Οι Χόπι, οι Ζούνι και οι Ακόμα σε ό,τι αφορά την τεχνολογία και τις πολιτιστικές παραδόσεις φαίνεται ότι κατάγονται από τους Ανασάζι. Όμως, οι Νάβαχο, οι οποίοι αποτελούσαν τις πιο σημαντικές κοινότητες στα νοτιοδυτικά, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ξένοι ως προς τον πολιτισμό «Αυτών που υπήρχαν πρώτα». Οι Νάβαχο καθώς και οι Απάτσι ήρθαν σε σύγκρουση με τους διαδόχους των Ανασάζι.
Νάβαχο
Οι Νάβαχο είναι ένας λαός που έζησε στη βόρεια Αριζόνα και σε ένα τμήμα των εδαφών της Γιούτα και του Νέου Μεξικό. Σήμερα αποτελούν την πιο συμπαγή εθνοτική ομάδα μεταξύ των ιθαγενών Αμερικανών. Το όνομα τους προέρχεται από τον όρο νάμπασου, που στη γλώσσα τέουα, την οποία μιλούσαν ορισμένοι πληθυσμοί στα νοτιοδυτικά, σήμαινε «χωράφι καλλιέργειας σε μικρό ρέμα νερού». Ωστόσο οι Νάβαχο αυτοαποκαλούνταν ντίνεχ, που σημαίνει απλώς «λαός».
Από εθνοτικής άποψης ανήκαν στο γενεαλογικό κλάδο της βόρειας Αθαμπάσκα, που ξεκινούσε από την Αλάσκα και το βόρειο Καναδά, και ήταν τμήμα των πληθυσμών που κατέβηκαν από τους αρχικούς τους τόπους προς το αχανές έδαφος που εκτείνεται από την Αριζόνα μέχρι το δυτικό Τέξας και από το Κολοράντο ως το Νέο Μεξικό.
Γύρω στο 1500 οι Νάβαχο εγκαταστάθηκαν στη λεκάνη του Σαν Χουάν, παραπόταμου του Κολοράντο, και ενεπλάκησαν σε διαμάχη με τις κοινότητες των Χόπι και Ζούνι που ήδη ζούσαν στην περιοχή. Ένα κοινό χαρακτηριστικό με τους πληθυσμούς των Απάτσι ήταν ότι συχνά κατέφευγαν σε επιδρομές και σε λεηλασίες στα πουέμπλος, από τις οποίες εξασφάλιζαν την επιβίωση τους. Ύστερα από μια πρώτη περίοδο δύσκολης συμβίωσης, οι Χόπι και οι Ναβάχο συμμάχησαν ενάντια στον κοινό εχθρό, τους Ισπανούς, και μοιράστηκαν μια δύσκολη περίοδο καταδιώξεων.
Σε μια δεύτερη φάση οι Νάβαχο από επιδρομές μεταμορφώθηκαν σε ημινομάδες, που ζούσαν κυρίως από τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Αυτή η αλλαγή που συντελέστηκε τους διαφοροποίησε από τους Απάτσι και έκτοτε οι άλλοι αυτόχθονες πληθυσμοί και οι Ισπανοί τους αναγνώρισαν ως ικανούς καλλιεργητές. Οι Νάβαχο υιοθέτησαν ορισμένα ήθη και έθιμα των Χόπι, όπως τις μαγικές ζωγραφικές εικόνες από χρωματιστή άμμο, στις οποίες έγιναν δεξιοτέχνες.
Στην αρχή του 19ου αιώνα πολλές αρχαίες τοποθεσίες των Ανασάζι κατοικήθηκαν από τους Νάβαχο, που διήγαν ειρηνικό βίο καλλιεργώντας τη γη, εκτρέφοντας ζώα και κατασκευάζοντας περίτεχνα περιδέραια. Όταν όμως η περιοχή Φορ Κόρνερς έγινε τμήμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ξεκίνησε μια νέα περίοδος σκληρής καταπίεσης που εξαπλώθηκε και σε άλλους αυτόχθονες πληθυσμούς.
Οι Νάβαχο και οι Απάτσι δεν είχαν την αίσθηση ότι ανήκαν σε ένα και μοναδικό λαό, αλλά αποτελούνταν από διαφορετικές φυλές ή διευρυμένες οικογενειακές ομάδες μητριαρχικού χαρακτήρα (δηλαδή οι άνδρες πήγαιναν να ζήσουν κοντά στην οικογένεια των γυναικών τους), καθεμία από τις οποίες θεωρούσε ότι ήταν «έθνος». Αντίθετα από αυτό που παρουσιάζεται στα επικά γουέστερν, στους Νάβαχο ήταν άγνωστη η λατρεία του πολέμου και της γενναιότητας, και η κοινωνία τους δεν ήταν κοινωνία πολεμιστών, κατ΄ αντιδιαστολή με τους πληθυσμούς των Μεγάλων Πεδιάδων.
Συνήθως επιδίδονταν σε ένα απλό πλιάτσικο, που είχε αποκλειστικά οικονομική σημασία και αποσκοπούσε στη συγκέντρωση υλικών αγαθών. Επομένως, η ατομική αξία δεν υπολογιζόταν με πράξεις γενναιότητας, αλλά με βάση την επιδεξιότητα στο πλιάτσικο και την απόκτηση αγαθών (αλόγων και βοοειδών). Ακόμα και οι συνατήσεις με τους λευκούς είχαν περισσότερο χαρακτήρα αντάρτικου παρά ανοιχτού πολέμου.
Η τέχνη των Νάβαχο έφτασε σε υψηλά επίπεδα στον τομέα της υφαντουργίας. Έφτιαχναν κουβέρτες και χαλιά, τα οποία διακοσμούσαν με γεωμετρικά μοτίβα με έντονα χρώματα, κατασκεύαζαν περιδέραια από ασήμι και τιρκουάζ, ενώ διακρίνονταν κυρίως στην παρασκευή πανέμορφων διακοσμητικών από άμμο.
Απάτσι
Οι Απάτσι (από την λέξη των Ζούνι Απάτσου, που σημαίνει «εχθρός») αποκαλούνταν ίντε ή Έντε («λαός»). Αρχικά ήταν χωρισμένοι σε έξι τοπικές ομάδες, καθεμία από τις οποίες αποτελούνταν από πολλές τοπικές υποομάδες.
Όπως οι Νάβαχο, έτσι και αυτοί ήρθαν σε σύγκρουση με τους Χόπι και τους Ζούνι και πρωταγωνίστησαν στις επιδρομές στα πουέμπλος, όμως ποτέ δεν εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε μια περιοχή. Παραδοσιακά, ήταν νομαδικός λαός, που αρχικά επιβίωνε κυνηγώντας βίσονες και μαζεύοντας τους καρπούς των κάκτων και άλλων άγριων φυτών. Σε μια δεύτερη φάση ασχολήθηκαν με γεωργικές εργασίες, όπως την καλλιέργεια καλαμποκιού.
Η χαρακτηριστική κατοικία των Απάτσι αποτελούνταν από μια μικρή καλύβα (γουικίουπ), σφαιρικού ή θολωτού σχήματος, φτιαγμένη από κλαδιά. Οι διαστάσεις και η ακρίβεια μπορεί να ποίκιλαν κατά πολύ, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των πρώτων υλών που ήταν απαραίτητες για την κατασκευή της. Ο σκελετός ήταν ένας κύκλος από στύλους ή από μικρούς κυρτούς κορμούς, που δένονταν μεταξύ τους στο κέντρο. Το υπόλοιπο κενό καλυπτόταν από φύλλα γιούκας ή από άλλη χαμηλή βλάστηση της περιοχής, μερικές φορές χόρτα ή καλάμια που φύτρωναν δίπλα στους ποταμούς. Στην οροφή της καλύβας υπήρχε ένα άνοιγμα για να φεύγει ο καπνός και εξωτερικά η κατασκευή ήταν καλυμμένη με υφαντά. Για πόρτα χρησιμοποιούσαν δορά ζώου ή ένα μικρό κομμάτι κουβέρτας.
Η κατασκευή της καλύβας ήταν αποκλειστική δουλειά των γυναικών και για την ολοκλήρωση της χρειάζονταν περίπου τέσσερις ώρες. Δίπλα στην καλύβα υπήρχε συνήθως μια μεγάλη κατασκευή από κλαδιά που ονομαζόταν ραμάδα και χρησίμευε ως χώρος αποθήκευσης τροφίμων.
Τα ενδύματα των Απάτσι ήταν φτιαγμένα από δέρμα. Φορούσαν ψηλά μοκασίνια τα οποία έδεναν κάτω από το γόνατο και τα οποία προστάτευαν τα πόδια και τις γάμπες από τους θάμνους. Οι άνδρες φορούσαν μια φούστα ανοιχτή στο πλάι, που τους εξασφάλιζε ελευθερία κινήσεων. Συνήθιζαν να έχουν μακριά μαλλιά, τα οποία άφηναν λυτά και τα συγκρατούσαν μόνο με μια κορδέλα στο κεφάλι.
Οι γυναίκες είχαν σημαντικό ρόλο στην οικογενειακή ζωή. Ασχολούνταν με τη συλλογή τροφής, ξυλείας και νερού, και έπλεκαν εκπληκτικά καλάθια. Σύμφωνα με την παράδοση οι άνδρες, όταν παντρεύονταν, πήγαιναν να ζήσουν κοντά στην οικογένεια των συζύγων τους.
Με πληροφορίες από: nationalgeorgraphic