Οι Νορμανδοί άρχισαν να φθάνουν στη νότια Ιταλία ως μισθοφόροι γύρω στο 1016. Προέρχονταν από τη γαλλική Νορμανδία και ήταν απόγονοι των Βίκινγκς, που μετά από πολλές επιδρομές είχαν εγκατασταθεί εκεί το 911, είχαν εκχριστιανισθεί και αφομοιωθεί κατά μεγάλο ποσοστό από τους Γάλλους. Υπηρέτησαν πολλούς τοπικούς άρχοντες, μεταξύ των οποίων ήταν και οι βυζαντινοί άρχοντες της Ιταλίας. Ο αριθμός τους αυξήθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα, ύστερα από ομαδική μετανάστευση συμπατριωτών τους, που τους ακολούθησαν.

Το 1029 είχαν ήδη εγκατασταθεί στην Αβέρσα ως υποτελείς του Δούκα της Νεαπόλεως και το 1041 κατέλαβαν για λογαρισμό τους τη Μέλφη της Απουλίας. Όταν οι Βυζαντινοί διοικητές προσπάθησαν να συγκρατήσουν την επέκτασή τους, όχι μόνο ηττήθηκαν αλλά και αντιμετώπισαν σειρά επαναστάσεων στο εσωτερικό του κατεπανάτου, του οποίου οι κάτοικοι βρήκαν τότε την ευκαιρία να δείξουν την δυσαρέσκειά τους.
Έτσι, από ασήμαντοι και σκορπισμένοι μισθοφόροι, οι Νορμανδοί έγιναν υπολογίσιμη και συνεχώς ανερχόμενη δύναμη στη νότια Ιταλία. Η επέκτασή τους αναχαιτίσθηκε για ένα διάστημα χάρη στη αντίθεση του πάπα Λέοντα Θ΄, ο οποίος οργάνωσε αντινορμαδνιή συμμαχία με τη συμμετοχή των Βυζαντινών. Στις συγκρούσεις όμως που ακολούθησαν οι Νορμανδοί νίκησαν και πάλι και το 1053 αιχμαλώτισαν τον ίδιο τον πάπα.
Η αντινορμανδική συμμαχία διαλύθηκε, κυρίως εξαιτίας του Σχίσματος και η Αγία Έδρα στράφηκε προς τους Νορμανδούς του οποίους αναγνώρισε. Το 1059, ο περίφημος ηγέτης τους Ροβέρτος Γυισκάρδος έλαβε τον τίτλο του Δούκα με εξουσία στην Απουλία και την Καλαβρία και με δικαίωμα να επεκτείνει την αρχή του στη Σικελία, αν μπορούσε να την κατακτήσει. Με αυτόν τον τρόπο η βυζαντινή διοίκηση της νότιας Ιταλίας βρέθηκε τελείως απομονωμένη και άρχισε να καταρρέει.
Το 1066 οι Νορμανδοί κατέλαβαν το Τάραντα, το Βρεντέσιο (Brindisi), το Ρήγιο, τον Υδρούντα (Otrando) και το 1061 πέρασαν στη Σικελία. Οι βυζαντινές δυνάμεις κατόρθωσαν, άλλοτε με τα όπλα, άλλοτε με τη διπλωματία, να ανακόψουν για λίγο την προέλασή τους, αλλά σύντομα λύγισαν. Το τελευταίο βυζαντινό έρεισμα, η Βάρις, πρωτεύουσα του θέματος Λογγιβαρδίας υπέκυψε στις 16 Απριλίου 1071 μετά από τριετή πολιορκία. Έτσι η αυτοκρατορία εκδιώχθηκε οριστικά από τη νότια Ιταλία, στην οποία παρουσιαζόταν τώρα μια νέα δύναμη.
Το 1071 οι Νορμανδοί συμπλήρωσαν την κατάκτηση της Σικελίας με την κατάκτηση της Πανόρμου (Palermo). Μέσα σε τριάντα χρόνια είχαν συντρίψει τις δύο μεγάλες δυνάμεις της περιοχής, τους Άραβες και τους Βυζαντινούς. Επί πλέον ετοίμαζαν πιο φιλόδοξα σχέδια: ο Ροβέρτος Γυισκάρδος άρχισε να αποβλέπει σχεδόν στην κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Οι φήμες για τα σχέδιά του αναφέρονται πρώτη φορά για πρώτη φορά το 1066.
Η εξασθενημένη πια αυτοκρατορία δεν πρόκειται να αρχίσει νέες ιταλικές περιπέτειες: Θα προσπαθήσει μόνο με τη διπλωματία να κερδίσει τη φιλία του Ροβέρτου Γυισκάρδου, προτείνοντάς του το 1068 και το 1074 τη σύναψη επιγαμίας χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Το 1081 οι Νορμανδοί θα αποβιβασθούν και να καταλάβουν το Δυρράχιο σε μια υπέρτατη προσπάθεια για να πραγματοποιήσουν το σχέδιο της κατάκτησης του Βυζαντίου, σχέδιο που τελικά θα αποτύχει χάρη στην αντίδραση των Κομνηνών.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους