος, σώζει τον Βενετό Μάρκο Σανούτο από τους Γενοβέζους πειρατές, και τον φιλοξενεί στο σπίτι του. Ο Ιωάννης έχει για σύζυγο την Αυγούστα, που ζει μια ζωή πολυτελή αλλά μονότονη, περιμένοντας τον άντρα της να γυρίσει από τις επιδρομές του. Ο Σανούτος, που είναι ένας φιλήδονος και μηδενιστής γόης, την αποπλανά, και κάποια στιγμή απάγει την Αυγούστα στη Βενετία. Ένα πάθος ξεκινάει ανάμεσα στον Σανούτο και την Αυγούστα, η οποία όμως στη συνέχεια μη αντέχοντας τη φιληδονία της, δραπετεύει για να κλειστεί σε μοναστήρι, στην Πάτμο. Ο Μούχρας προσπαθεί να βρει και να εκδικηθεί τον Σανούτο, αλλά δεν τα καταφέρνει. Στο τέλος η Αυγούστα πηγαίνει στη ναυαρχίδα του Σανούτου, αλλά δεν τον βρίσκει εκεί. Ο Μαύρος, ένας βοηθός του, με μια αναπάντεχη και αυθαίρετη εντολή του Σανούτου, πυρπολεί τα πλοία του καίγοντας ταυτόχρονα και την Αυγούστα.
Οι Έμποροι των Εθνών
Α΄Εκδρομή
Εν έτει σωτηρίω 1199 ουδείς καθ΄όλον το Αιγαίον πέλαγος είχεν ωραιοτέραν σύζυγον της του Ιωάννου Μούχρα, πλουσίου ευπατρίδου, κατοικουντος εν Νάξω. Αλλά τούτο δεν εκώλυεν αυτόν του να εκτελή παραβόλους εκδρομάς κατά των Γενουατών πειρατών, των ενοχλούντων αδιαλείπτως τους Βενετούς επιδρομείς και τους φιλησύχους νησιώτας.
Ο Ιωάννης Μούχρας κατώκει κατά την άκραν του Νεοχωρίου επί τινός λόφου παρά την θάλασσαν. Η οικία του μεγάλη και ευπρεπής ήτο ωχυρωμένη με τρεις πύργους και υψηλόν τείχος. Ενομίζετο δε ως άσυλον εν τω τόπω. Ο Ιωάννης Μούχρας είχε λάβει εκ προγόνων προνόμια παρά των Βενετών, άτινα εφύλαττε και διεξεδίκει επιμόνως. Αυτοί οι Γενουάται πειραταί εσέβοντο παραδόξως την οικίαν του. Αλλ΄εκείνος μη ευρίσκων αυτούς εν τη οικία των, ίνα τους σεβαστή, εξεστράτευσε κατ΄αυτών επί κεφαλής των τολμηροτάτων εκ των νησιωτών.
Άλλως τε δε, ήτο φιλόξενος και ευπροσήγορος προς πάντας. Η σύζυγος του, ωραία και αθώα ως περιστερά, ήτο το σέμνωμα της οικίας. Άρχουσα δωδεκάδος θεραπαινίδων, διεύθυνε φρονίμως τα του οίκου. Ουδαμού ηκούσθη ποτέ ότι εκ της οικίας του Ιωάννου Μούχρα απεπέμφθη πτωχός με κανάς τας χείρας ή απεβλήθη ξένος ζητών φιλοξενίαν. Πάντες οι υπηρέται εμιμούντο τους κυρίους των και ήσαν λίαν φιλόφρονες εις τους ξένους. Αι αποθήκαι της οικίας έγεμον σίτου και εδωδίμων, οι σταύλοι χόρτου και κριθής. Ο Θεός εφαίνετο, ότι είχεν ανοιχτήν την χείρα επί του οίκου τούτου, ο δε ιδιοκτήτης εδέχετο την ευλογίαν ταύτην με ασκεπή την κεφαλήν. Ήτο ως βιβλικός πατριάρχης έχων εκτεταμένους τους κόλπους προς τας ανθρωπίνας ψυχάς, τας κειμένας παρά τους πόδας του. Μία μόνη σκιά υπήρχεν επί της εικόνος ταύτης, εστερείτο τέκνων και τούτο έφερεν αυτόν εις απόγνωσιν.
