Πώς βρέθηκαν οι Άραβες στην Παλαιστίνη; Μεταξύ των πληθυσμών της Παλαιστίνης υπήρχαν και αραβικά φύλα. Η αραμαϊκή, που ήταν και η κυριότερη γλώσσα της περιοχής, είναι αδελφή γλώσσα της αραβικής και οι παραδόσεις καταγωγής των φυλών, που κυκλοφορούσαν στην Παλαιστίνη και γύρω από αυτήν, ζώντας νομαδικά ή ημινομαδικά από τα κοπάδια τους, θεωρούν ότι έχουν αραβική και μάλιστα νοτιοαραβική προέλευση.
Ιδιαίτερα από τα ελληνιστικά χρόνια και μετέπειτα, η Παλαιστίνη έχει πυκνούς αραβικούς πληθυσμούς, που οδηγούν και φυλάνε καραβάνια, εμπορεύονται, εγκαθίστανται δίπλα στα άλλα έθνη των παλαιστινιακών πόλεων, εκχριστιανίζονται, δίνουν Ρωμαίους αυτοκράτορες και χριστιανούς επισκόπους. Αν έπρεπε να χαρακτηριστεί εθνοανθρωπολογικά η ταυτότητα της περιοχής, μονιμότεροι κάτοικοι της Παλαιστίνης θα αναγνωρίζονταν οι αραβικής καταγωγής πληθυσμοί της.
Ο ρόλος των αραβικών φύλων της Παλαιστίνης είναι ιδιαίτερα αισθητός, κατά την ύστερη ρωμαϊκή και την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Ευκαιριακά οι έμποροι και φύλακες ή επιδρομείς Άραβες επιχειρούν την οργάνωση της εξουσίας τους είτε στα πρότυπα του παλαιότερου κράτους των Ναββαταίων της Πέτρας είτε με το κράτος της Παλμύρας.
Οι Άραβες και οι Βυζαντινοί
Η σπουδαιότητα του αραβικού παράγοντα της περιοχής, που θα νομιμοποιήσει την αντίληψη τους για κυριαρχικά δικαιώματα στην Παλαιστίνη, θα αναδειχθεί κατά την περίοδο των περσοβυζαντινών πολέμων. Οι Άραβες αυτήν την περίοδο είναι οι σύμμαχοι των Βυζαντινών και φρουροί του μόνου δρόμου που ένωνε τη Δαμασκό στα βόρεια με την Αίγυπτο και τα εμπορικά λιμάνια της Ερυθράς Θάλασσας Αυτός είναι ένας σπουδαίος και οικονομικά πολύ αποδοτικός ρόλος, που είχε επισημοποιηθεί με συνθήκες μεταξύ των βασιλέων της Κωνσταντινούπολης και των φυλάρχων. Η ανάγκη του Βυζαντίου για τη συμμαχία αυτή φάνηκε όταν για να την σιγουρέψει απονέμει στον Γασσανίδη Άραβα φύλαρχο Αρέθα τον κληρονομικό τίτλο του πατρικίου. Η πιο κρίσιμη περίοδος για τη τύχη της Παλαιστίνης ήταν ο 6ος και οι πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα. Αυτοί οι αιώνες που σημαδεύονται από από τους πολέμους των πιο ισχυρών δυνάμεων του τότε γνωστού κόσμου προκάλεσαν και το θάνατο των ιστορικών αυτοκρατοριών της Μέσης Ανατολής.
Μετά τη νίκη του Ηράκλειου το 629, η ειρήνη που ήρθε στην Παλαιστίνη μπορούσε να προσφέρει στους κατοίκους της μόνο θρησκευτικά πανηγύρια και λίγα φτωχά θεάματα. Εξάλλου αυτή η ειρήνη ήταν βραχύβια, γιατί εμφανίστηκε νέος εχθρός που τον αποτελούσαν οι πρώην πολεμιστές του Ηρακλείου, οι αραβικές φυλές της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Πετραίας Αραβίας, που δυσαρεστήθηκαν όταν το βασιλικό ταμείο έπαψε να τους χρηματοδοτεί, και πέρα από αυτούς οι Άραβες της κυρίως Αραβίας.
Ταυτόχρονα, έγινε αισθητή και μια άλλη εθνική οντότητα στην περιοχή. Εμφανίστηκε με μεγαλύτερη ισχύ από τις διασπασμένες χριστιανικές αραβικές φυλές η ομοσπονδία των φυλών της βόρειας Αραβίας, που είχε οργανωθεί από έναν πολιτικοθρησκευτικό ηγέτη, άγνωστο μέχρι τότε στην περιοχή βορειότερα της Γιαθρίμπ (μετέπειτα Μεδίνα), τον Μωάμεθ.
