Η Πελοπόννησος και η Ανατολική Στερεά είχαν ως τα τέλη Μαρτίου ξεσηκωθεί. Τα νησιά, όμως, αδρανούσαν. Οι πρόκριτοι και οι αρχιερείς που ήξεραν πόσο κρίσιμη για τον Αγώνα ήταν η συμμετοχή των νησιών ζήτησαν τη συνδρομή των Ελλήνων ναυτικών.

Σύνθεση του Peter von Hess
Τα τρία νησιά, Σπέτσες, Ύδρα και Ψαρά, είχαν από τον 18ο αιώνα αναπτυχθεί σε αξιόλογα και υπολογίσιμα ναυτικά κέντρα. Τα πλοία τους ήταν εμπορικά, αλλά τα περισσότερα ήταν εξοπλισμένα με τηλεβόα, και μπορούσαν να αμυνθούν σε πειρατικές επιθέσεις και σε άλλους κινδύνους. Ακριβώς αυτές οι δύσκολες συνθήκες είχαν κάνει τους ναυτικούς έμπειρους θαλασσομάχους αλλά και έμπειρους πολεμιστές. Έτσι κατά τις παραμονές της Επανάστασης η ναυτική δύναμη των Ελλήνων, μολονότι δεν συγκρινόταν με εκείνη του εχθρού, ήταν ωστόσο σε θέση να προβάλλει αξιόλογη αντίσταση στους Τούρκους.
Το έναυσμα του Αγώνα έδωσαν οι Σπέτσες. Χάρη στις προσπάθειες ορισμένων Φιλικών του νησιού -των Μποτσαραίων και του Γεωργίου Πάνου- καθώς του Π. Ομηρίδη Σκυλίτση, η επανάσταση επισπεύθηκε. Σε αυτό συνέτεινε η άφιξη από την Πελοπόννησο του Χριστόδουλου Μερτίκα που γνωστοποίησε στους προκρίτους την Προκήρυξη του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τους παρέδωσε συγχρόνως τα γράμματα του Παπαφλέσσα.
Ενώ οι πρόκριτοι ήταν διστακτικοί και αναποφάσιστοι περιμένοντας πρώτα τον ξεσηκωμό της γειτονικής Ύδρας, τελικά η κατάσταση ξέφυγε από τα χέρια τους και στις 3 Απριλίου υψώθηκε η σημαία της επανάστασης στο διοικητήριο του νησιού. Αμέσως στάλθηκε τριμελής αντιπροσωπεία στην Ύδρα για να αναγγείλει στους πρόκριτους την επανάσταση των Σπετσών, και συγχρόνως να τους πείσει να ξεσηκωθούν και εκείνοι. Χωρίς καθυστέρηση πήραν την απόφαση οι Σπετσιώτες να συμπράξουν με μοίρα του στόλου στις πολιορκίες των πελοποννησιακών φρουρίων, και συγχρόνως να αποστείλουν πλοία τους στο Αιγαίο για να υποκινήσουν σε επανάσταση και τα άλλα νησιά. Συγχρόνως ύψωσαν επαναστατική σημαία και τα γειτονικά νησιά, Πόρος, Αίγινα, Σαλαμίνα (Κούλουρη εκείνη την εποχή).
Στις 10 Απριλίου επαναστάτησαν και τα Ψαρά χωρίς κανένα δισταγμό, η ισχυρή Ύδρα, που χωρίς τη συμμετοχή της η επανάσταση ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη, ακόμη αδρανούσε. Η συνέπεια της οικονομικής ευμάρειας της Ύδρας, ιδίως μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, ήταν ο συντηρητισμός των αρχόντων της. Μετά τις ειδήσεις για την επανάσταση στην Πελοπόννησο, οι πρόκριτοι δεν έσπευσαν να ανταποκριθούν αμέσως στο πανελλήνιο αίτημα για βοήθεια. Ήθελαν να σταθμίσουν τα δεδομένα. Αντίθετα ο λαός, φλεγόμενος από ενθουσιασμό, δεν περίμενε παρά μια ώθηση για να ενωθεί με τους επαναστατημένους αδελφούς του. Και η ώθηση αυτή ήρθε από τον Αντώνιο Οικονόμου, πλοίαρχο και αγνό πατριώτη. Έβγαλε την Ύδρα από την καιροσκοπική απάθεια της.
