Από το ένδοξο παρελθόν της, το μόνο που έχει να επιδείξει η Μύρινα είναι το κάστρο της, κτισμένο πάνω σε ένα ακρωτήρι που στέκεται ανάμεσα σε δύο κόλπους, που με τη σειρά τους σχηματίζουν δύο λιμανάκια. Κάποιες πλευρές του τείχους από πέτρες ακανόνιστες χωρίς τσιμέντο, ίχνη από σκαλοπάτια και εγκοπές μέσα στο βράχο αντιπροσωπεύουν την ελληνική αρχαιότητα. Αντίθετα, τα γενοβέζικα προπύργια επιβιώνουν, φέροντας ακόμα το μονόγραμμα του Παλαιολόγου Gatiliusi (Γατελούζου), Γενοβέζου στην καταγωγή, που θα κυβερνούσε ταυτόχρονα τη Λήμνο και τη Μυτιλήνη.
Το κάστρο στη Μύρινα, στην εξωτερική του εμφάνιση, παρουσιάζει μια εικόνα από τις γραφικότερες, χάρη στις απόκρημνες μεριές από τραχείτη όπου και στηρίζεται και τις πολύ απότομες κορυφές, τις παράξενες σε σχήμα που υψώνονται γύρω του, στην πεδιάδα. Ιδιαίτερα δε κατά τη δύση του ηλίου, όταν αυτές οι μαύρες σκιές με τις μορφές φανταστικών τεράτων προβάλλουν στον κόκκινο ουρανό, έχουμε καταπληκτική θέα, από τους λόφους στα ανατολικά, κοντά στον Άγιο Παύλο και τον Κοντιά.
Σαν πόλη, το Κάστρο ή Μύρινα, μοιάζει με όλα τα άλλα μικρά λιμάνια των νησιών του Αιγαίου πελάγους ή των ακτών της Μικράς Ασίας: στενοί δρόμοι, ένας από αυτούς με ανοιχτά καταστήματα και βαρέλια κρασιού, χρησιμεύει για αγορά. Σπίτια από γκρίζα ακατέργαστη πέτρα, με τον πρώτο όροφο να προεξέχει στηριζόμενος σε επικλινή στηρίγματα. Καφασωτά παράθυρα με κιγκλιδώματα στα σπίτια των Τούρκων. Το εσωτερικό των σπιτιών, οι φορεσιές τα έθιμα είναι παρόμοια με των άλλων νησιών του Αιγαίου. Πρόκειται πάντα για τους ίδιους χώρους υποδοχής, με ντιβάνια στρωμένα με πολύχρωμα υφάσματα σε όλο το μήκος των τοίχων. Σε μια γωνία του δωματίου, η στήλη από μαξιλάρια για τους καλεσμένους, το καντήλι αναμμένο μπροστά στην αγία εικόνα, τα υφαντά και τα κεντήματα των γυναικών του σπιτιού.
Για φορεσιά, το παντελόνι σε σχήμα σάκου, με δυο ανοίγματα για τις κνήμες που άνδρες και γυναίκες δένουν, οι μεν στα γόνατα, οι δε στον αστράγαλο, αφήνοντας το να πέφτει λιγότερο ή περισσότερο. Στο κεφάλι το κόκκινο φέσι των ανδρών και η χρωματιστή μαντίλα των γυναικών. Όλα τα ρούχα, τα υφάσματα, τα υποδήματα φτιάχνονται στο σπίτι από τις γυναίκες.
Όσον αφορά τα έθιμα, το σύνηθες είναι να προσφέρεται στους επισκέπτες μαστίχα από τη Χίο, γλυκά, ζαχαρωτά, καφές. Ίδιος ο τρόπος φαγητού, καθιστοί σε ένα χαμηλό τραπέζι, σχεδόν στο ύψος του πατώματος.
Στη Μύρινα οι κάτοικοι, που παραμένουν στην πατρίδα τους, δεν έχουν κανένα λόγο να προσπαθήσουν με την εργασία τους να ευδοκιμήσει η γη τους, αφού δεν τους ωθεί σε αυτό το μεγάλο κίνητρο της ανάγκης. Προσεγγίζοντας με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, δεν έχουν, χωρίς αμφιβολία, ούτε ανέσεις, ούτε πολυτέλειες.
Ωστόσο, δεν δοκιμάζονται από τη στέρηση τους. Δεν είναι πλούσιοι, αντίθετα σχεδόν όλοι τους έχουν εξασφαλίσει τη διαβίωση τους, χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Οι απέραντες αυτές εκτάσεις, ένα είδος δημοσίων κτημάτων που κανένας δεν γνωρίζει τον ακριβή ιδιοκτήτη, ανήκουν σε όσους θέλουν να οδηγούν εκεί τα κοπάδια τους. Ελάχιστοι είναι οι κάτοικοι που δεν έχουν ένα κομμάτι γης για να καλλιεργήσουν το σιτάρι για το ψωμί της χρονιάς: ζουν με λίγα πράγματα σε αυτές τις θερμές χώρες!