Η πρώτη πραγματική σύγκρουση των Αράβων με τους Βυζαντινούς γίνεται μετά το θάνατο του Μωάμεθ(632) με την αραβική επιδρομή στη Γάζα. Ήταν ο πρώτος πόλεμος που οι Βυζαντινοί αντιμετώπισαν τους Άραβες κα νικήθηκαν. Η φρουρά της Γάζας δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο στρατό που έστειλε για τη λαφυραγωγία της περιοχής ο Αμπού Μπακρ, ο διάδοχος του Μωάμεθ. Οι Άραβες ιστορικοί ισχυρίζονται ότι την εκστρατεία αυτή την είχε προετοιμάσει ο ίδιος ο Μωάμεθ και δεν πρόλαβε να την πραγματοποιήσει. Την ξεκίνησε το 634 ο διάδοχος του χαλίφης και την ονόμασαν «εκστρατεία της ανάγκης» γιατί ήθελαν να εξοικονομήσουν πόρους για την επιβίωση των Αράβων, που υπέφεραν μετά το τέλος του περσοβυζαντινού πολέμου και την απώλεια εσόδων από τη βυζαντινή επιχορήγηση και από τα φύλακτρα των καραβανιών που είχαν αραιώσει.
Άραβες ιστορικοί θεωρούν ότι την εποχή του Αμπού Μπακρ οι Άραβες είχαν καταλάβει ολόκληρη την Παλαιστίνη, εκτός από την Ιερουσαλήμ. Η Ιερουσαλήμ μετά την εύρεση του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη ταυτίστηκε ως Άγιος Τόπος του Χριστιανισμού, οι Εβραίοι επίσης θεωρούσαν ως πόλη σύμβολο την Ιερουσαλήμ. Μία ίδια διεκδίκηση είχε και το Ισλάμ. Άρα για να έχει κάποιος την εξουσία στην Παλαιστίνη έπρεπε να κατέχει την Ιερουσαλήμ. Κατακτητής στην Ιερουσαλήμ μπήκε ο χαλίφης Ομάρ, όταν έπειτα από μικρή πολιορκία ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων υπέγραψε, το 637, τη συνθήκη της παράδοσης της πόλης στην αραβική εξουσία.
Οι μουσουλμάνοι Άραβες σεβάστηκαν τη συνθήκη της παράδοσης και δεν λεηλάτησαν την πόλη ούτε έσφαξαν τους κατοίκους της. Σεβάστηκαν επίσης τα θρησκευτικά μνημεία και για τις δικές τους θρησκευτικές ανάγκες έχτισαν καινούργια, όπως το τέμενος του χαλίφη Ομάρ, στη θέση του κατεστραμμένου εβραϊκού ναού του Σολομώντα.
Η Ιερουσαλήμ και η υπόλοιπη Παλαιστίνη μετά την αραβική κατάκτηση αρχίζουν να ξαναγίνονται τόποι διαμετακομιστικού εμπορίου. Οι Άραβες και οι Βυζαντινοί μπορεί στρατιωτικά να ήταν εχθροί, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε την ανάπτυξη των εμπορικών και διπλωματικών σχέσεων, ιδιαίτερα την περίοδο των Ομαϊαδών.
Η δυναστεία των Ομαϊαδών κυβέρνησε το αραβοϊσλαμικό χαλιφάτο από τη Δαμασκό και ήταν προσανατολισμένη στο βυζαντινό μοντέλο διοίκησης. Η πολιτική της ανεξιθρησκείας, που εφάρμοσε, της επέτρεψε να μην έχει εσωτερικές αντιπαραθέσεις και έτσι μπόρεσε και αναπτύχθηκε η οικονομική ζωή και ο πλούτος των ηγετών του κράτους. Κατά τη διάρκεια διακυβέρνησης αυτής της δυναστείας, στην Παλαιστίνη και τη Συρία χτίζονται νέα δημόσια κτίσματα, όπως το τέμενος των Ομαϊαδών στη Δαμασκό, το τέμενος του Βράχου στην Ιερουσαλήμ, στο σχεδιασμό των οποίων επιλέγονται βυζαντινά αυτοκρατορικά πρότυπα.