Ο Αντώνιος Οικονόμου άρχισε να στρατολογεί άνδρες, δήθεν για την Πελοπόννησο και στις 28 Μαρτίου και όταν εμφανίστηκε στο λιμάνι ένα μικρό πλοίο που έφερνε ειδήσεις για τον αποκλεισμό των Τούρκων του Ακροκορίνθου, ο Οικονόμου έκρινε ότι η στιγμή είχε φτάσει. Το ίδιο βράδυ κήρυκες όρμησαν στο κέντρο του νησιού φωνάζοντας επαναστατικά συνθήματα. Ταυτόχρονα οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν χαρμόσυνα. Η πόλη πλημμύρισε από τους ενόπλους του Οικονόμου, ενώ οι πρόκριτοι ταραγμένοι έβγαιναν από το διοικητήριο για να μάθουν τι συμβαίνει.
Ο Αντώνιος Οικονόμου σχεδόν πραξικοπηματικά ανέλαβε την στρατιωτική και πολιτική εξουσία του νησιού. Από την πρώτη στιγμή οι προσπάθειες του Οικονόμου στράφηκαν στην ικανοποίηση του πανελλήνιου αιτήματος για βοήθεια. Στις 16 Απριλίου με την παρουσία όλων των Υδραίων έγινε επίσημη δοξολογία και υψώθηκε στο διοικητήριο η σημαία της Επανάστασης από τον αρχιεπίσκοπο Γεράσιμο. Ταυτόχρονα εκδόθηκε και το πρώτο επαναστατικό έγγραφο της Ύδρας. Δύο μέρες αργότερα εκδόθηκαν άλλα δύο. Το πρώτο απευθυνόταν στους Καθολικούς κατοίκους των Κυκλάδων και το δεύτερο, που είχε τον τίτλο «Προκήρυγμα εθνικόν», απευθυνόταν στις υπόλοιπες περιοχές του ελληνικού χώρου που ακόμη δεν είχαν επαναστατήσει.
Στις Κυκλάδες και ιδίως στα νησιά Τήνος, Σύρος και Νάξος, οι κάτοικοι είχαν αντιμετωπίσει την αυταρχικότητα των Λατίνων και προτιμούσαν τους αλλόθρησκους Τούρκους. Αντίθετη ήταν η στάση που κράτησαν τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου και πρώτο από όλα η Σάμος.
Όταν στα μέσα Απριλίου εμφανίστηκαν στο λιμάνι στο Βαθύ δύο σπετσιώτικα πλοία, τα πνεύματα ηλεκτρίστηκαν και ο Κωνσταντίνος Λαχανάς μαζί με αρκετούς συμπατριώτες του όρμησαν στην παραλία, και αφού σκότωσαν μερικούς Τούρκους εμπόρους, ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης εκεί. Αμέσως μετά έστειλαν απεσταλμένους σε όλο το νησί. Παντού έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό. Στις 26 Απριλίου όλη η Σάμος βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών και ο αρχηγός που θα την οδηγούσε στην ελευθερία ή στο θάνατο είχε μόλις επιστρέψει από την Σμύρνη. Ήταν ο Γ. Λογοθέτης, που πριν δύο χρόνια είχε μυηθεί στην Φιλική εταιρεία και τώρα είχε πάρει το όνομα Λυκούργος.
Στην Κάσο σύσσωμοι, λαός και πρόκριτοι, ύψωσαν την επαναστατική σημαία με πρωτεργάτες στο κίνημα τους τους πλοιάρχους Θεοδ. Κανταρτσόγλου και Παπακανάρη. Το παράδειγμα της Κάσου ακολούθησαν και τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου, Κάρπαθος, Χάλκη, Δήλος, Νίσυρος, Κάλυμνος, Λέρος, Πάτμος, Αστυπάλαια, αλλά δεν είναι ακριβώς γνωστή η έναρξη της επανάστασης εκεί. Σημαντική είναι η προεργασία του Φιλικού Δημ. Θέμελη για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού στο νότιο Αιγαίο.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών
[…] Απρίλιο του 1821, ο πλοίαρχος Αντώνης Οικονόμου υποκίνησε τους Υδραίους ναύτες σε εξέγερση και […]
[…] ώθηση στις προετοιμασίες αυτές έδωσε η επανάσταση της Σάμου. Ο Λυκούργος Λογοθέτης μετά την επιστροφή του από τη […]