Άπαξ της εβδομάδος ο Ιωάννης Μούχρας απήρχετο νύκτωρ εκ της οικίας και επανήρχετο μετά εικοσιτέσσαρας ή τριάκοντα εξ ώρας άυπνος και κεκμηκώς. Η οικοδέσποινα συείθισε να τον προπέμπη ατάραχος αφ΄εσπέρας και να τον περιμένη την πρωίαν ήσυχος. Απέμαθε δε το να γογγύζη ή να μεμψιμοιρή κατ΄αυτού, καθώς έπραττε τους πρώτους μετά τον γάμον μήνας. Πού μετέβαινε;
Τα πέριξ νησύδρια ήσαν πολλάκις, και μάλιστα εν καιρώ τρικυμίας, καταφύγιον των πειρατών. Ο Μούχρας επέβαινε επί της γαλέρας του και τους κατεδίωκεν. ήτο δε η γαλέρα αυτή μεγάλη και οχυρά. Την είχεν αγοράσει σντί του ημίσεος της τιμής της παρ΄Ενετού τινός τυχοδιώκτου δυστυχήσαντος, όστις άμα καθελκύσας αυτήν εχρεωκόπησε τον δεύτερον από της αποδημίας του μήνα. Οι ναύται του εστασίασαν κατ΄αυτού, διότι ήσαν επί τρεις μέρες άσιτοι. Ο Βενετός τους προέτρεπε να επιτεθώσι κατά των Γενουαίων και των νησιωτών και να λάβωσι παρ΄αυτών τροφάς. Αλλ΄άνθρωποι, από τριών ημερών αριστήσαντες, δεν είχον όρεξιν να επιτεθώσι κατ΄άλλων αφθόνως δειπνησάντων, και το μόνον όπερ ηδυνήθησαν να πράξωσιν ήτο να ρίψωσι τον Βενετόν εις την θάλασσαν. Ούτος εσώθη κολυμβών και μεταβάς εις το πρώτον λιμένα, όπου ήξευρεν ότι η γαλέρα έμελλε να προσαρμοσθή, την επώλησεν εις τινά ανταποκριτήν του Μούχρα, όστις είχε λάβει από πολλού εντολήν ν΄αγοράσει δι΄αυτόν εν πλοίον.
Τις ηδύνατο να προΐδη προ ένδεκα μηνών, ότε εναυπηγήθη εν τοις ναυστάθμοις του Αγίου Μάρκου, ότι το ωραίον τούτο σκάφος έμελλε να περιέλθη εις τας χείρας του προεστού της Νάξου; Και όμως ο Ιωάννης ηδύνατο να καυχηθή ότι η σχέσις αυτή δεν ήτο η μόνη, ην προς την Βενετίαν ποτέ συνέδεσεν. Πολλοί ανδρείοι και τολμηροί της Πολιτείας ιππόται είχον λάβει παρ΄ αυτού ξενίαν, και ήσαν πρόθυμοι να τω την αποδώσωσι πότε, αν παρεπέμπετο να δικασθή ενώπιον το κραταιοτάτου συμβουλίου των Δέκα. Εν τούτοις η ωραία Αυγούστα, η σύζυγος του Μούχρα, αν και εγεννήθη εν Νάξω, ήτο κατά το ήμισυ Βενετή την καταγωγή. Ηγάπα τον σύζυγον της και έτρεφε βαθείαν στοργήν προς την ωραίαν νήσον, εν η είδε το φως. Ήτο ου μόνον προς τους ξένους ευπροσήγορος και ευεργετική προς τους φτωχούς, αλλ΄ευσεβής περί τα θεία, και η μήτηρ Φηλικίτη, ηγουμένη του Αγίου Κοσμά, μετά των πατέρων Μάρθωνος και Βικεντίου, διενέμοντο προς αλλήλους τα προϊόντα της ευσεβείας της. Το αίτιον, δι΄ό ο Μούχρας κατεδίωκεν επιμόνως τους πειρατάς, ήτο, ότι είχε λάβει παρά της Βενετίας ειδικόν προνόμιον. Ο δε σκοπός του ήτο να τύχη, ως τω είχον υποσχεθή, διπλώματος ναυάρχου και ευπατρίδου της Βενετίας.
