Οικονομία της αρχαϊκής περιόδου

Η οικονομία της περιόδου 700-480π.Χ. περνά σε μια νέα φάση, στηριζόμενη πάντα στην βιοτεχνία και το εμπόριο, αλλά με σημαντική ανάπτυξη και εισαγωγή νέων δεδομένων. Εμφανίζονται οι κάπηλοι, η ανάγκη κοπής νομίσματος, αλλά και ο τόκος.

Οικονομία της αρχαϊκής περιόδου

Τα ελληνικά κράτη που κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής εποχής ανέπτυξαν βιοτεχνία και εμπόριο ήταν τα ίδια με εκείνα που είχαν νωρίτερα επιδοθεί στις ίδιες δραστηριότητες και μερικά ακόμη που ακολούθησαν μετά το 700π.Χ. Η βιοτεχνία και το εμπόριο ευνοήθηκαν με τον αποικισμό. Μερικές αποικίες έγιναν σταθμοί ανταλλαγών ελληνικών προϊόντων διαφόρων προελεύσεων με είδη που παρήγαγαν οι γύρω ιθαγενείς.

Το εμπόριο διατήρησε κατά ένα μεγάλο μέρος τον χαρακτήρα ευκαιριακής επιχείρησης. Ευκαιριακοί ή συστηματικοί οι έμποροι ήταν συνήθως και οι ιδιοκτήτες των πλοίων, με τα οποία εξήγαν τα τοπικά προϊόντα και εισήγαν τα ξένα. Αρχικά δεν υπήρχαν έμποροι για την διάθεση των τοπικών προϊόντων. Οι πελάτες έπρεπε να απευθύνονται στους παραγωγούς ή τους κατασκευαστές.

Τον 6ο π.Χ. αιώνα εμφανίστηκαν οι «κάπηλοι», που δεν μετακινούνταν όπως οι έμποροι, αλλά συγκέντρωναν στο κατάστημά τους διάφορα είδη που έφθαναν στην αγορά από ποικίλες προελεύσεις και τα μεταπουλούσαν λιανικώς. Ο νεωτερισμός αυτός συνετέλεσε ώστε να αυξηθεί ο όγκος και να μεγαλώσει η ποικιλία των ειδών που προσφέρονταν για κατανάλωση. Η εμφάνιση των καπήλων θεωρείται μεγάλος σταθμός στην ιστορία του εμπορίου.

Οι ανάγκες του εμπορίου επέβαλλαν την εφεύρεση του νομίσματος. Τούτο έγινε έπειτα από διαδοχικές βελτιώσεις σε αρχαιότερα μέσα ανταλλαγών. Πριν από το 700π.Χ. χρησιμοποιούσαν αντί νομίσματος πλακίδια ή σφαιρίδια χρυσού, αργύρου, ήλεκτρου (φυσικού μίγματος χρυσού και αργύρου) και «οβελούς» ή «οβολούς» από σίδηρο. Τόσο τα τεμάχια των πολύτιμων μετάλλων όσο και τα ραβδιά από σίδηρο είχαν ορισμένο βάρος. Ο οβελός ήταν το νόμισμα με την μικρότερη αξία. Ακολουθούσαν η δραχμή, ο σταρήρ, η μνα και το τάλαντο. Έξι οβελοί αποτελούσαν μία δραχμή (δράττω=αδράχνω>δραχμή). Δηλαδή μία δραχμή ήταν μια δέσμη από έξι οβελούς, όσους μπορούσε να κρατήσει μία παλάμη. Δύο δραχμές αντιστοιχούσαν σε έναν στατήρα. Πενήντα στατήρες ισοδυναμούσαν με μία μνα και 60 μναι σε ένα τάλαντο. Επομένως, το ένα τάλαντο άξιζε 6.000 δραχμές και η μνα 100.

Η χρήση αυτών των τεμαχίων από πολύτιμα μέταλλα και των οβελών παρουσίαζε σημαντικό μειονέκτημα: έπρεπε κάθε φορά που άλλαζαν χέρια να ζυγισθούν, για να εξακριβωθεί το βάρος τους. Οι αμφιβολίες αυτές ξεπεράσθηκαν όταν τα τεμάχια πολύτιμων μετάλλων άρχισαν να σφραγίζονται με το σήμα ενός κράτους. Από τότε και μόνο υπάρχει πραγματικό νόμισμα.

Το εμπόριο οδήγησε επίσης στην καθιέρωση του τόκου. Επειδή οι εμπορικές επιχειρήσεις είτε απέφεραν κέρδη μεγαλύτερα από τα ως τότε είτε κατέληγαν με απώλειες όχι μόνο του εμπορεύματος, αλλά του μέσου μεταφοράς, καμιά φορά και του ίδιου του επιχειρηματία, οι δανειστές ήθελαν να συμμετέχουν στα κέρδη και να εξασφαλίζονται έννατι των κινδύνων . Έτσι τα δάνεια έγιναν έντοκα και οι τόκοι διαμορφώθηκαν σε σημαντικό ύψος, κάτω από τριπλή πίεση της σπανιότητας κεφαλαίων, των προδοκώμενων κερδών και της συχνότητας των ναυαγίων και των πειρατικών επιθέσεων.

Η ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας, καθώς και η εξεύρεση νέων τρόπων βιοπορισμού, όπως η μισθοφορά, επέτρεψαν την αύξηση του πληθυσμού, παρά το γεγονός ότι ο αποικισμός πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις. Σημαντικοί αριθμοί ακτημόνων εργάζονταν ως ναύτες, τεχνίτες, ανειδίκευτοι εργάτες. Η διατροφή τους καλυπτόταν από την αύξηση της παραγωγής των μεγαλύτερων αγροτικών εκμεταλλεύσεων.

Το εμπόριο, οι μεγάλες και μέτριες αγροτικές εκμεταλλεύσεις, τα δάνεια, μερικές βιοτεχνικές επιχειρήσεις άφηναν κέρδη. Από αυτά ένα μέρος μεταβαλλόταν σε κεφάλαιο, κυρίως σε νέα πλοία και δούλους. Μηχανήματα δεν υπήρχαν. Τα αγροκτήματα δεν γίνονταν αντικείμενα αγοραπωλησίας: όσοι είχαν γη την κρατούσαν, γιατί καμιά άλλη ιδιοκτησία δεν ήταν περισσότερο ασφαλής και για τους οικονομικά ασθενέστερους η αυτοκαλλιέργεια ήταν η μόνη χειρονακτική εργασία που συνοδευόταν από ανεξαρτησία.

Τέλος, η πώληση του οικογενειακού κλήρου θεωρείτο σε διάφορες ελληνικές πόλεις ως ανόσια πράξη, σε άλλες επαίσχυντη. Έτσι ένα σημαντικό μέρος από τα κέρδη, αντί να επενδύεται χρησίμευε για την προμήθεια καταναλωτικών αγαθών και μάλιστα ειδών πολυτελείας, για την οργάνωση διασκεδάσεων και γενικά για την επίδειξη χλιδή εκ μέρους των «ολβίων».

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους