Η ναυτολογία των νησιωτών και των κατοίκων παράλιων περιοχών της Ελλάδας στον τουρκικό στόλο ήταν υποχρεωτική. Παράγοντας αποφασιστικής σημασίας για την απόκτηση εμπειρίας και αύξηση της μαχητικότητας των Ελλήνων στη θάλασσα.
Η ναυτολογία άρχισε από τα μέσα του 14ου αιώνα με την κατάληψη της Καλλίπολης, της οποίας ο αξιόλογος ναύσταθμος με το έμψυχο υλικό του βρέθηκαν στη διάθεση των Τούρκων. Στη πρώιμη αυτή περίοδο ο θεσμός αυτός δεν είχε συστηματοποιηθεί. Ο Μεχμέτ Β’ θέλοντας να διατηρήσει την φυλετική και θρησκευτική ομοιογένεια των πληρωμάτων, προσπάθησε να επανδρώσει τα πλοία του με Οθωμανούς. Μόνο οι κωπηλάτες προέρχονταν από Έλληνες και Φράγκους αιχμαλώτους. Δεν μπόρεσε όμως να αγνοήσει τη ναυτική πείρα των Ελλήνων και χρησιμοποίησε μερικούς από αυτούς σε καίριες θέσεις του στόλου του.
Τον 16ο αιώνα η ναυτολογία έγινε συστηματικότερη. Μετά τη συνθήκη του Πασάροβιτς (1718), η οποία έθεσε τέλος στις συγκρούσεις Βενετών και Τούρκων και επανήλθε η ειρήνη στο Αιγαίο, ο τουρκικό πολεμικός στόλος έμεινε άπρακτος για μισό περίπου αιώνα. Η ειρήνη αυτή βοήθησε να αναπτυχθεί η ιστιοφόρος ναυτιλία των νησιωτών και των παραλίων της Ελλάδας και να ευρυνθεί η ναυτική δραστηριότητα των Ελλήνων σε μακρινές θάλασσες.
Έτσι, δημιουργήθηκε το ακμαίο εμπορικό ναυτικό που μπορούσε να συναγωνιστεί τις άλλες ναυτικές δυνάμεις της Μεσογείου. Την επίδοση αυτή των ραγιάδων στη θάλασσα, όχι μόνο δεν εμπόδισε, αλλά αντίθετα ενίσχυσε η Πύλη, παραχωρώντας στους Έλληνες πλοιάρχους απόλυτη σχεδόν ελευθερία δράσης. Με τον τρόπο αυτό, οι Έλληνες ναυτικοί έγιναν χιλιάδες και η Τουρκία με τις διευκολύνσεις που παρείχε, ενεργούσε και για το δικό της συμφέρον, αφού σε κάθε δύσκολη στιγμή μπορούσε να χρησιμοποιεί εξασκημένα πληρώματα για τον στόλο της.
Στα είκοσι τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας η ναυτολογία περιορίστηκε σε λίγα νησιά, την Ύδρα, στις Σπέτσες στα Ψαρά, στη Μύκονο και τον Πόρο. Τα άλλα νησιά πλήρωναν ειδικό φόρο, τα «μελαχικά» (melah=ναύτης), για να απαλλάσσονται από τη ναυτολογία. Οι ναύτες των νησιών αυτών υπηρετούσαν στο ναυτικό στόλο ένα χρόνο συνήθως, δεν ήταν, όμως, σπάνια η παράταση της υπηρεσίας τους, αν ο καπουδάν πασάς την έκρινε απαραίτητη.
Το τελευταίο έγγραφο ναυτολογίας ήταν εκείνο που έστειλε ο καπουδάν πασάς Αμπντουλάχ στην Ύδρα στις 5 Μαρτίου 1821, όταν είχε ξεσπάσει η επανάσταση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Οι ναύτες αυτοί τελικά δεν έφυγαν από το νησί, οι άλλοι όμως που υπηρετούσαν ήδη τον τουρκικό στόλο και βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη πνίγηκαν ή απαγχονίστηκαν. Ωστόσο, στα νησιά υπήρχε ήδη ένας σημαντικός αριθμός ναυτών, που είχαν ασκηθεί στον πολεμικό στόλο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και που αποτέλεσαν τους πυρήνες και τα στελέχη του ελληνικού στόλου.
Οι θρίαμβοι του ελληνικού ναυτικού κατά την Επανάσταση οφείλονται και στο γεγονός ότι οι αγωνιστές του Αιγαίου το 1821, εκτός από την πολεμική αρετή τους και την εξοικείωση με την θάλασσα, στηρίζονταν και στην γνώση των αδυναμιών και της τακτικής του τουρκικού στόλου, στον οποίο είχαν ακούσια υπηρετήσει ως τις παραμονές του Αγώνα.
Με πληροφορίες από: https://www.ekdotikeathenon.gr/istopia-toy-ellhnikoy-ethnoys-p16.html
[…] ελληνοτουρκική συρράξεως. Τέλος, να σημειώσουμε ότι η θητεία Ελλήνων νησιωτών στον τουρκικό στόλο αποτέλεσε […]