Ίσα που ανάβουν φωτιά για φαγητό και αυτό σπάνιες φορές. Με καρπούζι, τυρί, ψωμί, ψάρια παστά, περνούν καιρό. Το κρασί είναι τόσο άφθονο, που μου το πουλούσαν, σε μένα έναν ξένο, λιγότερο από τρεις δεκάρες το λίτρο.
Στη Μύρινα η μόνη ασχολία ικανού αριθμού κατοίκων της συνίσταται στο να φυλούν τα αιγοπρόβατα, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις υπολογίζονται σε πάνω από 40.000 ζώα. Αρκεί να συναντήσεις τα κοπάδια στα έρημα οροπέδια που προσφέρονται για ελεύθερη βοσκή, για να καταλάβεις για ποιο λόγο στη Λήμνο δεν έχει μείνει ούτε ένας θάμνος. Οι βοσκοί είναι ικανοί να κάψουν ένα θάμνο για να ζεσταθούν, με κίνδυνο πυρκαγιάς στο δάσος, και να βάλουν φωτιά σε εάν αιωνόβιο πεύκο για να έχουν λίγα κάρβουνα. Η φωτιά αποτελεί ένα εύκολο τρόπο αποψίλωσης, που πάντα αφήνει στους γείτονες καυσόξυλα, και ό,τι άρχισε η φωτιά το αποτελειώνει το αδηφάγο δόντι των προβάτων και αιγών. Σε αυτές τις χώρες είναι μοιραίο κάποια από τα δύο να υποκύψουν: ή τα δάση ή τα ζώα. Στη Λήμνο τα ζώα θριάμβευσαν.
Οι Λήμνιοι βοσκοί έχουν ενδυμασία και πολύ παράξενο τύπο. Ντύνονται στα λευκά από το κεφάλι ως τα πόδια με το φουσκωτό παντελόνι και ένα γιλέκο από δέρμα πάνω από το μάλλινο πουκάμισο. Σπάνε λίγο τη μονόχρωμη λευκότητα με το μαύρο των δερμάτινων λουριών που δένουν γύρω από τα πόδια τους, των περικνημίδων που καταλήγουν σε αιχμή πάνω από το γόνατο και της ζώνης τους, από όπου κρέμεται συνήθως μια δερμάτινη θήκη. Στο λευκό μάλλινο σκούφο τους είναι στριμμένη πολλές φορές μια υφασμάτινη άκρη, αφήνοντας να φανούν μακριά κατσαρά μαλλιά που πλαισιώνουν ένα οστεώδες πρόσωπο, με μάτια πολύ κοντά το ένα στο άλλο, διαπεραστικά, με μύτη κυρτή. Στο χέρι κρατούν ένα μακρύ φυσικό μπαστούνι.
Ένα ελληνικό νησιωτικό χωριό πολύ συχνά χαρακτηρίζει μια εκκλησία μεγαλοπρεπής σε κατασκευή. Οι θρησκευτικές κοινότητες, που για τους Έλληνες υπόδουλους στους Τούρκους αντιπροσωπεύουν την πατρίδα, είναι όλες πλούσιες, και όταν πρόσφατα η Τουρκία ήρε παλαιότερη απαγόρευση και τους επέτρεψε, με οικονομικό αντάλλαγμα, να κτίσουν εκκλησίες, αμέσως επιδόθηκαν στην οικοδόμηση τους. Με έκπληξη είδαμε σε φτωχά χωριά τόσο μεγάλα οικοδομήματα, τόσο υπέροχα διακοσμημένα, συχνά δε με μάρμαρα από τα γύρω αρχαία ερείπια.
Εκτός από τις εκκλησίες, υπάρχουν στη Λήμνο επτά μοναστήρια με σπουδαιότερα του Πορτιανού και του Κοντιά. Και κατά μία πολύ παλαιά συνήθεια, ένα είδος λατρείας των ψηλότερων σημείων, όπου ο άνθρωπος πίστευε ότι ήταν πλησιέστερο στον ουρανό, πάνω τις ψηλότερες κορυφές, τις πιο δύσβατες, υπάρχει πάντα ένα μικρό ξωκκλήσι αφιερωμένο στην Παναγία, στον Άγιο Γεώργιο, στον Άγιο Αθανάσιο ή στον Προφήτη Ηλία.