Εσπέραν τινά, περί τα μέσα Μαρτίου, έσπευσε κατά το σύνηθες να επιβή της γαλέρας. Το πλήρωμα γινώσκον την συνήθη ώραν ήτο επί του πλοίου εγρηγορός. Η δε λέμβος μετά δύο ερετών τον επερίμενε παρά την προκυμαίαν.
-Εδώ είσαι, Μηνά; έκραξεν ο Ιωάννης Μούχρας πλησιάζων.
-Εδώ είμεθα αρχηγέ, απάντησεν ο έτερος των ερετών. Και εισήλθε εις την λέμβον ο Μούχρας. Οι ερεταί εκάθισαν επί των ζυγών και εκωπηλάτουν.
-Δε μας δείχνουν μέτωπον, αρχηγέ, αυτοί οι ανδρείοι, είπεν ο Μηνάς, όστις ελάμβανε θάρρος εκ της προς αυτόν ευνοίας του κυρίου του. Είναι τώρα πέντε μήνες, όπου κάμνομεν κάθε εβδομάδα τον συνήθη γύρον μας. Αλλ΄ούτε Γενοβέζος εφάνη, ούτε Βαρβαρέζος.
-Απόψε κάτι μου λέγει ότι θα έχομεν εργασίαν, είπεν ο δεύτερος ερέτης. -Πόθεν συμπεραίνεις τούτο, γερο-Πειράχτη, ηρώτησεν ο αρχηγός.
-Το μάτι μου το αριστερό πηδά, αρχηγέ, και το χέρι το δεξιό με τρώγει.
-Τι θα κάμωμεν! Ό,τι του τύχη του ανθρώπου, το τραβά, είπεν ο Μηνάς, όστις ήτο εικοσαετής και εφιλοσόφει προώρως.
-Επεθύμουν να ακούσω άλλο τι από το στόμα σου Μηνά,είπεν ο Μούχρας. Τώρα σύ ωμίλησες ως γέρων.
-Αρχηγέ, μην αμφιβάλλης διά το θάρρος μου, Εις το έργον θα το δείξω. Όσοι λέγουν λόγους, εις τα πράγματα είναι ψόφιοι και οι λόγοι των είναι στρογγυλοί ως μηδενικόν.
Εν τούτοις έφτασαν ήδη εις την γαλέραν. Ο Μούχρας με ελαφρότητα νεανικήν επήδησεν εις το κατάστρωμα. Η λέμβος ανειλκύσθη επί τας πλευράς. Ανέσπασαν την άγκυραν και απέπλευσαν.
Προσήγγιζε το μεσονύκτιον και το απόγειον ήρχισε να πνέη εκ της ξηράς. Ο δόλων εξογκώθη μετρίως και το πλοίον εκινείτο επαισθητώς. Μετά δύο ωρών πλούν έφθασαν εις τα νησύδρια Μάκαρας. Η σελήνη είχεν ανατείλει και έφεγγεν ωχρώς την θάλασσαν και τους γυμνούς βράχους. ότε έκαμψαν το πρώτον νησύδριον, ο Μηνάς παρηγγέλθη παρά του πρωρέως να ξυπνήση τον αρχηγόν, όστις μόλις είχεν αποκοιμηθεί.
-Τι τρέχει Μηνά; ε’ιπεν αυτός.
-Αρχηγέ, φαίνεται εν πλοίον αραγμένον εις τον μέγαν Μάκαρα. Ούτως ωνομάζετο η μεγίστη των νησίδων. Ο Μούχρας ανεπήδησεν ευθύς.
-Πού είναι, Μηνά; ηρώτησεν ανοίγων τους οφθαλμούς.
-Ιδού αυτό, αρχηγέ.
Και έδειξε την πρύμνην σκάφους προσωρμισμένου παρά την ακτήν.
Ο Μούχρας εστάθη επί τινάς στιγμάς παρατηρών προσεκτικώς.
-Κάμετε το σημείον, είπε στραφείς προς τον πρωρέα.
Ηκούσθη τι, ως λυγμός, συρίζον διά του αέρος.
……………………………………………………………………………..