Η δημιουργία του πέμπτου ήλιου, του Νάχουϊ Όλιν, αποτελεί την κορύφωση και το τέλος του έπους της δημιουργίας. Για τους Αζτέκους, αυτό συνέβη στην αρχαία πόλη Τεοτιχουακάν, που βρίσκεται 40 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Πόλης του Μεξικό, και την οποία θεωρούσαν ως τόπο όπου άρχισε ο χρόνος. Μετά τη δημιουργία της γης, των ανθρώπων, του φαγητού και του ποτού τους, οι θεοί συγκεντρώθηκαν υπό σκότος στην Τεοτιχουακάν για να αποφασίσουν ποιος θα είναι ο νέος ήλιος που θα φωτίσει τον κόσμο. Ένας αλαζόνας θεός, ονόματι Τεκουσιζτεκάλτ προθυμοποιείται γρήγορα, αλλά οι υπόλοιποι θεοί διαλέγουν τον ταπεινό και αδύναμο Ναναχουάτζιν ως δεύτερο διαγωνιζόμενο.

Αυτός ο πολεμιστής το αποδέχεται στωικά ως καθήκον και χρέος προς τους άλλους θεούς. Φτιάχνονται δύο λόφοι ώστε ο Τεκουσιζτεκάλτ και ο Ναναχουάτζιν να νηστέψουν και να μετανήσουν, καθώς ετοιμάζεται η πυρά της θυσίας και αυτούς τους λόγους μπορεί κανείς σήμερα να τους δει: είναι οι πυραμίδες του ήλιου και της Σελήνης.
Οι προσφορές που παρουσιάζει ο Τεκουσιζτεκάλτ κατά τη διάρκεια της νηστείας και της αγρυπνίας του είναι από τα καλύτερα και ακριβότερα υλικά. Αντί για κλαδιά ελάτου έχει φτερά κετζάλ, ενώ χρυσές σφαίρες τού χρησιμεύουν για δεμάτια στοιβαγμένου χόρτου. Αντί για αγκάθια μυγκέ σημαδεμένα με το ίδιο του το αίμα, προσφέρει σουβλιά από νεφίτη με κόκκινο κοράλι στις άκρες. Το λιβάνι που καίει ο Τεκουσιζτεκάλτ είναι επίσης σπάνιας και άριστης ποιότητας. Οι προσφορές, όμως, του Ναναχουάτζιν έχουν μικρή υλική αξία. Για κλαδιά ελάτου και μπάλεςχ όρτου χρησιμοποιεί δεμάτια με καλάμια, και προσφέρει αληθινά αγκάθια μυγκέ με το αίμα του. Για λιβάνι καίει καρκάδια πληγών από το σώμα του.
Τα μεσάνυχα μετά από τέσσερις μέρες αγρυπνίας, οι θεοί ντύνουν και τους δύο και, ενώ ο Τεκουσιζτεκάλτ ντύνεται πλούσια, ο Ναναχουάτζιν φοράει χάρτινα ενδύματα. Οι θεοί τότε περικυκλώνουν τη μεγάλη πυρά της θυσίας, που καίει για τέσσερις μέρες και είναι τώρα τρομακτικά καυτή. Στεκόμενοι κατά μήκος των δύο πλευρών της πυράς, οι θεοί ζητούν από τον Τεκουσιζτεκάλτ να πηδήξει μέσα στις φλόγες. Ο Τεκουσιζτεκάλτ τρέχει προς την πυρά, όμως η ζέστη και οι καυτές φλόγες τον τρομοκρατούν και διστάζει. Δοκιμάζει άλλη μια φορά και πάλι τον σταματά η φωτιά. Τέσσερις φορές τρέχει προς την φωτιά, αλλά κάθε φορά δειλιάζει και σταματάει. Τελικά οι θεοί φωνάζουν τον Ναναχουάτζιν που αμέσως τρέχει και πηδάει στην φωτιά, μία και για πάντα. Εκεί καίγεραι. Το σώμα του τριζοβολά και τσιτσιρίζει.
