Το Νησί του Πάσχα, και επίσης Ράπα Νούι, είναι νησί της Πολυνησίας που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό και είναι επαρχία της Χιλής. Έχει έκταση 163,6 τ.χλμ. και πληθυσμό περίπου 7.750 κατοίκους. Θεωρείται το πλέον απομονωμένο νησί στον κόσμο. Ο γηγενής πληθυσμός αναφέρεται στο νησί ως Ραπανούι και οι Χιλιανοί ως Isla de Pascua. Το όνομα «Νησί του Πάσχα» οφείλεται στον Ολλανδό θαλασσοπόρο Γιάκομπ Ρόγκεβεν, ο οποίος έφτασε εκεί το Πάσχα του 1722.

Ο πληθυσμός στο Νησί του Πάσχα ήταν διηρεμένος σε φυλές, που με τη σειρά τους ήταν διηρημένες σε φατρίες. Από τις φυλές προέκυψαν η δυτική και η βορειοδυτική, που ονομάζονταν Τούου ή «Μεγάλη Φυλή» και η Χότου ή «Μικρή Φυλή» αντίστοιχα.
Η κοινωνική δομή βασιζόταν σε μια αυστηρά κοινωνική ιεραρχία: Στη κορυφή της ιεραρχίας βρισκόταν ο βασιλιάς, αρίκι μάου, που θεωρούνταν ιερό όν και στο οποίο αποδίδονταν θεϊκές δυνάμεις. Επειδή τα ταμπού (απαγορεύσεις) γύρω από το πρόσωπο του ήταν πολλά, ο μονάρχης ζούσε σχεδόν απομονωμένος στο μαγευτικό όρμο της Ανακένα. Στον όρμο ο βασιλιάς κατοικούσε σε μια καλύβα που δεν τη μοιραζόταν ούτε με τη σύζυγό του. Αυτές οι απαγορεύσεις από τη μία τον προστάτευαν από την άλλη προφύλασσαν τους κοινούς θνητούς από το πνεύμα που πίστευαν ότι κατοικούσε μέσα στο κεφάλι του μονάρχη.
Κύρια υποχρέωση του μονάρχη ήταν να επιβάλει ταμπού ιδιαίτερα στους φυσικούς πόρους -φρούτα, κηπευτικά, ψάρια-, έτσι ώστε να τους προστατέψει και να εμποδίσει την πρόωρη κατανάλωση τους, γεγονός που θα οδηγούσε στην οριστική εξάντλησή τους.
Έπειτα από τον βασιλιά σε σειρά εξουσίας και κύρους ήταν οι ιερείς, –ίβι άτουα, που σημαίνει θεϊκή γενιά- και οι ευγενείς, αρίκι πάκα, τάξεις που πιθανόν να απολάμβαναν τα ίδια προνόμια. Οι πολεμιστές, ματατόα, σε μια κοινωνία ταραχώδη όπως αυτή στο Νησί του Πάσχα, είχαν ξεχωριστή θέση και πιθανόν μόνο το φωτοστέφανο του βασιλιά τους εμπόδισε να πάρουν τον έλεγχο του Ράπα Νούι.
Τέλος, στην βάση της κοινωνικής πυραμίδας βρίσκονταν οι τεχνίτες που σχημάτιζαν μια ξεχωριστή τάξη: Αυτοί πιθανόν υποδιαιρούνταν σε συντεχνίες, ανάμεσα στις οποίες ιδιαίτερα σεβαστή ήταν εκείνη που περιελάμβανε τους καλλιτέχνες-γλύπτες των μοάι (γιγάντια αγάλματα).
Στην καθημερινή ζωή, παρόλο που υπήρχαν κανόνες συμπεριφοράς, διαταγές και ταμπού, στην πράξη επικρατούσε μεγάλη ελευθερία ηθών. Μολονότι οι γάμοι ανάμεσα σε συγγενείς εξ αίματος απαγορεύονταν, τα μέλη της ίδιας φυλής προτιμούσαν να παντρεύονται μέλη ακόμα και της ίδιας φατρίας. Επιπλέον, ίσχυε η πολυγαμία, αλλά μόνο ως προνόμιο των πλουσίων.
Η οικογενειακή ζωή εξελισσόταν χωρίς καθορισμένους κανόνες και όλοι συμμετείχαν ισότιμα στην συντήρηση της οικογένειας. Ο οικογενειακός πυρήνας ήταν συχνά πολυάριθμος και πειρελάμβανε πολλά αδέλφια, που με τις συζύγους τους και τα παιδιά τους, ζούσαν όλοι μαζί. Αυτή ήταν η λεγόμενη «αδιαίρετη οικογένεια», η οποία είχε ως κεφαλή ένα ηλικιωμένο πρόσωπο που έφερε τον τιμητικό τίτλο «ταμγκάτα χόνουι», «σεβάσμιος άνδρας».
Ανάμεσα στις διασκεδάσεις τους ήταν και ένα είδος σέρφινγκ πάνω σε σχεδίες φτιαγμένες από βούρλα. Οι έφηβοι έπαιζαν παιχνίδια με πέτρες και για τα μικρά παιδιά κατασκεύαζαν σβούρες από ξκελύφη καρπών, καχύλια, πηλό ή ξύλο. Ανάμεσα στις πιο δημοφιλείς γιορτές ήταν αυτή των «αρεαούτι». Η γιορτή λάμβανε χώρα το φθινόπωρο και τον χειμώνα στο εσωτερικό μιας ξύλινης καλύβας που είχε κατασκευαστεί για αυτό τον σκοπό. Συμμετείχαν κυρίως οι νέοι που μπορούσαν να τραγουδήσουν, να χορέψουν, να παίξουν και να γνωρίσουν για πρώτη φορά τη χαρά του έρωτα.
Η «γιορτή των πλοίων» αποτελούνταν από παντομίμα κωμικού χαρακτήρα και δραματιζόταν κάθε χρόνο πάνω σε ένα χαμηλό υψίπεδο και αναπαριστούσε ένα από τα ευρωπαϊκά ιστιοφόρα, τα οποία, όταν είχαν εμφανιστεί, είχαν προκαλέσει εντύπωση στους ιθαγενείς. Η γιορτή σκοπό είχε να μνημονεύσει την άφιξη του πλοιάρχου Κουκ στο νησί.
Με πληροφορίες από: nationalgeographic