Η έλλειψη φυσικών πόρων στο Νησί του Πάσχα ανάγκασαν τους κατοίκους να προσαρμοστούν. Αυτό μαρτυρείται από την στοιχειώδη αρχιτεκτονική που φέρουν οι οικίες τους. Πρόκειται για τις χάρε παένγκα, καλύβες σε σχήμα αναποδογυρισμένης βάρκας, με διαστάσεις που ποικίλουν από 10 έως 100 μέτρα.
Οικίες
Ο σκελετός τους στηριζόταν σε μια εξέδρα που αποτελούνταν από ίδιου πάχους πλάκες βασάλτη, Πάνω σε αυτές υπήρχαν κορμοί που εξυπηρετούσαν στη στήριξη μιας σκεπής με ελαφρύ ξύλινο σκελετό που ήταν καλυμμένη από ψάθες και δεμάτια από βούρλα. Πριν από το εσωτερικό της καλύβας υπήρχε ένας μικρός προθάλαμος, στρωμένος με κροκάλες, συχνά ανακατεμένες με κοράλλια που αποτελούσαν και διακοσμητικά στοιχεία. Η πόρτα ήταν πολύ χαμηλή και για να μπουν οι κάτοικοι μέσα στο σπίτι έπρεπε να σκύψουν σχεδόν ως το πάτωμα. Η εσωτερική διακόσμηση ήταν ουσιαστικά χρηστική και αποτελούνταν από ψάθες, όγκους από πέτρες και άδειες κολοκύθες που χρησιμοποιούνταν ως δοχεία.
Διατροφή
Το Ράπα Νούι είναι ένα ηφαιστειογενές νησί και στο παρελθόν υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμο. Το νησί χαρακτηριζόταν από ένα δασόφυτο περιβάλλον που η πλούσια βλάστηση του πρέπει να επιβίωσε από 30.000 μέχρι 1.200 χρόνια πριν, ενώ ο αφανισμός της τοποθετείται στα τελευταία 600 χρόνια, γύρω στο 1400μ.Χ. Η οικολογική καταστροφή αποδίδεται σε διάφορους παράγοντες: στην κλιματική αλλαγή, σε έκρηξη ηφαιστείου, σε ανθρώπινη παρέμβαση.
Οι αρχαίοι κάτοικοι του νησιού ζούσαν από την γεωργία. Καλλιεργούσαν γλυκοπατάτες, μπανάνες και ζαχαροκάλαμα. Η καθημερινότητα όμως του αγρότη στο νησί ήταν δύσκολη, καθώς έπρεπε να καθαρίσει τα χωράφια από τις πέτρες και τα ζιζάνια, να δουλέψει τη γη με εργαλεία κυριολεκτικά υποτυπώδη και, κυρίως, να αντμετωπίσει με διάφορα τεχνάμσματα την έλλιεψη γλυκού νερού. Συνήθως οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν το βρόχινο νερό που συγκέντρωναν σε σκαμμένες κοιλότητες μέσα σε βράχους και σε δοχεία από άδειες κολοκύθες. Ορισμένες καλλιέργειες τοποθετούνταν σε ένα είδος υπόγειου κήπου που ονομαζόταν μάναβαϊ, και απορροφούσε όλη την υγρασία του εδάφους.
Μια άλλη σημαντική δραστηριότητα ήταν ψάρεμα (συνήθως τρέφονταν με ψάρια, χελώνες και μαλάκια), το οποίο όμως στους αρχαίους χρόνους αποτελούσε ταμπού τους χειμερινούς μήνες. Το ψάρεμα γινόταν με πέτρινα ή κοκάλινα αγκίστρια ή με δίχτυα πλεγμένα με σκοινιά από χόρτα. Τα αγκίστρια φτιάχνονταν και από ένα θαμνώδες φυτό που στην τοπική γλώσσα ονομάζεται «χάου» δηλαδή «νήμα». Η εκτροφή ζώων στο νησί ήταν περιορισμένη και εξέτρεφαν κυρίως πουλερικά, που αποτελούσαν ξεχωριστό έδεσμα (για τους πλούσιους), ενώ καταναλώνονταν στις γιορτές.
Ενδυμασία
Οι κάτοικοι στο Νησί του Πάσχα έφτιαχναν τα υφάσματα για την υποτυπώδη ενδυμασία τους από φυτικά νήματα. Τα νήματα που χρησιμοποιούσαν περισσότερο ήταν εκείνα που παρήγαγαν από το μαχούτε, τη λεγόμενη κινέζικη μουριά. Πρόκειται για ένα θαμνώδες φυτό το οποίο, αφού περνούσε από μακρά επεξεργασία, επέτρεπε τη δημιουργία ελαφρών υφασμάτων. Με αυτό το ύφασμα δημιουργούσαν τα περιζώματα που φοριούνταν και από άνδρες και από γυναίκες, αλλά και το νάου μαχούτε το παραδοσιακό νησιωτικό ρούχο, ένα μανδύα τετράγωνου ή ορθογώνιου σχήματος, χρωματισμένο με χρωστική από κουρκούμα (σαν τον κρόκο Κοζάνης).
Γυναίκες και άνδρες είχαν τα μαλλιά τους συνήθως μακριά και λυμένα ή πιασμένα στην κορυφή του κεφαλιού. Οι γυναίκες κάποιες φορές έφτιαχναν με τα μαλλιά τους μια πλεξούδα. Οι κάτοικοι του νησιού αγαπούσαν πολύ τα καπέλα, οι γυναίκες φορούσαν φαρδιά καπέλα φτιαγμένα από λυγαριά, με στρογγυλεμένα πλαϊνά και μυτερές άκρες.
Επιπλέον, οι κάτοικοι του Ράπα Νούι, δεν έλεγαν όχι στα κοσμήματα. Τα πιο ξεχωριστά ήταν τα διαδήματα από πολύχρωμα φτερά κόκκορα, αλλά και τα ξύλινα κοσμήματα, που οι ευγενείς και οι πλούσιοι επιδείκνυαν κρεμώνατς τα στο λαιμό και στους ώμους τους. Ωστόσο η ματαιοδοξία των νησιωτών εκφραζόταν κυρίως με την τέχνη της δερματοστοιξίας (τατουάζ) με τα περίπλοκα διακοσμητικά σχέδια, τόσο γεωμετρικά όσο και νατουραλιστικά.
Αυτοί που έκαναν την δερματοστοιξία ήταν ειδικοί τεχνίτες. Χρησιμοποιούσαν ένα είδος κοκκάλινης χτένας που διείσδυε βαθιά μέσα στο δέρμα και είχαν ως βασική χρωστική το κάρβουνο, αναμεμειγμένο με σκόνη από πόπορο (βατόμουρο). Το σχέδιο στη συνέχεια μπορούσε να εμπλουτιστεί με χρώμα, το οποίο δημιουργούσαν από σκόνη κουρκούμας. Η ολοκλήρωση μιας δερματοστοιξίας ήταν χρονοβόρα αλλά και δαπανηρή διαδικασία γι΄αυτό το τατουάζ ήταν διακριτικό των πλουσίων. Τέλος, διαδεδομένη ήταν και η συνήθεια να βάφουν το πρόσωπο, κυρίως εναλλάσσοντας το κόκκινο με το μαύρο χρώμα.
Με πληροφορίες από: nationalgeograph