Βλέποντας τον ηρωικό θάνατο του Ναναχουάτζιν, ο Τεκουσιζτεκάλτ τον ακολουθεί στις φλόγες και πεθαίνει και μετά από αυτόν ο αετός και ο ιαγουάρος ορμούν επίσης στην πυρά. Οι άκρες των φτερών του αετού μαυρίζουν και το δέρμα του ιαγουάρου γεμίζει μαύρες βούλες. Για τη γενναιότητα τους στην Τεοτιχουακάν, ο αετός καιο ιαγουράρος έγιναν τα δύο μεγάλα παράσημα των Αζτέκων πολεμιστών.
Μετά τον τρομακτικό θάνατο του Ναναχουάτζιν και του Τεκουσιζτεκάλτ οι θεοί περιμένουν και ψάχνουν να δουν πού θα μπορούσαν να ξαναμεφανιστούν. Τελικά οουρανός αρχίζει να κοκκινίζει προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι θεοί περιμένουν και κοιτούν γύρω, ανυπομονώντας να δουν πού θα εμφανιστεί πρώτος ο γενναίος Ναναχουάτζιν. Ορσιμένοι μαντεύουν σωστά ότι ο Ναναχουάτζιν θα εμφανιστεί στην Ανατολή και, κοιτώντας προς εκείνη την κατεύθυνση, είναι οι πρώτοι που τον βλέπουν να αναδύεται. Όχι πια άρρωτος και ταπεινός, ο Νναχουάτζιν επιστρέφει ανατέλοντας ως Τονάτιου, ο πύρινος θεός του ήλιου του οποίου οι ακτίνες ξεχύνονται προς όλες τις κατευθύνσεις.
Σύντομα σηκώνεται και ο Τεκουσιζτεκάλτ στην Ανατολή, το ίδιο φωτεινός με τον Τονάτιου. Μοιάζουν τόσο πολύ οι δυο τους που οι θεοί φοβούνται μήπως οκόσμος γίνει πολύ φωτεινός. Ένας από τους θεούς τρέχει και πετάει ένα κουνέλι στο πρόσωπο του Τεκουσιζτεκάλτ. Έτσι λοιπόν πληγωμένο το πρόσωπου του φεγγαριού είναι λιγότερο φωτεινό από του ήλιου, και όταν έχει πανσέληνο μπορεί ακόμα κανείς να δει το κουνέλι καθισμένο στο πρόσωπο της σελήνης.
Μολονότι έτσι εμφανίζονται ο ήλιος και η σελήνη, δεν ακολουθούν τις πορείες τους, αλλά αντίθετα αιωρούνται ακίνητα στον ουρανό. Ο Τονάτιου απαιτεί την υποταγή και το αίμα των άλλων θεών για να κινηθεί. Οργισμένος από αυτή την αλαζονεία, ο θεός του Αυγερινού, ο γνωστός ως Τλαχουϊζκαλπαντεκούτλι, Κύριος της Αυγής, ρίχνει ένα βέλος στον ήλιο. Το βέλος όμως, αστοχεί και ο ήλιος ρίχνει το δικό του βέλος στον Αυγερινό, τρυπώντας το κεφάλι του Τλαχουϊζκαλπαντεκούτλι. Τη στιγμή αυτή ο Κύριος της Αυγής μεταμορφώνεται στο θεό της πέτρας και του ψύχους, τον Ιτζτλακολιούκι, και γι΄αυτό κάνει πάντα κρύο την ώρα της ανατολής.
Οι θεοί τελικά συμφωνούν ότι πρέπει να θυσιαστούν για να κάνουν τον ήλιο να κινηθεί. Μεθοδικά ο Κετζαλκοάτλ κόβει και βγάζει την καρδιά κάθε θεού με ένα μαχαίρι θυσίας. Οι μανδύες και τα στολίδια των νεκρών θεών τυλίγονται σε ιερά δέματα, στη μορφή την οποία λατρεύονται έπειτα από τους ανθρώπους. Από τον φόνο των θεών στην Τεοτιχουακάν δημιουργείται ο ήλιος της Κίνησης, ο Νάουϊ Όλιν. Όπως έπρεπε οι θεοί να θυσιαστούν, έτσι και οι άνθρωποι πρέπει να δίνουν τις δικές τους καρδιές και το αίμα για να εξασφαλίσουν ότι ο πέμπτος ήλιος θα συνεχίζει να ακολουθεί την πορεία του.